Υπέρ των τοπικών προϊόντων διατροφής και δη μικρομεσαίων παραγωγών τάσσονται οι Έλληνες καταναλωτές, οι οποίοι μετά τους Ιταλούς εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά προτίμησης στα εγχωρίως παραγόμενα είδη.Σύμφωνα με τα στοιχεία σχετικής έρευνας που πραγματοποίησε η εταιρεία IRI σε επτά ευρωπαϊκές αγορές (Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Ολλανδία, Ελλάδα) προκύπτει ότι 7 στους 10 καταναλωτές έχουν ξεκάθαρη προτίμηση στα τοπικά προϊόντα.
Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Υπέρ των τοπικών προϊόντων διατροφής και δη μικρομεσαίων παραγωγών τάσσονται οι Έλληνες καταναλωτές, οι οποίοι μετά τους Ιταλούς εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά προτίμησης στα εγχωρίως παραγόμενα είδη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία σχετικής έρευνας που πραγματοποίησε η εταιρεία IRI σε επτά ευρωπαϊκές αγορές (Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Ολλανδία, Ελλάδα) προκύπτει ότι 7 στους 10 καταναλωτές έχουν ξεκάθαρη προτίμηση στα τοπικά προϊόντα.
Στην Ελλάδα, το ποσοστό διαμορφώνεται στο 76%, ήτοι σχεδόν 8 στους δέκα καταναλωτές δηλώνουν ότι προτιμούν τα εγχώρια προϊόντα.
Την υψηλότερη προτίμηση στα «ντόπια» προϊόντα εμφανίζουν οι Ιταλοί, καθώς το ποσοστό που καταγράφεται αγγίζει το 83%. Στον αντίποδα, ένας στους δύο Ολλανδούς καταναλωτές δεν εμφανίζει προτίμηση για τη προέλευση των ειδών διατροφής που επιλέγει.
Η υπεροχή των τοπικών προϊόντων σε σχέση με τα εισαγόμενα στην προτίμηση των Ευρωπαίων καταναλωτών αποδίδεται σε διάφορους παράγοντες με αιχμή: τη στήριξη των μικρών παραγωγών και την καλύτερη ποιότητα που τους αποδίδουν οι καταναλωτές.
Ποιο είναι το σκεπτικό
Σε ό,τι αφορά τις επιλογές των Ελλήνων, το 70% δηλώνει ότι επιλέγει ελληνικά προϊόντα για να υποστηρίξει τους εγχώριους μικρούς παραγωγούς, όταν το αντίστοιχο ευρωπαϊκό ποσοστό κυμαίνεται στο 53%.
Αντίστοιχα, το 63% των Ελλήνων εκτιμά ότι τα τοπικά είδη έχουν καλύτερη ποιότητα και το 57% δηλώνει ότι υπερέχουν σε γεύση σε σχέση με τα αντίστοιχα εισαγόμενα.
Παράλληλα, το 38% των Ελλήνων ερωτηθέντων καταναλωτών εκτιμά ότι τα τοπικά προϊόντα είναι πιο υγιεινά, ενώ το 29% τα επιλέγει για το οικολογικό τους αποτύπωμα, το οποίο εκτιμάται ότι είναι μικρότερο.
Το ζήτημα της βιώσιμης ανάπτυξης εξελίσσεται σε έναν ιδιαίτερα καθοριστικό παράγοντα επιλογής προϊόντων στους Ευρωπαίους καταναλωτές, το 32% των οποίων -κατά μέσο όρο- τον συμπεριλαμβάνει στους λόγους για τους οποίους θα προχωρήσει στην αγορά ενός είδους διατροφής.
Πορίσματα - επιβεβαίωση
Τα πορίσματα της IRI αποτελούν ακόμα μια επιβεβαίωση αρκετών ερευνών που έχουν διεξαχθεί τα τελευταία χρόνια, ενδυναμώνοντας τους υποστηρικτές της άποψης ότι «τα τοπικά προϊόντα μπορούν να θεωρηθούν ως ένα κατάλληλο εργαλείο ανάπτυξης της οικονομίας», αποτελώντας ταυτόχρονα ένα ισχυρό όπλο για τους εγχώριους παίχτες της βιομηχανίας τροφίμων, που αποκτούν ένα «υπερπρονόμιο», αυτό της ελληνικότητας, ενώ παράλληλα ανοίγει τις αναπτυξιακές προοπτικές για τους μικρομεσαίους του κλάδου.
Μολονότι ο παράγοντας «τιμή» εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό κριτήριο επιλογής, η διαφαινόμενη τάση, που επίσης έχει καταγραφεί από πρόσφατες έρευνες, θέλει τους καταναλωτές να εμφανίζονται πιο πρόθυμοι να δαπανήσουν περισσότερα για κάποιο προϊόν διατροφής το οποίο θεωρούν ότι ανταποκρίνεται περισσότερο στα δικά τους ποιοτικά κριτήρια.
Ηλικιακές ομάδες
Αξίζει να επισημανθεί πάντως ότι η προτίμηση ή όχι προς τα τοπικά προϊόντα διαφοροποιείται αναλόγως με την ηλικιακή ομάδα στην οποία ανήκουν οι καταναλωτές. Πιο ένθερμοι υποστηρικτές στα εγχώρια είδη εμφανίζονται όσοι είναι άνω των 35 ετών, σε αντίθεση με τις νεότερες ηλικίες, οι οποίες αναγνωρίζουν περισσότερο τα σήματα των πολυεθνικών.
Στρατηγικοί σχεδιασμοί
Η ενδυνάμωση της δυναμικής των τοπικών προϊόντων στις προτιμήσεις των καταναλωτών δεν αφήνει ανεπηρέαστο το σχεδιασμό των στρατηγικών αποφάσεων των επιχειρήσεων, με τους πολυεθνικούς παίχτες να επιδιώκουν μεγαλύτερο εγχώριο αποτύπωμα: είτε μέσω παραγωγικών εγκαταστάσεων στην χώρα, είτε μέσω εξαγορών μικρών τοπικών σημάτων, είτε μέσω σύναψης συνεργασιών με εγχώριους παραγωγούς κ.λπ. προκειμένου να τονίσουν το ανταποδοτικό όφελος που λαμβάνει η εγχώρια οικονομία από τη δική τους δραστηριότητα.
Αντίστοιχα, οι εγχώριοι παίχτες διεκδικούν μεγαλύτερη παρουσία στο ράφι, προωθούν συνέργειες όπως η Πρωτοβουλία «Ελλα-δικά μας», όπου συμμετέχουν 62 εταιρείες, προκειμένου να θωρακίσουν τα επώνυμα σήματά τους και να εξασφαλίσουν καλύτερες συνεργασίες εντός και εκτός συνόρων.