Τη δική της έκθεση βιωσιμότητας του χρέους συντάσσει η ελληνική κυβέρνηση σε συνεργασία με τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους. Η έκθεση αυτή θα αποτελέσει το βασικό «τεχνοκρατικό» επιχείρημα κατά τη διαπραγμάτευση για τη μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2021 και μετά, ιδανικά στο 2% που είναι και το «επιθυμητό επίπεδο» σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Τη δική της έκθεση βιωσιμότητας του χρέους συντάσσει η ελληνική κυβέρνηση σε συνεργασία με τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους. Η έκθεση αυτή θα αποτελέσει το βασικό «τεχνοκρατικό» επιχείρημα κατά τη διαπραγμάτευση για τη μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2021 και μετά, ιδανικά στο 2% που είναι και το «επιθυμητό επίπεδο» σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα.
Η ελληνική πλευρά θα προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μέσα στο 2020 και με ένα δεύτερο αίτημα: το όποιο υπερπλεόνασμα παραχθεί από εδώ και στο εξής να μην «καταναλώνεται» υποχρεωτικά μέσα στην ίδια χρήση, αλλά να μπορεί να μεταφερθεί στην επόμενη χρονιά ώστε να χρηματοδοτήσει πιο αποδοτικές οικονομικές πολιτικές για την ανάπτυξη, αλλά και την ενίσχυση της κοινωνικής πολιτικής.
Η υποχρέωση του να δαπανάται το όποιο υπερπλεόνασμα μέσα στην ίδια χρονιά έχει οδηγήσει στα έκτακτα μερίσματα της τελευταίας στιγμής, τα οποία μοιράζονται χωρίς να υπάρχει καν χρόνος σωστού σχεδιασμού και στόχευσης.
Με την έκθεση, η ελληνική πλευρά θέλει να αποτυπώσει τις ευεργετικές συνέπειες που θα έχουν στη βιωσιμότητα του χρέους οι υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης που προβλέπει η κυβέρνηση όχι μόνο για το 2020 αλλά και για τα επόμενα έτη, η κατακόρυφη μείωση του κόστους δανεισμού της χώρας, οι ευεργετικές συνέπειες στη βιωσιμότητα του χρέους από την πρόωρη αποπληρωμή του δανείου του ΔΝΤ -προγραμματίζεται και δεύτερη αποπληρωμή για το 2020-, αλλά και η (πιθανή) αλλαγή χρήσης των ANFAs και των SMPs, ώστε τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις και να μη διοχετευτούν και πάλι στον λογαριασμό «μαξιλάρι» για το χρέος στον οποίο λιμνάζουν ήδη τουλάχιστον 32 δισ. ευρώ.
H ελληνική πλευρά θέλει να τεκμηριώσει με τεχνοκρατικά επιχειρήματα το ότι υπάρχει το περιθώριο να μειωθούν οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα στην 3ετία 2021-2023 χωρίς να θιγεί στο παραμικρό η βιωσιμότητα του χρέους.
Στην πραγματικότητα, αναζητείται η δικαιολόγηση ποσού της τάξεως των 5-7,5 δισ. ευρώ ώστε να επιτραπεί το «κλείδωμα» του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2%-2,5% όχι από το 2024 και μετά, αλλά από το 2021 και μετά.
Η ελληνική πλευρά θα επικαλεστεί -και αυτό θα αποτυπωθεί και στην έκθεση για τη βιωσιμότητα του χρέους που θα συντάξει ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους- ότι οι θεσμοί έχουν πέσουν πολύ έξω στις προβλέψεις τους όσον αφορά τα επιτόκια με τα οποία θα γινόταν ο νέος δανεισμός της Ελλάδας αμέσως μετά την έξοδο από τα μνημόνια.
Επίσης, θα ισχυριστεί ότι δεν έχουν προσμετρηθεί οι ευεργετικές συνέπειες στο χρέος από την πρόωρη αποπληρωμή του ΔΝΤ -συνέπειες που έχει ήδη υπολογίσει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας-, ενώ θα επιδιώξει να «μετρήσει» το όφελος που θα έχει για την ανάπτυξη τόσο η αλλαγή χρήσης των κερδών των ελληνικών ομολόγων που θα επιστραφούν στην Ελλάδα μέχρι το 2022 (περίπου 5 δισ. ευρώ) αλλά και αυτή καθαυτή η μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων καθώς με τους πόρους που θα απελευθερωθούν θα χρηματοδοτηθούν περισσότερες φορολογικές ελαφρύνσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα φέρουν περισσότερες επενδύσεις, κατανάλωση, άρα και ανάπτυξη.
Τα ελληνικά επιχειρήματα έχουν ως εξής:
1 Υψηλότερη ανάπτυξη: Τον Ιούνιο του 2018, υπογράφοντας τη συμφωνία για την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έβλεπε ρυθμό ανάπτυξης 2,5% για το 2018 και για το 2019. Αυτοί οι ρυθμοί δεν επιτεύχθηκαν. Το σημείο στο οποίο θα σταθεί η ελληνική πλευρά είναι το ότι θα πιάσει ισχυρότερο ρυθμό για το 2020 σε σχέση με αυτό που προβλέπουν οι Ευρωπαίοι (2,8% αντί για 2,3%) και ότι με τη φιλοαναπτυξιακή πολιτική που ήδη εφαρμόζει η κυβέρνηση, ο πήχης θα ανέβει τα επόμενα χρόνια (και ειδικά στην περίοδο 2020-2022) αρκετά πάνω από το 1,5% που προβλέπουν οι θεσμοί. Ολόκληρη η έκθεση βιωσιμότητας του χρέους έχει στηριχθεί στην πρόβλεψη ότι ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης σε μεσοπρόθεσμη βάση, θα διαμορφωθεί στο 1,25%, το οποίο κρίνεται ως ιδιαίτερα απαισιόδοξο από την ελληνική πλευρά δεδομένου μάλιστα του πλάνου μείωσης φόρων και ασφαλιστικών εισφορών που έχει ήδη ξεκινήσει να υλοποιείται.
2 Χαμηλό κόστος δανεισμού: Στην έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2018 προκειμένου να ληφθεί στο Eurogroup η απόφαση για έξοδο της χώρας από το 3ο μνημόνιο, είχε εγγραφεί η πρόβλεψη ότι το κόστος δανεισμού της Ελλάδας θα διαμορφωθεί στο 4,1% για το 2019, στο 4,4% για το 2020 για να εκτοξευτεί πάνω από το 5% μέχρι το 2030. Όσο για το ΔΝΤ εμφανιζόταν ακόμη πιο απαισιόδοξο, ανεβάζοντας τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων στο 4,5%-6%. Αυτή η εκτίμηση έχει ήδη πέσει για το 2019, ενώ -όπως διαφαίνεται- θα πέσει τελείως έξω και για την περίοδο 2020-2022. Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου έχει υποχωρήσει κάτω από το 1,5%. Ήδη ο δανεισμός του 2019 (9 δισ. ευρώ) έχει γίνει με χαμηλότερο επιτόκιο από αυτό που προέβλεπαν Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ΔΝΤ ενώ το ίδιο αναμένεται να συμβεί και με τα 8 δισ. ευρώ που θα αντλήσει η χώρα από τις αγορές μέσα στο 2020.
3 Πρόωρη αποπληρωμή του ακριβού δανείου του ΔΝΤ: Οι ευεργετικές επιπτώσεις από την πρόωρη αποπληρωμή του ακριβού τμήματος του δανείου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι μετρήσιμες και η άσκηση έχει ήδη γίνει από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. H πρόωρη καταβολή των 2,7 δισ. ευρώ μπορεί να περιορίσει την αναλογία του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες μέχρι το τέλος του 2060 (εκ των οποίων ποσοστό 1,1% έχει ήδη αποτυπωθεί μέσα στο 2020 λόγω και της πρόωρης καταβολής των 2,7 δισ. ευρώ). Κατά 0,7% περιορίζονται σε μεσομακροχρόνια βάση και οι ετήσιες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας με το όφελος να αρχίσει να φαίνεται -σύμφωνα πάντοτε με τον ESM- από το 2025 και μετά.
4 Χρήση ANFAs και SMPs: Στην έκθεση βιωσιμότητας του χρέους που συντάχθηκε το 2018, είχε ληφθεί υπόψη ότι τα κέρδη που θα επέστρεφαν στην Ελλάδα οι κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης θα κατευθύνονταν στον λογαριασμό του χρέους. Έναν λογαριασμό βέβαια ο οποίος ήδη βρίσκεται σε υψηλότερα επίπεδα απ' ό,τι υπολογιζόταν καθώς και οι τόκοι του 2018 και του 2019 ήταν λιγότεροι απ' ό,τι αναμενόταν (κάτι που σημαίνει ότι οι δύο χρονιές έκλεισαν με μεγαλύτερο πλεόνασμα απ' ό,τι είχε προϋπολογιστεί), αλλά και τα πρωτογενή πλεονάσματα διαμορφώθηκαν σε υψηλότερα επίπεδα. Αν εγκριθεί η αλλαγή χρήσης, τότε ποσό της τάξεως των 5 δισ. ευρώ μπορεί να «χρηματοδοτήσει» επενδύσεις και ανάπτυξη και όχι να παραμείνει ανενεργό σε έναν λογαριασμό.