Η πρόσφατη ελληνική κρίση οδήγησε την ελληνική οικονομία σε έναν πρωτόγνωρο σε βάθος και εύρος δεκαετή υφεσιακό κύκλο με αρνητικές επιπτώσεις: απώλεια μεγαλύτερη από το 1/4 του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε σταθερές τιμές, διψήφιο ποσοστό ανεργίας, υποτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς διακυβέρνησης. Η πιο βαθιά όμως απώλεια, όπως επισημαίνει η ΤτΕ, είναι η μαζική φυγή στο εξωτερικό ενός σημαντικού τμήματος του ανθρώπινου δυναμικού με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, δεξιότητες και επαγγελματικά προσόντα. Και τούτο γιατί οι επιπτώσεις είναι μακροπρόθεσμες. Μπορεί το φαινόμενο αυτό να αναστραφεί;
Η πρόσφατη ελληνική κρίση οδήγησε την ελληνική οικονομία σε έναν πρωτόγνωρο σε βάθος και εύρος δεκαετή υφεσιακό κύκλο με αρνητικές επιπτώσεις: απώλεια μεγαλύτερη από το 1/4 του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε σταθερές τιμές, διψήφιο ποσοστό ανεργίας, υποτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς διακυβέρνησης. Η πιο βαθιά όμως απώλεια, όπως επισημαίνει η ΤτΕ, είναι η μαζική φυγή στο εξωτερικό ενός σημαντικού τμήματος του ανθρώπινου δυναμικού με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, δεξιότητες και επαγγελματικά προσόντα. Και τούτο γιατί οι επιπτώσεις είναι μακροπρόθεσμες. Μπορεί το φαινόμενο αυτό να αναστραφεί;
Πριν απαντήσουμε στο ερώτημα, θα πρέπει να δούμε τα χαρακτηριστικά του brain drain στη χώρα μας.
Το προφίλ των Ελλήνων που έφυγαν
Στην Ελλάδα, το 2010 καταγράφηκε ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης νέων επιστημόνων και επαγγελματιών. Το κύμα αυτό εντάθηκε το 2012 και μονιμοποιήθηκε τα επόμενα έτη λαμβάνοντας διαστάσεις μεγάλης φυγής, με τις ετήσιες εκροές ατόμων στην ηλικιακή ομάδα των 25-44 ετών να ξεπερνούν τις 50 χιλιάδες.
Συνολικά, μεταξύ 2008 και 2017 μετανάστευσαν περισσότερα από 467 χιλιάδες άτομα της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας. Αν και η Ελλάδα διαθέτει πλούσια μεταναστευτική εμπειρία, το σύγχρονο κύμα μετανάστευσης παρουσιάζει δύο σημαντικές διαφορές σε σχέση με τα ιστορικά προηγούμενα. Πρώτον, περισσότεροι από 1 στους 3 αποδήμους είναι γυναίκες, με αρνητικές συνέπειες για τον ήδη χαμηλό δείκτη γονιμότητας, και δεύτερον, στην πλειονότητά τους είναι άτομα που διαθέτουν υψηλής ποιότητας ανθρώπινο κεφάλαιο.
Οι αλλαγές αυτές, σύμφωνα με την ΤτΕ, χετίζονται με την άνοδο του εκπαιδευτικού επιπέδου στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, καθώς και με τη ζήτηση εργασίας από τις ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες αποτέλεσαν τις χώρες υποδοχής για μεγάλο τμήμα αποδήμων.
Οι περισσότερες έρευνες είναι ενδεικτικές του υψηλού μορφωτικού επιπέδου των Ελλήνων που μεταναστεύουν, με τους πτυχιούχους μηχανικούς και πτυχιούχους πληροφορικής να αποτελούν ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό. Η υψηλή ανεργία των πτυχιούχων ανώτατης εκπαίδευσης, ήδη στα χρόνια πριν από την κρίση, πλήττει κυρίως τους επιστημονικούς κλάδους στους οποίους υπάρχει υπερεκπαίδευση. Η ισχνή σύνδεση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας σε συνδυασμό με τους εξαιρετικά χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης αποτέλεσαν κρίσιμους παράγοντες στην απόφαση μετανάστευσης. Η απώλεια ανθρώπινου δυναμικού υψηλής μόρφωσης και κατάρτισης υποβαθμίζει τη σημασία της χώρας ως προορισμού επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας και δυσχεραίνει τον ψηφιακό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας και τη μετάβασή της στην “οικονομία της γνώσης”. Εξίσου σημαντικές είναι και οι δευτερογενείς επιδράσεις, όπως αναδεικνύονται από τις επιδράσεις διαγενεακής αναπαραγωγής προτύπων συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και απόκτησης υψηλότερου εκπαιδευτικού επιπέδου.
Οι προτάσεις της ΤτΕ για την αναστροφή του φαινομένου
. Αναμφισβήτητα, η επιταχυνόμενη ανάπτυξη και η μείωση του ποσοστού ανεργίας αποτελούν βασικούς παράγοντες ανακοπής της έντασης του φαινομένου. Ωστόσο, ο επαναπατρισμός των αποδήμων με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν δεν προϋποθέτει μόνο την επίτευξη υψηλού ρυθμού ανάπτυξης, αλλά κυρίως τη δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης και αμοιβής, καθώς και ένα εργασιακό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από αξιοκρατία και ευκαιρίες προόδου και εξέλιξης.
Για να γίνει όμως αυτό, σημειώνει η ΤτΕ, α πρέπει να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι παθογένειες εκείνες που αποτελούν την πηγή του προβλήματος, δηλαδή επιτρέπουν την ύπαρξη και διεύρυνση της αναντιστοιχίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης δεξιοτήτων. Παράλληλα, θα πρέπει να επιτευχθεί η ταχεία ολοκλήρωση του μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας, δίνοντας έμφαση σε εκείνους τους κλάδους που χρησιμοποιούν τους παραγωγικούς συντελεστές με τον πλέον αποδοτικό τρόπο για την παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Η ΤτΕ καταθέτει τρεις προτάσεις:
α) Παροχή άμεσων φορολογικών κινήτρων σε επαναπατριζόμενους επιστήμονες και σε επιχειρήσεις που προσλαμβάνουν τέτοιους επιστήμονες (για παράδειγμα μειωμένοι συντελεστές φορολόγησης και μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές), καθώς και επενδυτικών κινήτρων, 8 βοηθά τη διατηρήσιμη ανάπτυξη και μεγέθυνση των πλέον παραγωγικών κλάδων και αυξάνει τη ζήτηση εργασίας υψηλής εξειδίκευσης και αμοιβής. Παρόμοια φορολογικά κίνητρα μπορούν να δοθούν και σε νεοφυείς επιχειρήσεις που ιδρύονται από επαναπατριζόμενους επιστήμονες, ενώ παράλληλα η παροχή φορολογικών κινήτρων για την ομαλή ένταξη των νεοεισερχόμενων ηλικίας κάτω των 25 ετών στην αγορά εργασίας μπορεί να ανακόψει την τάση φυγής. Εξάλλου, η στήριξη του επιχειρείν και της νεοφυούς επιχειρηματικότητας επιδρά ευεργετικά στην ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.
β) Οι επιχειρήσεις των κλάδων υψηλής προστιθέμενης αξίας είναι σε θέση να συμμετέχουν σε προγράμματα σύμπραξης με επιχειρήσεις του εξωτερικού, στα οποία η συμμετοχή των αποδήμων ως γέφυρας γνώσεων αποφέρει σημαντικά οφέλη για την εγχώρια οικονομία μέσω της μεταφοράς τεχνολογίας, τεχνογνωσίας και εμπειρογνωμοσύνης σε σύγχρονους τρόπους παραγωγής και διοίκησης που απέκτησαν κατά την παραμονή τους στο εξωτερικό.
γ)Καταγραφή των αναντιστοιχιών στην αγορά εργασίας επιτρέπει την αποτελεσματική αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος με γνώμονα τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Δράσεις πολιτικής προς την κατεύθυνση αυτή είναι:
Η καταπολέμηση του ψηφιακού αναλφαβητισμού. Το κράτος, σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα και τον ακαδημαϊκό χώρο, θα πρέπει να αναλάβει στοχευμένη δράση για την ψηφιακή αναβάθμιση της πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και να υποστηρίξει έμπρακτα τη διά βίου μάθηση και εκπαίδευση.
Η επικαιροποίηση των προγραμμάτων σπουδών. Η αγορά εργασίας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, της ψηφιακής επανάστασης και της οικονομίας της γνώσης αλλάζει με μεγάλη ταχύτητα. Ένα από τα βασικά κριτήρια για την τριτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει να είναι η ικανότητά της να εξυπηρετεί τις ανάγκες μιας οικονομικής πραγματικότητας που στηρίζεται όλο και περισσότερο στις προηγμένες δεξιότητες. Ένα πρόγραμμα σπουδών που σχεδιάζεται από εκπαιδευτικούς και βασίζεται στην εισροή πληροφόρησης από τους κοινωνικούς εταίρους έχει αυξημένες πιθανότητες να οδηγήσει σε ισχυρά αποτελέσματα σε όρους παραγωγικότητας εργασίας.
Η ενίσχυση των ανθρωπιστικών σπουδών στο πρόγραμμα της εγκύκλιας εκπαίδευσης καταπολεμά το λειτουργικό αναλφαβητισμό και περιορίζει το χρησιμοθηρικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Συνεισφέρει στην καλλιέργεια των κοινωνικών και συναισθηματικών δεξιοτήτων του μαθητή (soft skills), όπως επικοινωνία, ομαδικότητα και ενσυναίσθηση, που είναι απαραίτητες στη σύγχρονη αγορά εργασίας.
Η δυνατότητα χρηματοδότησης των ερευνητικών πανεπιστημιακών προγραμμάτων από τον ιδιωτικό τομέα με σκοπό την άμεση χρησιμοποίηση του ερευνητικού προϊόντος στην παραγωγική διαδικασία. Η επιστημονική έρευνα απαιτεί σοβαρή και διαρκή χρηματοδότηση, αξιοκρατία, εξωστρέφεια και στενή συνεργασία με τη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Απαιτεί επίσης κουλτούρα επιχειρηματικού ρίσκου και ανάληψης επενδύσεων σε καινοτόμες δραστηριότητες, οι οποίες αποφέρουν κέρδος σε βάθος χρόνου.
Η διασύνδεση των ελληνικών πανεπιστημίων με ξένα πανεπιστημιακά ιδρύματα και η ανάπτυξη κέντρων αριστείας μπορούν να προσελκύσουν μια κρίσιμη μάζα επιστημόνων και ερευνητών.
Η δημιουργία δομών κινητικότητας ερευνητών (“brain circulation”), καθώς και προγραμμάτων μετακίνησης για λόγους επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (Erasmus+), θα βοηθήσει πολλαπλά το ελληνικό οικοσύστημα έρευνας και ανάπτυξης με τη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για τον επαναπατρισμό επιστημόνων και ερευνητών, αφού τους παρέχεται η δυνατότητα να αξιοποιήσουν αποδοτικά την εμπειρία που απέκτησαν στο εξωτερικό, μετατρέποντας το brain drain σε brain regain.
Η βελτίωση των εσωτερικών συνδέσεων, η ενίσχυση των συνεργασιών πανεπιστημίων και επιχειρήσεων, η αμφίδρομη κυκλική ροή πληροφοριών μέσα από δίκτυα “τριπλής έλικας”, με στόχο τη στενή και αποτελεσματική σύνδεση της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας, των τριών δηλαδή πλευρών του “τριγώνου της γνώσης”.
Οι εταιρικές σχέσεις πανεπιστημίου-βιομηχανίας με τη μορφή τεχνοβλαστών (university spin-offs) αποτελούν όχημα για την αξιοποίηση του καινοτόμου αποτελέσματος της ακαδημαϊκής έρευνας και την κατοχύρωση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και απαιτούν αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο μεμονωμένων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.
naftemporiki.gr