Τη σημαντική αύξηση του ποσοστού των ενδικοφανών προσφυγών των φορολογουμένων που γίνονται αποδεκτές από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, με αποτέλεσμα οι φόροι και τα πρόστιμα που έχουν καταλογιστεί από τις φοροελεγκτικές υπηρεσίες να διαγράφονται ολοσχερώς ή να μειώνονται, αποτυπώνουν τα επίσημα στοιχεία για τις επιδόσεις της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Τη σημαντική αύξηση του ποσοστού των ενδικοφανών προσφυγών των φορολογουμένων που γίνονται αποδεκτές από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, με αποτέλεσμα οι φόροι και τα πρόστιμα που έχουν καταλογιστεί από τις φοροελεγκτικές υπηρεσίες να διαγράφονται ολοσχερώς ή να μειώνονται, αποτυπώνουν τα επίσημα στοιχεία για τις επιδόσεις της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.
Σύμφωνα, ειδικότερα, με τα τελευταία στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, για τα αποτελέσματα του έργου της ΔΕΔ, τα οποία αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο από την ΑΑΔΕ, τα έτη 2018 και 2019 οι αποφάσεις της ΔΕΔ που έκαναν δεκτές τις προσφυγές των φορολογουμένων αυξήθηκαν στα επίπεδα του 35%-39% επί του συνόλου των εκδοθεισών αποφάσεων, από 21,5% περίπου που ανέρχονταν το 2017.
Τα στοιχεία των επιδόσεων της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών Αθηνών δείχνουν, ειδικότερα, ότι:
1 Το 2017, η ΔΕΔ Αθηνών εξέτασε συνολικά 10.291 ενδικοφανείς προσφυγές επιχειρήσεων και λοιπών φορολογουμένων για διαγραφές φόρων και προστίμων που τους επιβλήθηκαν από τις ΔΟΥ και τα Ελεγκτικά Κέντρα. Από τις εξετασθείσες αυτές προσφυγές έκανε δεκτές εν μέρει ή εν όλω τις 2.205, που αντιστοιχούν σε ποσοστό 21,43% επί του συνόλου.
2 Η εικόνα αυτή άλλαξε θεαματικά τόσο το 2018 όσο και στο εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2019. Συγκεκριμένα, το 2018 επί συνόλου 8.170 ενδικοφανών προσφυγών που εξετάσθηκαν από τη ΔΕΔ έγιναν δεκτές εν μέρει ή εν όλω οι 3.179. Δηλαδή, το 38,91% των ενδικοφανών προσφυγών που εξετάσθηκαν το 2018 έγιναν δεκτές εν μέρει ή εν όλω. Επιπλέον, στο εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2019 εξετάσθηκαν συνολικά 5.553 ενδικοφανείς προσφυγές κι από αυτές έγιναν δεκτές εν μέρει ή εν όλω οι 1.936 ή ποσοστό 34,86% του συνόλου.
Όπως γίνεται αντιληπτό, οι αποφάσεις υπέρ των φορολογουμένων αυξήθηκαν σημαντικά τα έτη 2018 και 2019. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται σε διαφόρους λόγους, οι σημαντικότεροι εκ των οποίων είναι:
Η ξαφνική παραγραφή μεγάλου αριθμού εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων που έλαβε χώρα από τις αρχές του 2018 εξαιτίας της έκδοσης δύο αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας με τις οποίες:
α) Κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι διατάξεις για τις παρατάσεις των προθεσμιών παραγραφής φορολογικών υποθέσεων που είχαν ψηφιστεί με διάφορες διατάξεις σε φορολογικούς νόμους παλαιοτέρων ετών και θεσπίστηκε ρητά ο κανόνας της πενταετούς παραγραφής για τη συντριπτική πλειονότητα των φορολογικών υποθέσεων.
β) Έγινε δεκτό ότι τα στοιχεία από τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών που έχουν στην Ελλάδα ελεγχόμενοι φορολογούμενοι, καθώς επίσης και τα στοιχεία των λογαριασμών τους στο εξωτερικό τα οποία έχουν τροφοδοτηθεί από λογαριασμούς τους στην Ελλάδα δεν μπορούν να θεωρηθούν «συμπληρωματικά στοιχεία» που δεν υπήρχαν στη διάθεση των ελεγκτικών αρχών πριν από τη λήξη της 5ετούς περιόδου παραγραφής των υποθέσεων. Ως εκ τούτου, τα στοιχεία αυτά από μόνα τους δεν μπορούν να οδηγήσουν σε παράταση της προθεσμίας παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρων και προστίμων από τα 5 στα 10 έτη, σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στην περίπτωση α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του ν. 2238/1994.
Αποτέλεσμα της εφαρμογής των δύο αυτών αποφάσεων του ΣτΕ, οι οποίες εκδόθηκαν το 2017, ήταν χιλιάδες υποθέσεις που είχαν ελεγχθεί και για τις οποίες είχαν εκδοθεί πράξεις οριστικού προσδιορισμού του φόρου και πράξεις επιβολής προστίμων μετά τη λήξη της κανονικής 5ετούς προθεσμίας παραγραφής να θεωρηθούν παραγεγραμμένες από τις αρχές του 2018. Την εξέλιξη αυτή εκμεταλλεύθηκαν χιλιάδες άμεσα θιγόμενοι ελεγχόμενοι, προσφεύγοντας στη ΔΕΔ, η οποία τους δικαίωσε εφαρμόζοντας κατά γράμμα τις αποφάσεις του ΣτΕ και ακυρώνοντας τις πράξεις επιβολής φόρων και προστίμων που είχαν επιβληθεί στους προσφυγόντες.
Η έλλειψη στοιχείων που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην επαρκή τεκμηρίωση των απόψεων και των θέσεων των ελεγχομένων κατά τη διαδικασία των φορολογικών ελέγχων και η εκ των υστέρων προσκόμιση των στοιχείων αυτών ενώπιον της ΔΕΔ. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις φορολογικών ελέγχων στις οποίες οι ελεγκτές δεν είχαν στη διάθεσή τους όλα τα στοιχεία τα οποία απεδείκνυαν ότι οι φορολογούμενοι είχαν δίκιο, αλλά τα στοιχεία αυτά προσκομίστηκαν εκ των υστέρων από τους φορολογουμένους κατά τη διαδικασία της εκδίκασης των ενδικοφανών προσφυγών τους, στη ΔΕΔ. Στις περιπτώσεις αυτές τα νεότερα αυτά στοιχεία, τα οποία δεν είχαν ληφθεί υπόψη από τους ελεγκτές, οδήγησαν στην πλήρη και επαρκή τεκμηρίωση των απόψεων των ελεγχομένων ενώπιον της ΔΕΔ και εν τέλει στη μερική ή ολική δικαίωσή τους από την εν λόγω υπηρεσία.
Υπερβάλλων ζήλος και βιασύνη
Ο υπερβάλλων ζήλος ή η βιασύνη με τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις οι ελεγκτές των Ελεγκτικών Κέντρων και των ΔΟΥ προχωρούν στη διενέργεια των φορολογικών ελέγχων και στην έκδοση των πράξεων επιβολής φόρων και προστίμων ήταν από τους σημαντικότερους λόγους για την αύξηση του ποσοστού των αποφάσεων υπέρ των φορολογουμένων. Πιεζόμενοι από τους υψηλούς ποσοτικούς στόχους βεβαίωσης και είσπραξης εσόδων που έχουν τεθεί στις υπηρεσίες τους, με βάση τα Επιχειρησιακά Προγράμματα της ΑΑΔΕ, οι ελεγκτές προχωρούν συχνά σε καταλογισμούς υπέρμετρα υψηλών ποσών φόρων και προστίμων εξετάζοντας ελλιπώς τα δεδομένα των υποθέσεων, με αποτέλεσμα οι φορολογούμενοι να προσφεύγουν στη ΔΕΔ και να επιτυγχάνουν μερική ή και ολική διαγραφή των καταλογισθέντων ποσών. Το φαινόμενο αυτό εντάθηκε τα τελευταία δύο χρόνια, καθώς η παραγραφή μεγάλου αριθμού υποθέσεων, στην οποία αναφερόμαστε παραπάνω, μείωσε σημαντικά τον αριθμό των προς έλεγχο υποθέσεων όπως και τα ποσά που θα μπορούσαν να βεβαιωθούν και να εισπραχθούν, με αποτέλεσμα η αυστηρότητα να είναι μεγαλύτερη στους ελέγχους των υποθέσεων που δεν ενέπιπταν στους κανόνες παραγραφής τους οποίους καθόρισε η νομολογία του ΣτΕ.