Σε μείζον πρόβλημα εξελίσσεται για τις τράπεζες η απορρύθμιση των ρυθμιζόμενων κόκκινων δανείων, καθώς παραμένει σε υψηλά επίπεδα το ποσοστό των δανειοληπτών οι οποίοι συνομολογούν ρύθμιση με την τράπεζα, αλλά δεν μπορούν να την τηρήσουν για διαφόρους λόγους.
Από την έντυπη έκδοση
Σε μείζον πρόβλημα εξελίσσεται για τις τράπεζες η απορρύθμιση των ρυθμιζόμενων κόκκινων δανείων, καθώς παραμένει σε υψηλά επίπεδα το ποσοστό των δανειοληπτών οι οποίοι συνομολογούν ρύθμιση με την τράπεζα, αλλά δεν μπορούν να την τηρήσουν για διαφόρους λόγους.
Παράλληλα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που περιέχει η Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, που κατέθεσε στη Βουλή ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, υπολείπονται των στόχων και των προσδοκιών οι εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης, δηλαδή μέσω είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, αναδιαρθρώσεων δανείων και ρευστοποίησης εξασφαλίσεων.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την έκθεση της ΤτΕ, στο εννεάμηνο του 2019 τα καθαρά έσοδα των τραπεζών (λειτουργικά έσοδα μείον λειτουργικά έξοδα) εμφάνισαν άνοδο και τα κέρδη προ φόρων αυξήθηκαν σημαντικά έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2018. Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 - CET1) όσο και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση παρέμειναν στο τέλος Σεπτεμβρίου 2019 σε ικανοποιητικό επίπεδο (15,9% και 16,9% αντίστοιχα).
Πωλήσεις - διαγραφές
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) ανήλθαν στο τέλος Σεπτεμβρίου 2019 σε 71,2 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά 10,6 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2018 και κατά περίπου 36 δισ. ευρώ έναντι του Μαρτίου 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΔ το εννεάμηνο του 2019 οφείλεται κυρίως σε πωλήσεις και διαγραφές.
Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε το Σεπτέμβριο του 2019 σε υψηλό επίπεδο (42,1%). Θετική εξέλιξη αποτελεί το γεγονός ότι τα τελευταία έτη οι τράπεζες συνομολογούν κυρίως λύσεις ρύθμισης μακροπρόθεσμου χαρακτήρα για τα ΜΕΔ, σε αντιδιαστολή με ρυθμίσεις βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα. Παρ' όλα αυτά, στην πλειονότητα των περιπτώσεων επιλέγεται η λύση της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής και σπανιότερα της μείωσης του επιτοκίου και του διαχωρισμού του υπολοίπου οφειλής.
Ανησυχητικά γεγονότα
Ανησυχητικά υψηλό παραμένει το ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης, αλλά εμφάνισαν και πάλι καθυστέρηση μετά τη συνομολόγηση της ρύθμισης. Επίσης, ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι, παρά τις βελτιώσεις στο οικονομικό και θεσμικό περιβάλλον, οι εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης (δηλαδή μέσω είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, αναδιαρθρώσεων δανείων, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων κ.λπ.) παραμένουν πολύ περιορισμένες. Ως αποτέλεσμα, παρατηρούνται ακόμη καθαρές ροές νέων ΜΕΔ.
Όσον αφορά τους επιχειρησιακούς στόχους για τη μείωση των ΜΕΔ, η στόχευση είναι ο δείκτης ΜΕΔ να έχει διαμορφωθεί σε επίπεδα κάτω του 20% στο τέλος του 2021. Η εφαρμογή του σχεδίου «Ηρακλής», που στηρίζεται στο Σχήμα Προστασίας Ενεργητικού (APS), θα συμβάλει στην ταχύτερη αποκλιμάκωση του ποσοστού αυτού, αλλά πρέπει να συμπληρωθεί και με άλλα μέτρα.
Πέραν της εφαρμογής του σχεδίου «Ηρακλής», θα πρέπει να εξεταστούν και άλλα σχήματα, όπως αυτό που επεξεργάζονται οι υπηρεσίες της Τράπεζας της Ελλάδος, με το οποίο, παράλληλα με το πρόβλημα των ΜΕΔ, αντιμετωπίζεται και το ζήτημα της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC). Ιδιαίτερα σημαντική πρόκληση είναι επίσης ο εκσυγχρονισμός και η εναρμόνιση των καθεστώτων αφερεγγυότητας και πτώχευσης επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Πιστωτική επέκταση
Ο ετήσιος ρυθμός μείωσης του υπολοίπου της τραπεζικής πίστης προς το σύνολο του ιδιωτικού τομέα συνέχισε να αποκλιμακώνεται κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2019, ενώ μετά τον Απρίλιο του 2019, σχεδόν αδιαλείπτως, διατηρήθηκε κοντά στο μηδέν (Οκτώβριος 2019: -0,2%). Η εξέλιξη του εν λόγω ρυθμού επηρεάστηκε θετικά από τη συμβολή της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, ενώ οι τραπεζικές πιστώσεις προς τα νοικοκυριά διατήρησαν την πτωτική τους πορεία. Αναλυτικότερα, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής του υπολοίπου της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις μετά τον Δεκέμβριο του 2018 διαμορφώθηκε θετικός και επιταχύνθηκε προοδευτικά σε 2,9% τον Αύγουστο (ο υψηλότερος ρυθμός που έχει καταγραφεί μετά τον Αύγουστο του 2010) και 2,5% τον Οκτώβριο του 2019.
Το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2019 η μέση μηνιαία καθαρή ροή τραπεζικής πίστης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις ανήλθε σε 62 εκατ. ευρώ, έναντι 17 εκατ. ευρώ το 2018. Από την άλλη πλευρά, η μηνιαία ακαθάριστη ροή τραπεζικών δανείων (δηλ. το ύψος των εκταμιεύσεων νέων δανείων τακτής λήξης) προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις το εν λόγω διάστημα κατά μέσο όρο μειώθηκε σε 562 εκατ. ευρώ, δηλαδή περίπου στα 3/5 της μέσης ροής για το 2018. Επίσης, το μέσο μηνιαίο υπόλοιπο της τραπεζικής χρηματοδότησης χωρίς καθορισμένη διάρκεια προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (δηλ. των πιστωτικών γραμμών και άλλων διευκολύνσεων) μειώθηκε οριακά κατά μόλις 66 εκατ. ευρώ (-0,8%) το δεκάμηνο του 2019 έναντι του 2018.
Η θετική εξέλιξη των καθαρών ροών και των ετήσιων ρυθμών το 2019 υποδηλώνει ότι η διαθεσιμότητα πόρων προς τις επιχειρήσεις από το τραπεζικό σύστημα για τη χρηματοδότηση της τρέχουσας παραγωγής και των επενδύσεων σε πάγια κεφάλαια συνέχισε να διευρύνεται. Ωστόσο, η εξέλιξη των εκταμιεύσεων νέων δανείων δεν ήταν το ίδιο ενθαρρυντική: η ανάκαμψη των καθαρών ροών χρηματοδότησης οφείλεται σε μετριασμό του ύψους των αποπληρωμών από τους δανειολήπτες προς τις τράπεζες των δανείων που είχαν συναφθεί κατά το παρελθόν. Η ανάκαμψη των καθαρών ροών δεν προέκυψε από αυξημένη πιστοδοτική δραστηριότητα των τραπεζών.
Η χρηματοδότηση ελληνικών εταιρειών από το εξωτερικό
Οι συνθήκες χρηματοδότησης των ελληνικών επιχειρήσεων από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές παρέμειναν διευκολυντικές συνολικά κατά την υπό επισκόπηση περίοδο του 2019, καθώς η ροπή για «αναζήτηση αποδόσεων» διεθνώς ωφέλησε ιδιαίτερα τα ομόλογα επιχειρήσεων με εύρωστα θεμελιώδη μεγέθη, αλλά χαμηλή πιστοληπτική διαβάθμιση. Κατά συνέπεια, οι αποδόσεις των υφιστάμενων ομολόγων μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων διαμορφώθηκαν σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα και αυξήθηκε η εκδοτική δραστηριότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα από το γ' τρίμηνο του έτους, ενώ το κόστος δανεισμού στις νέες εκδόσεις αποκλιμακώθηκε.