Οικονομία & Αγορές
Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου 2019 17:00

To (πικρό) φάρμακο των αρνητικών επιτοκίων στην Ευρώπη

Το 2009 η Riksbank της Σουηδίας, η αρχαιότερη κεντρική τράπεζα του πλανήτη, έγινε η πρώτη που υπέκυψε στο δέλεαρ των αρνητικών επιτοκίων, χρεώνοντας τις τράπεζες για τις καταθέσεις τους σε αυτήν. Στόχος ήταν φυσικά να τις αποτρέψει από το να βάζουν στην άκρη τα χρήματά τους και να τις ωθήσει στο να ρίξουν χρήμα στην πραγματική οικονομία. Το 2015 οδήγησε υπό το μηδέν και το βασικό επιτόκιο δανεισμού. Εγκαταλείπει το αμφιλεγόμενο αυτό «φάρμακο» δέκα χρόνια αργότερα. Αλλά η ΕΚΤ που το έβγαλε από το οπλοστάσιο πριν από τέσσερα χρόνια πιστεύει ότι η ασθενή ευρωπαϊκή οικονομία το έχει ακόμη ανάγκη.

Της Νατάσας Στασινού
[email protected] 

Το 2009 η Riksbank της Σουηδίας, η αρχαιότερη κεντρική τράπεζα του πλανήτη, έγινε η πρώτη που υπέκυψε στο δέλεαρ των αρνητικών επιτοκίων, χρεώνοντας τις τράπεζες για τις καταθέσεις τους σε αυτήν. Στόχος ήταν φυσικά να τις αποτρέψει από το να βάζουν στην άκρη τα χρήματά τους και να τις ωθήσει στο να ρίξουν χρήμα στην πραγματική οικονομία. Το 2015 οδήγησε υπό το μηδέν και το βασικό επιτόκιο δανεισμού. Εγκαταλείπει το αμφιλεγόμενο αυτό «φάρμακο» δέκα χρόνια αργότερα. Αλλά η ΕΚΤ που το έβγαλε από το οπλοστάσιο πριν από τέσσερα χρόνια πιστεύει ότι η ασθενή ευρωπαϊκή οικονομία το έχει ακόμη ανάγκη.

Όταν το 2009 η Riksbank έστρεψε όλα τα βλέμματα του πλανήτη επάνω της, οι αναλυτές, αλλά και οι ίδιοι οι αξιωματούχοι της παρουσίαζαν την απόφαση ως ένα «πείραμα», ένα μέτρο «έκτακτης ανάγκης», μετά την πιστωτική ασφυξία και την παγκόσμια ύφεση που προκάλεσε η κατάρρευση της Lehman Brothers. Ήταν ένα άκρως δραστικό «φάρμακο», που θα έδινε τις απαραίτητες τονωτικές ενέσεις στην οικονομία, αλλά έπρεπε να χορηγηθεί με προσοχή. Και τούτο γιατί ήταν αρκετά «πικρό» για τράπεζες και αποταμιευτές και η μακροχρόνια χρήση του μπορούσε να φέρει εθισμό, αλλά και ισχυρές παρενέγειες.

Χρειάστηκε να περάσουν δέκα χρόνια ώστε η Σουηδία να αποφασίσει ότι οι παρενέργειες είναι πια πιο επικίνδυνες από τα οφέλη για την οικονομία της. Μεσολάβησαν έντονες αντιδράσεις από τις τράπεζες, που έβλεπαν τα περιθώρια κέρδους να συμπιέζεται, αλλά και από αποταμιευτές που έβγαιναν «χαμένοι» έναντι των δανειοληπτών.

Αυτό δεν σημαίνει ότι το φάρμακο απέτυχε, ούτε πως αποδείχθηκε «δηλητήριο», όπως έχουν σχολιάσει ανά καιρούς οικονομικοί αναλυτές. Η σουηδική οικονομία αναπτυσσόταν με ταχύτερους ρυθμούς της Ευρωζώνης και πολλών άλλων ανεπτυγμένων οικονομιών τα προηγούμενα χρόνια, η ανεργία υποχώρησε αισθητά και ο πληθωρισμός επέστρεψε κοντά στο στόχο του 2%. Τώρα η οικονομία κατεβάζει αισθητά ταχύτητα σε σχέση με τους περσινούς ρυθμούς του 2,3%, αλλά ο δείκτης τιμών καταναλωτή παραμένει σε ικανοποιητικά επίπεδα.

Η σουηδική κεντρική τράπεζα φοβάται έτσι πως για τα νοικοκυριά η «πίκρα» μπορεί να είναι πια μεγαλύτερη από τη θετική  δράση του φαρμάκου. Ήρθε λοιπόν η ώρα αυτό να κοπεί. Αλλά και πάλι με προσοχή, όπως απαιτείται σε όλες τις ισχυρές ουσίες. Το επιτόκιο οδηγήθηκε από το -0,25% στο απόλυτο μηδέν. 

Θα ακολουθήσει στα βήματα της Σουηδίας και η ΕΚΤ; Μάλλον όχι ακόμη. Νέα έρευνα του προσωπικού της ΕΚΤ έδειξε ότι τα επιτόκια στη ζώνη του ευρώ έχουν περιθώρια να οδηγηθούν ακόμη βαθύτερα σε αρνητικό έδαφος. Η έκθεση των ερευνητών της κεντρικής τράπεζας, που είναι 335 σελίδες, δεν αντανακλά απαραίτητα και τις απόψεις των αξιωματούχων του Δ.Σ. ή της Κριστίν Λαγκάρντ. Αλλά το γεγονός ότι αναφέρει πως το καταθετικό επιτόκιο μπορεί να φτάσει από -0,5% σήμερα έως και στο -1% έχει τη σημασία του. Την υπογράφει εξάλλου ο Μάσιμο Ροστάνιο, που σύμφωνα με το Reuters ήταν ένας από τους αρχιτέκτονες των μέτρων τόνωσης των τελευταίων ετών στην κεντρική τράπεζα. 

Επισημαίνεται βεβαίως πως κάτι τέτοιο έχει νόημα να γίνει μόνο εάν η οικονομία υποστεί ένα νέο μεγάλο σοκ και ο «ασθενής» χρειαστεί ουσιαστικά μηχανική υποστήριξη.

Η Κριστίν Λαγκάρντ έχει αφήσει να εννοηθεί ότι δεν βιάζεται να αυξήσει τα επιτόκια. Έχει ωστόσο αναγνωρίσει την ανάγκη για μέτρα, που θα μετριάζουν τις παρενέργειες της υπερβολικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση η ΕΚΤ δεν μπορεί να βασίζει τις αποφάσεις της ούτε στα αιτήματα των τραπεζών, ούτε σε εκείνα των αγορών. Αυτό που κοιτάει πρωτίστως είναι ο στόχος του πληθωρισμού. Και αυτός εξακολουθεί να φαντάζει μακρινός.