Σημαντική αποκλιμάκωση της απόδοσης των ελληνικών κρατικών ομολόγων εντός του 2020 προβλέπει η Citi, η οποία κάνει λόγο για φιλοαναπτυξιακή πολιτική της κυβέρνησης και προσήλωση στις μεταρρυθμίσεις ως στοιχεία που συμβάλλουν σε σημαντική μείωση του πολιτικού ρίσκου.
Σημαντική αποκλιμάκωση της απόδοσης των ελληνικών κρατικών ομολόγων εντός του 2020 προβλέπει η Citi, η οποία κάνει λόγο για φιλοαναπτυξιακή πολιτική της κυβέρνησης και προσήλωση στις μεταρρυθμίσεις ως στοιχεία που συμβάλλουν σε σημαντική μείωση του πολιτικού ρίσκου.
Η Citi προβλέπει την υποχώρηση της απόδοσης του ελληνικού 10ετούς θα κυμανθεί κατά μέσο όρο στο 1% το 2020. Συγκεκριμένα, η αμερικανική επενδυτική τράπεζα προβλέπει ότι η απόδοση του 10ετούς θα κινηθεί στο 1,30% στα πρώτο τρίμηνο του 2020, στη συνέχεια θα υποχωρήσει στο 1,10% στο δεύτερο τρίμηνο, ενώ στο τρίτο τρίμηνο θα υποχωρήσει κάτω από το όριο του 1%, και θα κλείσει στο τελευταίο τρίμηνο στο 0,70%. Για το 2021, η Citi προβλέπει ότι το κόστος δανεισμού της Ελλάδας στη δεκαετία θα παραμείνει σταθερό κοντά στο 1%(1,09%) με οριακή άνοδο στο 1,11% το 2022.
Να σημειωθεί ότι σήμερα παρατηρείται μεγάλη αποκλιμάκωση των αποδόσεων στους ελληνικούς τίτλους, με το 10ετές να υποχωρεί σε χαμηλά έξι εβδομάδων, μετά το τετ-α-τετ Μητσοτάκη-Λαγκάρντ και τις πληροφορίες ότι η ΕΚΤ θα επιτρέψει στις ελληνικές τράπεζες να αυξήσουν την έκθεσή τους σε ελληνικό κρατικό χρέος.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Citi δίνει ψήφο εμπιστοσύνης στα ελληνικά κρατικά ομόλογα. Σε προσφατη έκθεσή της, η αμερικανική επενδυτική τράπεζα είχε προτείνει την αγορά ελληνικών 10ετών ομολόγων (λήξης Μαρτίου 2029) έναντι των γερμανικών κρατικών τίτλων, με στόχο το spread των 100-150 μονάδων βάσης, εν μέσω εκτίμησης για ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση του spread.
Παράλληλα, κατά την άποψη της Citi, οι οίκοι θα προχωρήσουν σε αναβαθμίσεις της Ελλάδας το επόμενο έτος, δεδομένων των ισχυρών θεμελιωδών μεγεθών.
Στην έκθεσή της για την ελληνική οικονομία, η αμερικανική επενδυτική τράπεζα εστιάζει στη φιλική προς το επιχειρείν πολιτική που προωθεί η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, μια πολιτική που συνεπάγεται σημαντική μείωση του πολιτκού ρίσκου, όπως υπογραμμίζει. «Παρότι η δημοσιονομική στάση μπορεί να είναι λιγότερο περιοριστική, ενμέσω του μειωμένου κόστους χρηματοδότησης για την κυβέρνηση, οι δαπάνες για τόκους ως ποσοστό του ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθούν σχεδόν κατά 1 ποσοστιαία μονάδα(στο 3,3% του ΑΕΠ) την περίοδο που καλύπτουν οι προβλέψεις(2018-2024).
Η βελτιωμένη αξιοπιστία ότι η κυβέρνηση θα φέρει εις πέρας τη μεταρρυθμιστική ατζέντα αναμένεται να οδηγήσει σε συμφωνία μεταξύ Ελλάδς και Ευρωπαίων πιστωτών για μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα, γεγονός που θα αφήσει μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο για τη στήριξη της ανάκαμψης στην εσωτερική ζήτηση από το 2021 και εφεξής.
Η Citi σημειώνει ότι η ανάπτυξη «τρέχει» με ρυθμούς 2% σε πραγματικούς όρους, ενώ η ανάληψη καθηκόντων από τη νέα κυβέρνηση έχει συμβάλει στην ενίσχυση της οικονομικής εμπιστοσύνης, γεγονός που σε συνδυασμό με τις βελτιωμένες οικονομικές επιδόσεις έχει συμβάλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών προς την ελληνική οικονομίας.
Η Citi εμμένει στη σημασία των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών και στις πρωτοβουλίες μείωσης των κόκκινων δανείων, την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και μέτρα για ενίσχυση της επιχειρηματικότητας.
Η επιστροφή των επενδυτών, εν μέσω της διαρκούς αναζήτησης αποδόσεων σε ένα περιβάλλον πολύ χαμηλών επιτοκίων, αλλά και οι βελτιωμένες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας έχουν πιέσει προς τα κάτω το κόστος δανεισμού. Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς έκανε βουτιά οκτώ μονάδων βάσης, στο 1,24%, έχοντας αποκλιμακωθεί 18 μονάδες βάση στη διάρκεια του τελευταίου μηνός ενώ από τις αρχές του έτους, το κόστος δανεισμού της Ελλάδας στη δεκαετία έχει μειωθεί περισσότερο από 300 μονάδες βάσης.
naftemporiki.gr