Οικονομία & Αγορές
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου 2019 12:41

ΙΝΕ ΓΣΕΕ: Τρία «κλειδιά» για μετάβαση σε σταθερά αναπτυξιακή τροχιά

H ελληνική οικονομία εμφανίζεται ανθεκτική στις εξωτερικές πιέσεις και διατηρεί φέτος την αναπτυξιακή της δυναμική. Παραμένει όμως εύθραυστη και εξαιρετικά ευάλωτη, όπως διαπιστώνει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ στην έκθεσή του για τις οικονομικές εξελίξεις. Ενίσχυση της απασχόλησης, επενδύσεις και μετασχηματισμός του παραγωγικού μοντέλου είναι οι τρεις βασικές προϋποθέσεις για μετάβαση σε σταθερή αναπτυξιακή δυναμική. Ποιοι οι αστερίσκοι στον προϋπολογισμό του 2020.

Η ελληνική οικονομία εμφανίζει αντοχές στις εξωτερικές πιέσεις και διατηρεί φέτος ρυθμό ανάκαμψης ανάλογο με τα επίπεδα του 2018 ή και λίγο μεγαλύτερο. Με βάση τα νέα δεδομένα που προκάλεσε η πρωτοφανής σε έκταση αναθεώρηση των επιδόσεων του α΄ εξαμήνου του 2019 από την ΕΛΣΤΑΤ (από 1,5% σε 2,1% ετησίως), καθώς και η αντίστοιχη μεγέθυνση κατά 2,3% το γ΄ τρίμηνο του έτους, αρκεί το ΑΕΠ να αυξηθεί κατά 1,5% το δ΄ τρίμηνο προκειμένου να επιτευχθεί ο επίσημος στόχος για 2% το 2019.

Συνεπώς, από τυπική άποψη, η ελληνική οικονομία θα ξεκινήσει με σχετικά καλές προϋποθέσεις την επιδίωξη του υψηλότερου αναπτυξιακού στόχου (2,8%) για το 2020. Από ουσιαστική, ωστόσο, άποψη η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας παραμένει ποιοτικά εύθραυστη και εξωτερικά ευάλωτη. Εύθραυστη γιατί στηρίζεται κυρίως στην εξωτερική ζήτηση (εξαγωγές, τουρισμό) και στην επανεκκίνηση των κατασκευών και όχι τόσο στις επενδύσεις ή την ιδιωτική κατανάλωση που παραμένουν χωρίς δυναμική. Ευάλωτη γιατί η διεθνής οικονομική επιβράδυνση συνεχίζεται – παρά τις όψιμες ενδείξεις κάποιας ανακοπής αυτής της τάσης– και οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι σταθερά εντείνονται, με υπαρκτό πάντα τον κίνδυνο μιας νέας οικονομικής ύφεσης ή και κρίσης.

Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ έχει σταθερά τονίσει πως για τη μετάβαση της ελληνικής οικονομίας από μια φάση ήπιας ανάκαμψης σε μια φάση αναζήτησης διατηρήσιμης αναπτυξιακής δυναμικής χωρίς αποκλεισμούς απαιτείται η τήρηση τριών προϋποθέσεων: Η αύξηση των θέσεων πλήρους απασχόλησης, η υλοποίηση σημαντικού όγκου ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων, και κυρίως ο μετασχηματισμός του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας μας.

Ωστόσο, καμία από αυτές δεν εξελίσσεται ικανοποιητικά ως σήμερα, ώστε οι προσδοκίες ταχείας επιστροφής της οικονομίας και της κοινωνίας σε δυναμική συνοχής και ανάπτυξης να είναι ρεαλιστικές. Βασική αιτία για την κατάσταση αυτή είναι το ότι η ελληνική οικονομία, παρά την προσωρινή ρύθμιση και βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, παραμένει αιχμάλωτη στην παγίδα του ιδιωτικού χρέους (και της συνακόλουθης έκθεσης των τραπεζών στον όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων), ενός φαινομένου που έχει παγκόσμια διάσταση. Σε παγίδα χρέους η παγκόσμια οικονομία; Τα νέα για την παγκόσμια οικονομία είναι δυσάρεστα, καθώς ακόμα και μετά το τελευταίο κύμα νομισματικών κινήτρων (μείωση επιτοκίων, QE), η παγκόσμια ανάπτυξη αρχίζει και πάλι να επιβραδύνεται ‒το παγκόσμιο ΑΕΠ από 3,5% το 2018 αναμένεται να αυξηθεί μόλις 2,9% το 2019 και το 2020‒ με εμφανή τα σημάδια σε όλες τις μεγάλες οικονομίες . Προπομπός της οικονομικής αυτής επιβράδυνσης είναι το διεθνές εμπόριο, το οποίο τους τέσσερις τελευταίους μήνες σημειώνει σταθερή κάμψη

Σε αυτό το αντίξοο παγκόσμιο περιβάλλον καλείται η ελληνική οικονομία να ανακάμψει ταχύτερα, αντιμετωπίζοντας παρόμοια προβλήματα ιδιωτικής υπερχρέωσης και αδυναμίας πιστωτικής επέκτασης (βλ. κόκκινα δάνεια) πέραν των λοιπών δομικών της ανισορροπιών, όπως είναι η περιορισμένη βιομηχανική βάση, το μεγάλο έλλειμμα επενδυτικής δέσμευσης της εγχώριας επιχειρηματικότητας, η υψηλή ανεργία, η χαμηλή παραγωγικότητα και η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, η θεσμική ανεπάρκεια, το υψηλό δημόσιο χρέος και η δέσμευση για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Παρά ταύτα, η οικονομία ανέκαμψε το γ΄ τρίμηνο του 2019 (10ο συνεχόμενο) κατά 2,3% και μετά τις αναθεωρημένες επιδόσεις των δύο προηγούμενων τριμήνων, μάλλον υπερκαλύπτει τον φετινό στόχο (2%) υπερβαίνοντας για 2η χρονιά τη μέση ευρωπαϊκή επίδοση. Πρόκειται για υψηλότερη επίδοση από την αντίστοιχη του γ΄ τριμήνου του 2018 (2%), αλλά χαμηλότερη από το β΄ τρίμηνο του 2019 (2,8%). Πόσο στέρεη είναι, όμως, η ανάκαμψη αυτή του ΑΕΠ όταν στο 9μηνο (2,2%) βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην αύξηση των καθαρών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (6,6%) και στη δημόσια κατανάλωση (3%); Πόσο ποιοτική μπορεί να είναι η εν λόγω ανάκαμψη όταν η κατανάλωση των νοικοκυριών και οι ακαθάριστες πάγιες επενδύσεις περιορίζονται αντίστοιχα σε αυξήσεις 0,2% και 1% αντίστοιχα στο εννεάμηνο του 2019.

Πράγματι, από την εκτίμηση της συμβολής των επιμέρους συνιστωσών στην αύξηση 2,2% του ΑΕΠ το 9μηνο του 2019 προκύπτει ότι τη μεγαλύτερη συμβολή με 1,08 ποσοστιαίες μονάδες είχαν οι καθαρές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (2,24 ποσοστιαίες μονάδες οι εξαγωγές μείον 1,16 ποσοστιαίες μονάδες οι εισαγωγές) εκ των οποίων καθοριστική ήταν η συμβολή των εξαγωγών υπηρεσιών (1,63 ποσοστιαίες μονάδες) –δηλαδή πρωτίστως του τουρισμού–, ενώ αξιοσημείωτη ήταν η συμβολή της δημόσιας κατανάλωσης (0,62 ποσοστιαίες μονάδες). Αντίθετα, η συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης (0,14 ποσοστιαίες μονάδες) και των πάγιων επενδύσεων (0,11 ποσοστιαίες μονάδες) ήταν ελάχιστη και στα όρια των στατιστικών διαφορών (0,09 ποσοστιαίες μονάδες

Με τα αποτελέσματα του γ΄ τριμήνου και συνολικά του 9μήνου του 2019 επιβεβαιώνεται η ανησυχία του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για απουσία δυναμικής ενδογενών μηχανισμών, όπως της ιδιωτικής κατανάλωσης και των παραγωγικών επενδύσεων, με συνέπεια να δημιουργείται ένα πλέγμα δυνητικών εμπλοκών στη μετάβαση της χώρας σε σταθερά υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Τα προσκόμματα εντοπίζονται και στους τρεις πυλώνες επεκτατικής δυναμικής (εξαγωγές, επενδύσεις και κατανάλωση.

Στους 5 από τους 10 πρώτους μήνες του 2019 οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών έχουν σημειώσει κάμψη σε ετήσια βάση, με κορυφαία την επίδοση του Οκτωβρίου (-9,1% έναντι 25,3% τον Οκτώβριο του 2018). Συνολικά στο 10μηνο Ιανουάριος-Οκτώβριος 2019 οι εξαγωγές αγαθών αυξάνονται μόλις 1,2% έναντι 17,8% την αντίστοιχη περίοδο του 2018. Συνεπώς, είναι προφανές πως η παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση και η βιομηχανική ύφεση στην ΕΕ και στις βασικές εξαγωγικές μας αγορές (Γερμανία, Ιταλία, Τουρκία) έχει ήδη πλήξει τη δυναμική των εξαγωγών αγαθών. Μολονότι οι ελληνικές εξαγωγές συνεχίζουν να κερδίζουν μερίδια στις ξένες αγορές ‒ένδειξη ότι διατηρείται η ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της χώρας–, η επιβράδυνση ή και στασιμότητα της εξωτερικής ζήτησης περιορίζει εφεξής σημαντικά τον ρόλο των εξαγωγών αγαθών ως ατμομηχανής της οικονομικής ανάκαμψης. Αντίθετα, οι εξαγωγές υπηρεσιών διατηρούν ως τώρα τη δυναμική τους (χάρις στον τουρισμό και τις μεταφορές) επιτυγχάνοντας στο 9μηνο του 2019 ετήσια άνοδο 9,2% έναντι 8,5% το ίδιο διάστημα του 2018 (στοιχεία ΤτΕ), με τις τουριστικές εισπράξεις να τρέχουν ακόμη ταχύτερα (14% έναντι 8,4% το 9μηνο του 2018). Η δυναμική αυτή σχετίζεται τόσο με την ποιοτική βελτίωση των τουριστικών εισροών (αύξηση της κατά κεφαλήν τουριστικής δαπάνης) και την επιμήκυνση της τουριστικής σεζόν όσο και με τα προβλήματα ασφάλειας που αντιμετωπίζουν άλλες, γειτονικές χώρες της Μεσογείου.

Ωστόσο, εάν συνεχιστεί η διεθνής οικονομική δυστοκία, ενταθούν οι μεταναστευτικές εισροές με τα συνακόλουθα προβλήματα διαχείρισής τους στα νησιά και οξυνθεί περαιτέρω η τουρκική επιθετικότητα, είναι πολύ πιθανό να αντιμετωπίσουν προβλήματα και οι εξαγωγές υπηρεσιών της χώρας. Τις παραπάνω διαπιστώσεις και εκτιμήσεις για τον διαφαινόμενο περιορισμό της εξαγωγικής δυναμικής ως αναπτυξιακού μοχλού της οικονομίας υποστηρίζει η εξέλιξη της σχέσης των ευρωπαϊκών εισαγωγών με τις ελληνικές εξαγωγές (Διάγραμμα 4) με δεδομένη την υψηλή συσχέτιση ΑΕΠ και εισαγωγών στην Ευρώπη. Παρατηρούμε ότι η σχέση ευρωπαϊκών εισαγωγών και ελληνικών εξαγωγών αγαθών είναι στενή με τις πρώτες να επηρεάζουν άμεσα τις δεύτερες. Καθώς το 2018 αρχίζει η οικονομική επιβράδυνση στην ΕΕ, αρχικά οι εισαγωγές της συνεχίζουν να αυξάνουν, αλλά στη συνέχεια μετά το γ τρίμηνο εμφανίζουν ελαφριά κάμψη.

Η συσχέτιση αυτή εξηγεί τη σοβαρή επιβράδυνση των ρυθμών επέκτασης των ελληνικών εξαγωγών και ταυτόχρονα καθιστά αναγκαία την άμεση ενεργοποίηση των άλλων δύο κινητήριων δυνάμεων της οικονομίας, των επενδύσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης.

Επενδύσεις

Με δεδομένες τις σημαντικές αλλαγές στο θεσμικό, χρηματοπιστωτικό και επιχειρηματικό περιβάλλον που ακολούθησαν την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια, τις φοροελαφρύνσεις αμφότερων των κυβερνήσεων μέσα στο 2019 και την έντονα φιλοεπιχειρηματική πολιτική της νέας κυβέρνησης, θα περίμενε κανείς μια πραγματική εκτίναξη των παραγωγικών επενδύσεων ήδη από το β΄ τρίμηνο του έτους. Αντ’ αυτής, είχαμε κάμψη 4,3% των επενδύσεων το β΄ τρίμηνο και αναιμική άνοδό τους κατά 1,6% το γ΄ τρίμηνο, παρά την πολύ χαμηλή βάση του γ΄ τριμήνου του 2018. Αντίστοιχα, στην Ευρωζώνη οι επενδύσεις παγίων αυξήθηκαν στο 8,5% και 3,7%, ενώ για το σύνολο των 10 τελευταίων τριμήνων, η μέση ετήσια αύξηση των επενδύσεων στην Ελλάδα ήταν μηδενική και στην Ευρωζώνη 3% (Διάγραμμα 5α). Τη συνεχιζόμενη εξασθένιση των ακαθάριστων πάγιων επενδύσεων στη χώρα αποτυπώνει επίσης καθαρά ο λόγος τους προς το ΑΕΠ: στην Ελλάδα από 14,2% στα μέσα του 2017 υποχωρεί σε 11,2% το 2018 και 11,3% το 2019, όταν στην Ευρωζώνη από 20,4% αυξάνεται σε 20,9% και 22% αντίστοιχα.

Με βάση τις παραπάνω επισημάνσεις για ανεπαρκή αύξηση των δημόσιων επενδύσεων, τη διαχρονικά χαμηλή ποιοτική σύνθεση των ΞΑΕ και το γεγονός ότι και στο σύνολο των επενδύσεων το 9μηνο του 2019 έχουμε 10 φορές ταχύτερη αύξηση των επενδύσεων σε κατοικίες έναντι του συνόλου (9,8% έναντι μόλις 1%), οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως το επενδυτικό έλλειμμα είναι τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά πολύ μεγάλο ώστε να είναι αντιμετωπίσιμο με τα τρέχοντα δεδομένα.

Συνεπώς, απαιτείται ανασχεδιασμός της οικονομικής πολιτικής και των κινήτρων ενθάρρυνσης και προσέλκυσης παραγωγικών επενδύσεων ικανών να αναβαθμίσουν τεχνολογικά, περιβαλλοντικά και με όρους απασχόλησης το αναπτυξιακό υπόδειγμα της χώρας, με στόχο αυτό να είναι βιώσιμο και δίκαιο. Τα χρέη βαρίδι στην ιδιωτική κατανάλωση Τη διετία 2017-2018 η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε 1% ετησίως για να υποχωρήσει σε 0,2% το 9μηνο του 2019 παρά την επιτάχυνση της αύξησης της απασχόλησης στο 8μηνο (από 1,7% το 2018 σε 2% το 2019), τις φορολογικές ελαφρύνσεις, την αύξηση του κατώτατου μισθού και την κατάργηση του υποκατώτατου, που καθόλου δεν εμπόδισαν τη συνεχιζόμενη μείωση της ανεργίας. Μολονότι λοιπόν το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε 5% το α΄ εξάμηνο (4,5% σε σταθερές τιμές), η ιδιωτική κατανάλωση περιορίστηκε σε 0,4% (μηδενική αύξηση σε σταθερές τιμές). Η αδυναμία της κατανάλωσης των νοικοκυριών να ακολουθήσει την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματός τους οφείλεται κυρίως στις υψηλές υποχρεώσεις τους και στις ρυθμίσεις όσων εξ αυτών δεν εξυπηρετούνται υπό την πίεση των κατασχέσεων και πλειστηριασμών (βλ. Ενδιάμεση Έκθεση ΙΝΕ ΓΣΕΕ, 2019). Όπως έχουμε υποστηρίξει, στα χρόνια της κρίσης η κάμψη της κατανάλωσης των νοικοκυριών ήταν μονίμως μικρότερη από την κάμψη του διαθέσιμου εισοδήματός τους, γεγονός που απέτρεψε μια ακόμη μεγαλύτερη ύφεση στον πραγματικό τομέα της οικονομίας. Παράλληλα, οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών ήταν αρνητικές, εξέλιξη που αποτύπωνε την αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις δανειακές, φορολογικές κ.ά. υποχρεώσεις, συμβάλλοντας στο μείζον τραπεζικό πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Προϋπολογισμός

Ο Προϋπολογισμός του 2020 στοχεύει, όσο και βασίζεται, στην επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης με τη μείωση του φορολογικού βάρους στην οικονομία, και ειδικότερα σε επιχειρήσεις και αυτοαπασχολούμενους, παράλληλα με την προσέλκυση επενδύσεων (πρωτίστως μέσω παροχής κινήτρων στην οικοδομή), αλλά και τη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθεροποίησης. Είναι ένας Προϋπολογισμός με φιλόδοξους στόχους-προβλέψεις, και συνεπώς δημιουργεί αβεβαιότητες ως προς την υλοποίησή του. Μερικές βασικές παρατηρήσεις που αξίζει να τονιστούν είναι οι εξής:

• Οι δημόσιες επενδύσεις (ΠΔΕ) αυξάνονται βραδύτερα από τις συνολικές.

• Βάσει της δημοσιονομικής εμπειρίας της χώρας, οι παρεμβάσεις για την «καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης» είναι χαμηλής αξιοπιστίας ως προς την αποτελεσματικότητά τους.

• Οι μεταβιβάσεις (π.χ. συντάξεις, πόροι προγραμμάτων απασχόλησης) εμφανίζουν μείωση.

• Το φορολογικό βάρος στην οικονομία (σύνολο φόρων/ΑΕΠ) μειώνεται 0,6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ το 2020, εφόσον η οικονομία πετύχει ρυθμό ανάπτυξης 2,8%. Ωστόσο, η μείωσή του για τα φυσικά πρόσωπα είναι οριακή (0,2 ποσοστιαίες μονάδες) και άνιση. Για τους μισθωτούς εργαζομένους τα οφέλη των παρεμβάσεων είναι μικρότερα απ’ όσο εκτιμάται για το σύνολο των φυσικών προσώπων, αφού τη μερίδα του λέοντος λαμβάνουν οι αυτοαπασχολούμενοι.

• Ο λόγος έμμεσων/άμεσων φόρων αυξάνεται 2,2 ποσοστιαίες μονάδες σε βάρος των χαμηλών εισοδημάτων.

• Τέλος, το συνολικό δημοσιονομικό βάρος που επιφέρει ο Προϋπολογισμός στα φυσικά πρόσωπα (ανεξαρτήτως κατανομής), το οποίο περιλαμβάνει φόρους και κοινωνικές παροχές/μεταβιβάσεις, αυξάνεται το 2020 κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες ή 1,4 δισ. ευρώ.

naftemporiki.gr