Αισιόδοξος για ικανοποίηση του αιτήματος της κυβέρνησης για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2021 εμφανίστηκε χθες ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος αναμένει ότι οι σχετικές συζητήσεις σε επίπεδο Εurogroup θα ξεκινήσουν τους επόμενους μήνες. Ο κ. Μητσοτάκης έθεσε για πρώτη φορά το θέμα αυτό στους ομολόγους του, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης των ηγετών της Ευρωζώνης, χθες στις Βρυξέλλες, η οποία είχε αντικείμενο την πρόοδο προς την κατεύθυνση της εμβάθυνσης της ΟΝΕ.
Από την έντυπη έκδοση
Των Νίκου Μπέλλου και Θάνου Τσίρου
Αισιόδοξος για ικανοποίηση του αιτήματος της κυβέρνησης για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2021 εμφανίστηκε χθες ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος αναμένει ότι οι σχετικές συζητήσεις σε επίπεδο Εurogroup θα ξεκινήσουν τους επόμενους μήνες. Ο κ. Μητσοτάκης έθεσε για πρώτη φορά το θέμα αυτό στους ομολόγους του, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης των ηγετών της Ευρωζώνης, χθες στις Βρυξέλλες, η οποία είχε αντικείμενο την πρόοδο προς την κατεύθυνση της εμβάθυνσης της ΟΝΕ.
Ειδικότερα, επισήμανε στους ομολόγους του ότι το πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ ετησίως, στο οποίο έχει δεσμευθεί η χώρα μέχρι το τέλος του 2022, έχει ήδη ξεπεραστεί από τις εξελίξεις, προφανώς εννοώντας μεταξύ άλλων και από τη θεαματική υποχώρηση του επιτοκίου των ομολόγων.
Λίγο νωρίτερα ο πρωθυπουργός είχε αναφερθεί στις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας και στο γεγονός ότι η νέα κυβέρνηση έχει φανεί εξαιρετικά συνεπής τηρώντας όλες τις δεσμεύεις που είχε αναλάβει η χώρα, στο πλαίσιο της ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας.
Ο κ. Μητσοτάκης εκτιμά ότι οι συζητήσεις μπορεί να ξεκινήσουν μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2020 σε επίπεδο υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης.
Συνάντηση με Λαγκάρντ
Στη διάρκεια της χθεσινής συνεδρίασης ο πρωθυπουργός είχε μια σύντομη συνάντηση με τη νέα πρόεδρο της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, την οποία ευχαρίστησε για τις πολύ θετικές δηλώσεις που έχει κάνει τις τελευταίες βδομάδες για την ελληνική οικονομία. Μάλιστα, την Τρίτη θα συναντηθεί μαζί της στην έδρα της ΕΚΤ, στη Φραγκφούρτη.
Τέλος, ο κ. Μητσοτάκης αναμένει -όπως είπε- ότι με βάση τις θετικές εξελίξεις στην οικονομία η Ελλάδα θα μπορέσει επιστρέψει σε επενδυτική βαθμίδα μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2021 ή το αργότερο το πρώτο εξάμηνο.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το αίτημα της κυβέρνησης για μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος τυγχάνει της υποστήριξης όλων των Ευρωπαίων αξιωματούχων που εμπλέκονται στα ζητήματα της Ευρωζώνης. Το ζητούμενο, ωστόσο, είναι να πάρει το «πράσινο φως» των χωρών του Βορρά. Και όπως ανέφεραν χθες στις Βρυξέλλες, το Βερολίνο βλέπει θετικά το ελληνικό αίτημα.
Στη χθεσινή σύνοδο των ηγετών της ΟΝΕ έγινε ένας απολογισμός των μέχρι τώρα συζητήσεων στο πλαίσιο της εμβάθυνσης της Ευρωζώνης, χωρίς να ληφθούν συγκεκριμένες αποφάσεις.
Ικανοποίηση
Στο κείμενο των συμπερασμάτων της συνόδου της Ευρωζώνης, οι Ευρωπαίοι ηγέτες εκφράζουν την ικανοποίησή τους για την πρόοδο που σημειώθηκε όσον αφορά την εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, ενώ ανέθεσαν στον πρόεδρο του Εurogroup, Μάριο Σεντένο, να συνεχίσει να επεξεργάζεται τη δέσμη μεταρρυθμίσεων του ΕΜΣ, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν ολοκληρωθεί οι εθνικές διαδικασίες, και να συνεχίσει τις εργασίες για όλα τα στοιχεία που αφορούν την περαιτέρω ενίσχυση της τραπεζικής ένωσης, σε συναινετική βάση. Σε ό,τι αφορά το νέο δημοσιονομικό μέσο (προϋπολογισμός) της Ευρωζώνης, οι ηγέτες αναμένουν την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου, μέρος του οποίου είναι και το εν λόγω μέσο. Υπενθυμίζεται ότι η Κομισιόν έχει προτείνει την προικοδότησή του με 12,9 δισ. ευρώ για την περίοδο 2021-2027.
Το ταμείο διάσωσης
Στο θέμα της μεταρρύθμισης του EMS, παρότι έχει ληφθεί πολιτική απόφαση από τον περασμένο Ιούνιο, δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμη οι τεχνικές συζητήσεις, γιατί υπάρχουν ενστάσεις της Ιταλίας σχετικά με τον μελλοντικό ρόλο του ταμείου διάσωσης της Ευρωζώνης στη διαχείριση του δημόσιου χρέους.
Στη χθεσινή σύνοδο των ηγετών της ΟΝΕ συμφωνήθηκε να συνεχιστούν οι προσπάθειες ώστε να υπάρξει οριστική συμφωνία μέσα στο επόμενο τρίμηνο.
Η εγγύηση καταθέσεων
Στο άλλο μεγάλο ζήτημα, που είναι η τραπεζική ένωση, η εκκρεμότητα σε σχέση με την πρόταση για την πανευρωπαϊκή εγγύηση των καταθέσεων εξακολουθεί να υφίσταται παρά το άνοιγμα του Βερολίνου τις τελευταίες βδομάδες.
Και στο θέμα αυτό σημαντικές εξελίξεις θα πρέπει να αναμένονται μέσα στο πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους.
Δημοσιονομικός χώρος 2 δισ. ευρώ αντί των υπερπλεονασμάτων
Δημοσιονομικό χώρο της τάξεως των 2 δισ. ευρώ μπορεί να απελευθερώσει η μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 3,5% που είναι σήμερα (και θα είναι για όλη την περίοδο μέχρι και το τέλος του 2022), στο 2,5%. Μια μονάδα μείωσης -εφόσον υπάρξει συμφωνία για το αίτημα που επίσημα πλέον θα θέσει η ελληνική πλευρά μέσα στο 2020- θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να «χρηματοδοτήσει» ζωτικές παρεμβάσεις, όπως είναι η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης (απαιτεί δημοσιονομικό χώρο περίπου ένα δισ. ευρώ) αλλά και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών εργοδοτών και εργαζομένων για τη μισθωτή απασχόληση κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες: από το 39% που αναμένεται να διαμορφωθούν τον Ιούλιο του 2020, στο 35%.
Για την επίτευξη του στόχου η κυβέρνηση δεν θα καθίσει στο τραπέζι του διαλόγου μόνο με πολιτικά επιχειρήματα, αλλά κυρίως με τεχνοκρατικά. Η μείωση του κόστους δανεισμού για την Ελλάδα λόγω της ταχείας αποκλιμάκωσης των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων αλλά και η προοπτική περαιτέρω μείωσης μέσα στο 2020 -ειδικά αν ανακτηθεί η επενδυτική βαθμίδα από τους ξένους οίκους, κάτι που θα ανοίξει αμέσως τον δρόμο και για συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ- ουσιαστικά αλλάζει τα δεδομένα που ελήφθησαν υπόψη τον Ιούνιο του 2018 για να «κλειδώσει» ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μέχρι και το τέλος του 2022.
Ετήσιοι τόκοι
Η λογική της απόφασης που ελήφθη στο κρίσιμο Eurogroup του Ιουνίου του 2018 ήταν η Ελλάδα να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα ικανά να καλύπτουν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους (δηλαδή τους ετήσιους τόκους) και να μη χρειάζεται να καταφεύγει σε νέο δανεισμό, παρά μόνο για να αναχρηματοδοτεί τις υποχρεώσεις της που θα λήγουν (σ.σ.: δόσεις προς το ΔΝΤ, λήξεις παλαιών ομολόγων κ.λπ.). Ήδη, όπως προκύπτει και από την εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2019 αλλά και από τον προϋπολογισμό του 2020, οι χρονιές κλείνουν με πλεόνασμα ακόμη και μετά την καταβολή των τόκων. Και το 2019 και το 2020 εκτιμάται ότι θα κλείσουν με θετικό ισοζύγιο σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης. Για το 2019 προβλέπεται πλεόνασμα 1,2% (ή 2,217 δισ. ευρώ) και για το 2020 πλεόνασμα 2,308 δισ. ευρώ (ή πάλι 1,2%).
Πλεονάσματα εμφανίστηκαν και το 2018 (0,6% ή 1,133 δισ. ευρώ) αλλά και το 2017 (1,83 δισ. ευρώ ή 1% του ΑΕΠ). Όλα αυτά τα ποσά, απλώς φουσκώνουν το «μαξιλάρι» για το χρέος το οποίο έχει φτάσει πλέον κοντά στα 40 δισ. ευρώ. Όσο για τους τόκους, έχουν πάρει την κατιούσα: το 2019 είχε προβλεφθεί ότι θα καταβληθούν 6,302 δισ. ευρώ, η χρονιά κλείνει στα 5,662 δισ. ευρώ και για το 2020 προβλέπεται περαιτέρω πτώση στα 5,18 δισ. ευρώ.
Η Ελλάδα έχει και ένα πρόσθετο επιχείρημα: ότι επί σειρά ετών έχει μπει σε έναν κύκλο παραγωγής υπερπλεονασμάτων, διαδικασία που δεν είναι η βέλτιστη για την πορεία της οικονομίας καθώς τα υπερπλεονάσματα καταλήγουν να δαπανώνται υπό πίεση χρόνου στο τέλος κάθε χρονιάς χωρίς να επιφέρουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Αυτό συνέβη και το 2018 -πρώτη χρονιά επιβολής του στόχου για πλεόνασμα 3,5%-, αυτό συνέβη και το 2019. Το μεν 2018 η χρονιά έκλεισε στο 4,16%, παρά τα έκτακτα μερίσματα της τελευταίας στιγμής, ενώ για το 2019 είναι πιθανό ακόμη και μετά την καταβολή του έκτακτου μερίσματος και των υπόλοιπων θετικών μέτρων (επιστροφή προκαταβολής στις επιχειρήσεις, επίδομα θέρμανσης κ.λπ.) το πρωτογενές πλεόνασμα να κλείσει και πάλι στο επίπεδο του 3,6%-3,7%. Επανάληψη του φαινομένου είναι πιθανή και για το 2020, καθώς μπορεί ο προϋπολογισμός να προβλέπει οριακή επίτευξη του στόχου του 3,5%, ωστόσο αρκετές από τις επιμέρους προβλέψεις είναι συντηρητικές με αποτέλεσμα να είναι πιθανή και το 2020 η παραγωγή υπερπλεονάσματος.