Την πρόοδο της Ελλάδας και της Ευρώπης σε θέματα κυκλικής οικονομίας καταγράφει το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ σε μελέτη του με τίτλο «Κυκλική Οικονομία: Ένα Μοντέλο για Βιώσιμη Ανάπτυξη και Ευημερία».Στη μελέτη, η οποία εντάσσεται στον κύκλο δραστηριότητας του Παρατηρητηρίου Βιώσιμης Ανάπτυξης και Ευημερίας που έχει συγκροτήσει το ΕΝΑ, επισημαίνεται ότι «η κυκλική οικονομία αποτελεί εκείνο το πρότυπο παραγωγής και κατανάλωσης το οποίο στοχεύει να αποτελέσει απάντηση σε μια σειρά πιεστικών προκλήσεων, με σημαντικότερες την κλιματική κρίση, την αλόγιστη χρήση των υπαρχουσών πλουτοπαραγωγικών πηγών, την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και την καταστροφή των οικοσυστημάτων».
Από την έντυπη έκδοση
Την πρόοδο της Ελλάδας και της Ευρώπης σε θέματα κυκλικής οικονομίας καταγράφει το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ σε μελέτη του με τίτλο «Κυκλική Οικονομία: Ένα Μοντέλο για Βιώσιμη Ανάπτυξη και Ευημερία».
Στη μελέτη, η οποία εντάσσεται στον κύκλο δραστηριότητας του Παρατηρητηρίου Βιώσιμης Ανάπτυξης και Ευημερίας που έχει συγκροτήσει το ΕΝΑ, επισημαίνεται ότι «η κυκλική οικονομία αποτελεί εκείνο το πρότυπο παραγωγής και κατανάλωσης το οποίο στοχεύει να αποτελέσει απάντηση σε μια σειρά πιεστικών προκλήσεων, με σημαντικότερες την κλιματική κρίση, την αλόγιστη χρήση των υπαρχουσών πλουτοπαραγωγικών πηγών, την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και την καταστροφή των οικοσυστημάτων».
Η κρισιμότητα και η πιεστικότητα των προκλήσεων που καλείται να αντιμετωπίσει η κυκλική οικονομία οδήγησαν την Ε.Ε., το 2015, να διαμορφώσει ένα σχέδιο δράσης για τη μετάβαση της Ευρώπης στο νέο αυτό μοντέλο. Έκτοτε έχουν μεσολαβήσει ποικίλες ενέργειες και μάλιστα η κυκλική οικονομία αποτελεί βασική συνιστώσα της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας (European Green Deal), που ανακοινώθηκε προχθές Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2019.
«Παρά τις διακηρύξεις αυτές, οι οποίες κινούνται σε θετική κατεύθυνση, απομένουν πολλά και σημαντικά βήματα, τόσο στο επίπεδο του σχεδιασμού όσο και σε εκείνα της εφαρμογής και της αξιολόγησης, για να είμαστε σε θέση να καταγράψουμε ουσιαστική πρόοδο στην Ευρώπη», σημειώνει ο δρ. Άγγελος Σωτηρόπουλος, ο οποίος υπογράφει και τη μελέτη.
Όταν η συζήτηση για την κυκλική οικονομία έρχεται στη χώρα μας, ο κ. Σωτηρόπουλος σημειώνει: «Τα δύο τελευταία χρόνια έχει υπάρξει μια σειρά από σημαντικές θεσμικές πρωτοβουλίες. Για παράδειγμα αναφέρω: Την κατάρτιση της Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής από την προηγούμενη κυβέρνηση, τη δρομολόγηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα, που αυτήν την περίοδο επικαιροποιείται από τη σημερινή πολιτική ηγεσία, καθώς και την Εθνική Στρατηγική για την Κυκλική Οικονομία που εγκρίθηκε από το Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής (ΚΥΣΟΙΠ) τον Φεβρουάριο του 2018. Εντούτοις, παρότι ως χώρα επενδύουμε στην κυκλική οικονομία, αυτό δεν αποδίδει τα αναμενόμενα».
Στο πλαίσιο αυτό, στη μελέτη διαπιστώνεται ότι «η εθνική προσπάθεια για την καθιέρωση και ανάπτυξη του κυκλικού μοντέλου της οικονομίας δεν έχει στεφθεί με επιτυχία μέχρι στιγμής. Παρά τις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί τα τελευταία χρόνια, πολλά μένουν να υλοποιηθούν προκειμένου να μπορούμε να μιλάμε πραγματικά για μια προοπτική επιτυχούς μετάβασης». Όπως υπογραμμίζεται, όμως, το πρόβλημα αυτό δεν είναι εθνικό, αλλά ευρύτερα ευρωπαϊκό, όπως φαίνεται από τις στατιστικές.
Ειδικά για την Ελλάδα, όμως, η μελέτη του ΕΝΑ καταγράφει τις 11 πιο σημαντικές αιτίες της βραδύτητας στην υιοθέτηση του κυκλικού προτύπου:
1. Μη αποδοτική υλοποίηση των υφιστάμενων στρατηγικών και σχεδίων δράσης και απουσία κανονιστικού πλαισίου.
2. Απουσία στρατηγικής και σχεδίου δράσης σε τομείς-κλειδιά, όπως η βιοοικονομία και η γαλάζια ανάπτυξη.
3. Έλλειψη κανονιστικού πλαισίου στην αγορά.
4. Μη ύπαρξη καταγραφής των ροών υλικών.
5. Σημαντική καθυστέρηση στην ορθή διαχείριση όλων των ροών αποβλήτων.
6. Μη ύπαρξη προδιαγραφών και φορέων πιστοποίησης για μια σειρά από προϊόντα που προέρχονται από απόβλητα.
7. Μη ύπαρξη στρατηγικής για τη μετάβαση του πρωτογενούς τομέα στα νέα δεδομένα.
8. Μη ύπαρξη προδιαγραφών κατασκευής προϊόντων που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά.
9. Λανθασμένα καταναλωτικά πρότυπα, τα οποία στηρίζονται στην παραγωγή και υπερκατανάλωση προϊόντων και άρα πρώτων υλών.
10. Μη ποιοτικά ανταλλακτικά και υψηλού κόστους υπηρεσίες αναβάθμισης και επισκευής προϊόντων.
11. Χαμηλά ποσοστά ανακύκλωσης και επανάχρησης υλικών.
Παρά τον δρόμο που χρειάζεται να διανυθεί, δεν υπάρχουν περιθώρια αμφιταλάντευσης. «Σίγουρα η κλιματική κρίση, τα οικονομικά δεδομένα και οι τρέχουσες κοινωνικοοικονομικές, τεχνολογικές και γεωπολιτικές συνθήκες δεν ευνοούν αυτή τη μετάβαση. Η τελευταία, ωστόσο, αποτελεί μονόδρομο εάν η Ελλάδα επιθυμεί να εισέλθει σε μια μακροπρόθεσμη πορεία βιώσιμης ευημερίας. Πρόκειται για μια ευκαιρία η οποία, λόγω τόσο της αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού όσο και της βίαιης καταστροφής του περιβάλλοντος, της ανεξέλεγκτης κατανάλωσης των υφιστάμενων πλουτοπαραγωγικών πηγών και της κλιματικής κρίσης, ίσως είναι και η τελευταία. Γι’ αυτό και πρέπει να πετύχει» υπογραμμίζει ο κ. Σωτηρόπουλος.
Η μελέτη δημοσιεύεται στον ιστότοπο www.enainstitute.org.