Τη σημαντική αύξηση του ποσοστού των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων που θεωρούν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους νέα και πρωτοποριακά καταγράφει η έκθεση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για την επιχειρηματικότητα, που διενεργήθηκε στο πλαίσιο της συμμετοχής του στο διεθνές ερευνητικό πρόγραμμα Global Entrepreneurship Monitor (GEM).
Από την έντυπη έκδοση
Του Σταμάτη Ζησίμου
[email protected]
Το 2018, σύμφωνα με την έρευνα του GEM, αν και τρεις στους πέντε επιχειρηματίες στην Ελλάδα δηλώνουν ότι κανένας (δυνητικός) πελάτης δεν θα θεωρήσει τα προϊόντα / υπηρεσίες τους νέα και πρωτοποριακά, επίδοση υψηλότερη από τον μέσο όρο των χωρών καινοτομίας, εντούτοις το 10% δηλώνει ότι όλοι οι πελάτες θα θεωρήσουν τα προϊόντα τους ως καινοτόμα. Πρόκειται για μια αξιοσημείωτη άνοδο, καθώς στην έρευνα του 2017 το ποσοστό αυτό ανερχόταν μόλις στο 3,9%.
Συνεπώς, όπως παρατηρεί το ΙΟΒΕ, παρότι η Ελλάδα εξακολουθεί να σημειώνει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά καινοτομίας, όπου ο σχετικός δείκτης διαμορφώνεται στο 18,3%, αυτό συνιστά αναμφίβολα μια θετική εξέλιξη, με αποτέλεσμα να αποδεικνύεται έτσι μια τυχαία συγκυρία η έντονη μείωση που είχε σημειωθεί το 2017 σε αυτό το κρίσιμο ποιοτικό χαρακτηριστικό των εγχειρημάτων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ενίσχυση της καινοτομίας των νέων εγχειρημάτων συνδέεται με την εξασθένηση της επιχειρηματικότητας ανάγκης, αλλά και με την αύξηση των νέων επιχειρημάτων στον μεταποιητικό τομέα.
Τεχνολογική ταυτότητα
Ένα άλλο ποιοτικό γνώρισμα που εξετάζεται στο πλαίσιο της έρευνας του GEM και το οποίο σχετίζεται με την καινοτομία, κυρίως όμως ως δείκτης εισροής και όχι ως εκροής όπως προηγουμένως, αφορά το τεχνολογικό επίπεδο των επιχειρηματικών εγχειρημάτων στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, διερευνάται ο βαθμός στον οποίο οι επιχειρηματίες αρχικών σταδίων χρησιμοποιούν νέες τεχνολογίες - διεργασίες για την παραγωγή των προϊόντων τους και την παροχή των υπηρεσιών τους.
Το 2018 το ποσοστό των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων στην Ελλάδα που δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν εντελώς νέες τεχνολογίες φαίνεται να καταγράφει ήπια ενίσχυση, με τον σχετικό δείκτη να ανέρχεται στο 21,3%, από 16% το 2017. Ανοδική τάση, όμως, σημειώνεται και στο ποσοστό των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων που δηλώνουν ότι αξιοποιούν γνωστές τεχνολογίες / διεργασίες και από 53,9% το 2017 ανέρχεται σε 55,9% στην έρευνα του 2018.
Ο δείκτης, μάλιστα, νέων επιχειρηματικών εγχειρημάτων που στηρίζονται σε εντελώς νέες ή έστω τεχνολογίες βάθους πενταετίας διαμορφώνεται περίπου στο 45%, αρκετά υψηλότερα από τις χώρες καινοτομίας. Συνεπώς και σε αυτόν τον τομέα καταγράφεται ποιοτική βελτίωση των νέων εγχειρημάτων σε σχέση με πέρυσι.
Προοπτικές ανάπτυξης
Ως προς τον ανταγωνισμό, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα της έρευνας, φαίνεται ότι τα περισσότερα νέα εγχειρήματα που εμφανίζονται στη χώρα διαχρονικά εισέρχονται σε αγορές όπου ήδη υπάρχει έντονος ανταγωνισμός. Το 2018, μάλιστα, το ποσοστό των επιχειρηματιών που δηλώνει πως πολλές επιχειρήσεις προσφέρουν παρόμοιο προϊόν ή υπηρεσία ενισχύθηκε, με τον σχετικό δείκτη να ανέρχεται στο 54,5% από 50,7% το 2017.
Από την άλλη, όμως, σημαντική άνοδο σημείωσε και το ποσοστό των επιχειρηματιών που δηλώνει πως καμία επιχείρηση δεν προσφέρει παρόμοιο προϊόν ή υπηρεσία, άρα είναι εξαιρετικά καινοτόμα και από μόλις 3,2% το 2017 ανήλθε σε 11,4%. Αντίστοιχος, όμως, είναι και ο μέσος όρος και των χωρών καινοτομίας (46,8%), ενώ ακόμα πιο υψηλός είναι ο σχετικός δείκτης σε χώρες χαμηλότερης οικονομικής ανάπτυξης.
Eξωστρέφεια
Ένα άλλο σημαντικό ποιοτικό χαρακτηριστικό της ανάλυσης των νέων εγχειρημάτων είναι η εξωστρέφειά τους. Η ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας ακόμα και η υποκατάσταση μέρους των εισαγωγών της, αποτελούν άλλωστε βασικά χαρακτηριστικά στην κατεύθυνση της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της χώρας.
Στο πλαίσιο της έρευνας η ένταση της εξωστρέφειας των νέων εγχειρημάτων προκύπτει από το ποσοστό του κύκλου εργασιών που προέρχεται από πελάτες εξωτερικού. Έτσι, λοιπόν, το 2018 η Ελλάδα φαίνεται να διαθέτει πιο πολλές νέες επιχειρήσεις (αναλογικά) σε σύγκριση με τον μέσο όρο των χωρών καινοτομίας. Συγκεκριμένα, μόνο το 23,7% (σχεδόν ένας στους τέσσερις) επιχειρηματιών αρχικών σταδίων δηλώνει ότι απευθύνεται αποκλειστικά στην εγχώρια αγορά, έναντι 21,6% πέρυσι. Συνεπώς σημειώνεται επιδείνωση σε αυτό το χαρακτηριστικό, παρ’ όλο που το αντίστοιχο ποσοστό στις χώρες καινοτομίας είναι πολύ μεγαλύτερο (35%).
Πέρα από την έκταση της εξωστρέφειας επιδεινώνεται και η ένταση, καθώς το 27,5% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι πάνω από το 25% του τζίρου τους προέρχεται από πελάτες εξωτερικού, έναντι 30% πέρυσι, παρ’ όλο που και αυτή η επίδοση είναι καλύτερη (ελαφρώς υψηλότερη) από τον μέσο όρο των χωρών καινοτομίας (24,3%).
Θα πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι σε σημαντικό βαθμό η υψηλή εξωστρέφεια που παρουσιάζουν τα νέα εγχειρήματα οφείλεται στον κλάδο του τουρισμού και των συναφών δραστηριοτήτων, που εκ φύσεως έχουν έναν εξωστρεφή χαρακτήρα.
Την ίδια στιγμή, εξάλλου, στις χώρες καινοτομίας περιλαμβάνονται μεγάλες χώρες με ευμεγέθη εσωτερική αγορά, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά την εξωστρέφεια των αντίστοιχων «εγχώριων» εγχειρημάτων τους. Με λίγα λόγια, μια νέα επιχείρηση στη Γερμανία μπορεί να στοχεύσει με καλύτερους όρους στην εσωτερική αγορά η οποία μπορεί να υποστηρίξει έναν σημαντικού ύψους κύκλο εργασιών, αντί να δραστηριοποιηθεί στο εξωτερικό.
Σε σχέση, πάντως, με άλλες χώρες φαίνεται γενικά ότι οι χώρες καινοτομίας διαθέτουν μεγαλύτερο ποσοστό επιχειρήσεων που απευθύνεται σε διεθνείς αγορές σε σχέση με τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Σε αυτό το σημείο, το ΙΟΒΕ σημειώνει την κομβική παρουσία των μεταποιητικών αγαθών στις εξαγωγές της χώρας, με το μερίδιό τους το 2017 να ξεπερνά το 88% του συνόλου των εξαγωγών αγαθών, γεγονός που αναδεικνύει τη δυναμική ενός νέου μεταποιητικού εγχειρήματος ως προς την εξωστρέφεια.
Εξετάζοντας, μάλιστα, τα επιμέρους προϊόντα της μεταποίησης ως προς την εξωστρέφειά τους, προκύπτει ότι σημαντικό πλήθος αυτών διακρίνεται για το συγκριτικό πλεονέκτημά τους έναντι των αντίστοιχων ευρωπαϊκών προϊόντων, εύρημα που σίγουρα αποτελεί μια θετική ένδειξη για την ποιότητα των εγχώριων μεταποιητικών αγαθών, αλλά και για τις προοπτικές που δύναται να έχουν τα νέα μεταποιητικά εγχειρήματα.
Επιδείνωση των όρων απασχόλησης
Σύμφωνα με την έρευνα του GEM για το 2018, το 23,4% των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων δηλώνει ότι πέρα από τους ιδρυτές, κανείς άλλος δεν εργάζεται στο εγχείρημα αυτό, τουλάχιστον κατά τη στιγμή της έναρξης, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην προηγούμενη έρευνα ήταν 18%. Η πλειονότητα των εγχειρημάτων δηλώνει ότι απασχολεί 1 έως 5 άτομα (67,5% από 69% το 2017), ενώ περιορίζεται και το ποσοστό των εγχειρημάτων που απασχολούν πάνω από έξι άτομα, στο 9,1% από 11,7% το 2017. Συνεπώς η αύξηση του αριθμού των νέων εγχειρημάτων την περσινή χρονιά συνοδεύεται από επιδείνωση των όρων απασχόλησης, καθώς περισσότερα νέα εγχειρήματα προσφέρουν απασχόληση μόνο στους ιδρυτές τους.
Από την άλλη πλευρά, όμως, σε ό,τι αφορά τις προσδοκίες που έχουν οι ίδιοι οι επιχειρηματίες για τις θέσεις εργασίας που διαβλέπουν ότι μπορεί να δημιουργήσει το νέο τους επιχειρηματικό εγχείρημα εντός της επόμενης πενταετίας, αυτές δείχνουν λίγο πιο αισιόδοξες σε σχέση με πέρυσι. Ειδικότερα, αν και σταθερά σχεδόν το 85% των επιχειρηματιών εκτιμούν ότι την επόμενη πενταετία θα δημιουργούσαν τουλάχιστον μια θέση εργασίας, διευρύνεται στο 22% το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι θα προσφέρουν από έξι θέσεις και πάνω. Σε επίπεδο χωρών, την επόμενη πενταετία τουλάχιστον μία θέση εργασίας θα δημιουργηθεί σε ποσοστό πάνω από 73% για το σύνολο των χωρών καινοτομίας. Η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις ως προς τις προσδοκίες απασχόλησης για πάνω από 10 θέσεις και 50% αύξηση της απασχόλησης τα επόμενα πέντε χρόνια, ενώ παράλληλα κυμαίνεται σε πολύ χαμηλότερα ποσοστά από το ποσοστό των χωρών καινοτομίας (5,8% έναντι 17%).