Οι επιπτώσεις που επιφέρει το δημογραφικό ζήτημα στο ασφαλιστικό σύστημα της Ελλάδας τέθηκαν στο συνέδριο που οργάνωσε ο Economist σε συνεργασία με τη HOPEgenesis. Όπως τονίστηκε χρειάζονται τέσσερις εργαζόμενοι ανά συνταξιούχο, ωστόσο, υπάρχουν μόλις 1,64 εργαζόμενοι ανά συνταξιούχο. Ποιες λύσεις προκρίνονται;
Οι επιπτώσεις που επιφέρει το δημογραφικό ζήτημα στο ασφαλιστικό σύστημα της Ελλάδας τέθηκαν στο συνέδριο που οργάνωσε ο Economist σε συνεργασία με τη HOPEgenesis. Όπως τονίστηκε χρειάζονται τέσσερις εργαζόμενοι ανά συνταξιούχο, ωστόσο, υπάρχουν μόλις 1,64 εργαζόμενοι ανά συνταξιούχο. Ποιες λύσεις προκρίνονται;
«Το ευτυχές είναι ότι ζούμε περισσότερο. Το δυστυχές είναι ότι γεννάμε λιγότερο», ανέφερε χαρακτηριστικά ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων αρμόδιος για θέματα Κοινωνικής Ασφάλισης Νότης Μηταράκης, τονίζοντας ότι το 2018 στην Ελλάδα καταγράφηκαν μόλις 86.500 γεννήσεις.
Αναφερόμενος στις επιπτώσεις του δημογραφικού ζητήματος στο -αναδιανεμητικό στην Ελλάδα- σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, ο κ. Μηταράκης τόνισε ότι χρειάζονται 4 εργαζόμενοι ανά συνταξιούχο, ωστόσο, υπάρχουν μόλις 1,64 εργαζόμενοι ανά συνταξιούχο. Μάλιστα, για το 2070 η πρόβλεψη είναι ακόμη χαμηλότερα, στους 1,25 εργαζόμενους ανά συνταξιούχο.
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Μηταράκης υπογράμμισε ότι η κυβέρνηση, προκειμένου να στηρίξει με κίνητρα το ασφαλιστικό σύστημα, μειώνει τις εισφορές για θέσεις πλήρους απασχόλησης. Επιπλέον, προωθεί τη «σύζευξη της αναδιανεμητικής με την κεφαλαιοποιητική πολιτική», με στόχο να μετριαστεί το προφίλ κινδύνου του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος.
«Τα αναδιανεμητικά συστήματα δεν μπορούν να σηκώσουν αποτελεσματικά το βάρος του δημογραφικού», διαπίστωσε ο κ. Μηταράκης, προκρίνοντας την ανάγκη ενός συστήματος τριών πυλώνων: δημόσιος/αναδιανεμητικός – επικουρικός/κεφαλαιοποιητικός (από το 2021) – ιδιωτικός (με φορολογικά κίνητρα για την αύξηση της συμμετοχής του).
Ο ίδιος καθησύχασε αναφορικά με τις επιπτώσεις στην ηλικία συνταξιοδότησης, τονίζοντας ότι αυτή θα βρίσκεται ελαφρώς πιο ψηλά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο το 2030. Σε κάθε περίπτωση, διαμήνυσε την πρόθεση της κυβέρνησης «να καταπολεμήσει τον ηλικιακό ρατσισμό», προσφέροντας τη δυνατότητα στους εν δυνάμει συνταξιούχους να παραμένουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην εργασία.
«Οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες στην Ελλάδα είναι έτοιμες να αναλάβουν τον ρόλο που έχουν και άλλες ιδιωτικές εταιρείες στην Ευρώπη και τον κόσμο», διεμήνυσε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ομίλου της Eurolife ERB Ασφαλιστικής Αλέξανδρος Σαρρηγεωργίου, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι η ιδιωτική ασφάλιση έχει να παίξει ρόλο και στον δεύτερο (επικουρικό) και στον τρίτο (ιδιωτικό) πυλώνα της κοινωνικής ασφάλισης.
Περιγράφοντας τις αρνητικές εξελίξεις στο ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα, υπό την επισήμανση ότι επηρεάζεται ευθέως και δυσμενώς από την ανατροπή στο δημογραφικό, ο κ. Σαρρηγεωργίου επεσήμανε ότι τα ποσοστά αναπλήρωσης των συντάξεων, από το 100% βρίσκονται σήμερα στο 70%. Μίλησε επίσης για ασφαλιστικά ταμεία με ιδιαίτερα υψηλό κόστος διαχείρισης και χωρίς ιδιαίτερα αποδοτική πολιτική επενδύσεων. Στάθηκε δε στο περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων, το οποίο επιδεινώνει τη θέση των ταμείων.
Επιπλέον, ο κ. Σαρρηγεωργίου υπογράμμισε το χαμηλό επίπεδο αποταμίευσης στην Ελλάδα, το οποίο ανέρχεται μόλις στο 0,8% του ΑΕΠ: «ουσιαστικά, έχουμε μισθούς 3 ημερών την ώρα που ετοιμαζόμαστε να βγούμε στη σύνταξη». Ο ίδιος διασκέδασε την όποια ανησυχία συνοδεύει την αξιοπιστία του ιδιωτικού τομέα ασφάλισης, τονίζοντας ότι «τα όποια ατυχήματα» έχουν σημειωθεί στο παρελθόν οφείλονται σε πλημμελή εποπτεία από την πλευρά του κράτους. Αναφερόμενος στους κανόνες που συνοδεύουν πλέον τη λειτουργία της αγοράς ιδιωτικής ασφάλισης στην Ελλάδα, εξέφρασε την άποψη ότι οι κανόνες αυτοί θα έπρεπε να ισχύουν αντίστοιχα και για τον πρώτο πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος, τον κρατικό.
Η Ελλάδα γηράσκει, έχει το μεγαλύτερο χρέος στον κόσμο ως ποσοστό του ΑΕΠ και πορεύεται με αναιμική οικονομική ανάπτυξη. Συμπέρασμα; «Να σοβαρευτούμε και να βρούμε τρόπους σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα». Την εκτίμηση αυτή διατύπωσε από το βήμα του συνεδρίου ο καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς και πρόεδρος του Ινστιτούτου για τα Οικονομικά της Γήρανσης Μιλτιάδης Νεκτάριος, μιλώντας για «παντελή έλλειψη συνεργασίας» δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα, ιδίως στον τομέα της ασφάλισης και της υγείας: «Το 40% των συνολικών δαπανών υγείας πληρώνεται από την τσέπη των πολιτών, όταν το ποσοστό της μέσης επιβάρυνσης στον υπόλοιπο κόσμο είναι στο 10%».
Ο κ. Νεκτάριος τόνισε ότι η κοινωνική πολιτική απαιτεί πλεονάσματα, για τα οποία χρειάζεται ρυθμός ανάπτυξης άνω του 3% του ΑΕΠ από σήμερα μέχρι το 2030. Ωστόσο, «στην Ελλάδα αδυνατούμε να κάνουμε την παραμικρή αλλαγή, από τη συλλογή των σκουπιδιών μέχρι τον εκσυγχρονισμό των πανεπιστημίων». Τόνισε δε ότι η κοινωνική πολιτική που εφάρμοσε η Ελλάδα τις προηγούμενες δεκαετίες βασίστηκε στον υπερβολικό δανεισμό: «το ελληνικό κράτος δανείστηκε 250 δις από το 2000 έως το 2018 για να ενισχύσει τις συντάξεις». Σύμφωνα με τον κ. Νεκτάριο, μόνο με βαθιές εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις, στα πρότυπα των βέλτιστων διεθνών πρακτικών, θα είναι σε θέση η Ελλάδα να αποκτήσει την οικονομία και κατ’ επέκταση την κοινωνική προστασία που επιθυμεί.
Στην αλλαγή των μοντέλων οικογένειας, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη, αναφέρθηκε ιδιαίτερα ο Γενικός Γραμματέας κοινωνικής αλληλεγγύης & καταπολέμησης της φτώχειας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Γεώργιος Σταμάτης, από το βήμα του συνεδρίου του Economist για τη δημογραφική κρίση που πραγματοποιείται σε συνεργασία με τη HOPEgenesis.
Έφερε ως παραδείγματα την αύξηση της ηλικίας τεκνοποίησης, τη μεγάλη αύξηση των μονογονεϊκών οικογενειών, την αύξηση των διαζυγίων, την πολύ μεγαλύτερη επένδυση των γονιών στη μόρφωση του παιδιού κ.λπ. Τόνισε ότι το δημογραφικό πρόβλημα προϋπήχε της κρίσης, αναφέροντας χαρακτηριστικά την υποχώρηση της επιθυμίας για τεκνοποίηση την «περίοδο της ευμάρειας». Το δημογραφικό πρόβλημα πρέπει να το δούμε ως εθνικό θέμα, υπογράμμισε, και μάλιστα με ορίζοντα 20ετίας και όχι ενός δύο ετών. Έδωσε έμφαση στην ανάγκη να μειωθεί η ηλικία τεκνοποίησης και να ανασχεθεί το brain drain, εν σχέσει με το οποίο έκανε αναφορά στο πρόσφατα ανακοινωθέν πιλοτικό πρόγραμμα του υπουργείου Εργασίας.
Το brain drain θα μπορούσε να έχει και θετικές συνέπειες, επεσήμανε ο καθηγητής στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Λόης Λαμπριανίδης, στον βαθμό που αυτοί που θα επιστρέψουν στη χώρα θα είναι εφοδιασμένοι με πολύτιμες εργασιακές –και όχι μόνο– εμπειρίες.
Εκτίμησε ότι το φαινόμενο προϋπήρχε της κρίσης και δεν οφείλεται μόνο σε οικονομικούς λόγους. Άλλες αιτίες που έχουν συμβάλει στο brain drain είναι η αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης επιστημονικού δυναμικού στη χώρα μας (καθώς η οικονομία δεν παράγει αντίστοιχες θέσεις εργασίας), η «χαλάρωση» των συνόρων, η μείωση των αποστάσεων, η ελευθερία εγκατάστασης εντός της Ε.Ε. αλλά και η σχετική «μόδα» που καλλιεργήθηκε.
Τόνισε ότι οι άνθρωποι που έφυγαν δεν είναι μια αδιαφοροποίητη μάζα, υπάρχουν μεγάλες διαφορές στο εσωτερικό αυτής της ομάδας. Εκτίμησε ότι η πολιτική παροχής κινήτρων για την επιστροφή έχει περιορισμένα αποτελέσματα, ενώ πολύ πιο σημαντικό είναι να αλλάξουν οι δομικές συνθήκες που τους οδήγησαν να φύγουν. Τέλος, ο κ. Λαμπριανίδης έδωσε έμφαση στην ανάγκη αλλαγής του αναπτυξιακού προτύπου της οικονομίας, μέσω της προώθησης της οικονομίας της γνώσης.
«Κάθε χρόνο χάνουμε μία πόλη», είπε χαρακτηριστικά από το βήμα του συνεδρίου ο βουλευτής Νέας Δημοκρατίας και συνιδρυτής του Brain Gain Κωνσταντίνος Κυρανάκης, αναφερόμενος στις συνέπειες του δημογραφικού προβλήματος στη χώρα μας. Εκτίμησε ότι τώρα υπάρχει μεγαλύτερη αισιοδοξία στη χώρα και αναφέρθηκε στην πολιτική της νέας κυβέρνησης όσον αφορά την υποστήριξη των γεννήσεων.
Έφερε ως παραδείγματα για το τελευταίο την αύξηση του αφορολόγητου για οικογένειες με παιδιά, το εφάπαξ επίδομα 2.000 ευρώ για κάθε παιδί που γεννιέται, από 1-1-2020, τον μειωμένο ΦΠΑ για βρεφικά είδη και τη δέσμευση να μη μείνει κανένα παιδί εκτός παιδικού σταθμού. Εκτίμησε, επίσης, ότι αυτό που έδιωξε από τη χώρα τη γενιά του brain drain είναι η έλλειψη αξιοκρατίας. Έριξε ιδιαίτερο βάρος στην ανάγκη να μειωθούν οι εργοδοτικές εισφορές, ώστε να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να προσλάβουν υψηλού επιπέδου στελέχη.
Στις προεκτάσεις του δημογραφικού ζητήματος σε επίπεδο περιφερειών εστίασε η εντεταλμένη περιφερειακή σύμβουλος της Περιφέρειας Ηπείρου Παναγιώτα Μητροκώστα, τονίζοντας την ανάγκη συνεργασίας κεντρικής εξουσίας, τοπικής αυτοδιοίκησης και όλων των σχετικών φορέων. Αναφέρθηκε, δίνοντας παραδείγματα από την περιφέρεια Ηπείρου, σε μέτρα πολιτικής που μπορούν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση του δημογραφικού, όπως προγράμματα μετεκπαίδευσης και κατάρτισης, ώστε να έχουν κίνητρο οι άνθρωποι να μείνουν στον τόπο τους και να δημιουργήσουν οικογένεια, στροφή στην παραγωγή, ενασχόληση με τον πρωτογενή τομέα, αξιοποίηση συγκριτικών πλεονεκτημάτων, προώθηση της εξωστρέφειας για τους παραγωγούς, υποστήριξη των γυναικών, περισσότερες κοινωνικές δομές κ.ά.
«Το 2050 θα είμαστε, με έναν ήπιο υπολογισμό, γύρω στα 8,2 εκατομμύρια Έλληνες», σημείωσε ο γυναικολόγος, ιδρυτής και πρόεδρος της HOPEgenesis Στέφανος Χανδακάς, τονίζοντας ότι ως χώρα έχουμε, με βάση τα διεθνή δεδομένα, μόλις 6 με 9 χρόνια για να ανατρέψουμε αυτή την εξέλιξη. Εκτίμησε ότι μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει κάποια ολοκληρωμένη, διαχρονική, υπερκομματική πρόταση με μακρύ ορίζοντα. Αναφέρθηκε στο έργο της HOPE Genesis όσον αφορά την υποστήριξη των γεννήσεων σε ακριτικές και νησιωτικές περιοχές, με δυσχερή πρόσβαση σε δομές υγείας, με στόχο να δημιουργηθούν συνθήκες ασφάλειας στις γυναίκες αυτών των περιοχών ώστε να μπορούν να κάνουν παιδιά.
Έφερε παραδείγματα της αποτελεσματικότητας αυτών των πρωτοβουλιών, μεταξύ άλλων, από τους Φούρνους Ικαρίας. Παρόλα αυτά, επεσήμανε, το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τέτοιου είδους περιοχές αλλά όλη την Ελλάδα και εκτίμησε ότι στο κέντρο του προβλήματος βρίσκεται η ελλιπής στήριξη της γυναίκας και της μητρότητας. Τόνισε ότι η Ελλάδα υπολείπεται όχι μόνο σε κεντρικό επίπεδο αλλά και σε ό,τι αφορά τον ιδιωτικό τομέα στην υποστήριξη της ηλικίας από 0-16 μηνών. Χρειάζονται γενναίες παρεμβάσεις, χρειάζεται υποστήριξη από το πρώτο παιδί, καθώς και στοχευμένες επιδοματικές πολιτικές υπογράμμισε. Αξιολόγησε θετικά την υποστήριξη του τοκετού από την παρούσα κυβέρνηση, τονίζοντας ότι χρειάζονται και άλλα μέτρα καθώς και σαφέστερος σχεδιασμός.
Χρησιμοποίησε ως παράδειγμα τη Γαλλία, η οποία, από τη δεκαετία του ’70, με την ίδρυση υπουργείου Οικογένειας, κατάφερε να αναστρέψει τη δική της δημογραφική κρίση, από το 1,3 παιδιά έφτασε στα 1,9. Τέλος, τόνισε την ανάγκη συνεργασίας κεντρικής κυβέρνησης, τοπικής αυτοδιοίκησης, ενόπλων δυνάμεων, οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και ακαδημαϊκής κοινότητας, ώστε να αποκτήσει η χώρα δημογραφική πολιτική.
Στη συμβολή που μπορεί να έχει η ιατρική επιστήμη στην αντιμετώπιση του δημογραφικού ζητήματος αναφέρθηκε από το βήμα του συνεδρίου ο καθηγητής πρώτης βαθμίδας μαιευτικής, γυναικολογίας & υποβοηθούμενης αναπαραγωγής του
Εθνικού και Καποδιστριακού ΠανεπιστημίουΑθηνών Νικόλαος Βλάχος. Μίλησε για τον ρόλο της ιατρικής όσον αφορά την εκπαίδευση του πληθυσμού και εστίασε στην προστασία και διατήρηση της γονιμότητας καθώς και στη θεραπεία προβλημάτων που σχετίζονται με τη γονιμότητα. Σημείωσε ότι η πιθανότητα μιας γυναίκας να κάνει παιδί μειώνεται κατά 20% από τα 26 στα 30 χρόνια και ακόμα περισσότερο στη συνέχεια. Στο πλαίσιο της προφύλαξης της γονιμότητας, αναφέρθηκε στον ρόλο της ενημέρωσης, στην καταπολέμηση των σεξουαλικά μεταδιδόμενων προβλημάτων και στο ασφαλές σεξ.
Έκανε επίσης ιδιαίτερη αναφορά στις γυναίκες με καρκίνο, στην τεχνολογία της κατάψυξης ωαρίων, στα ηθικά ζητήματα που αυτή εγείρει, καθώς και στη βελτίωση των ποσοστών επιτυχίας στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή λόγω της διαρκούς εξέλιξης της τεχνολογίας.
«Η δημογραφική κρίση, σε συνδυασμό με την αλλαγή της σύστασης του πληθυσμού λόγω των αλλοδαπών που υποδέχεται η Ελλάδα, επηρεάζει αρνητικά την πλειοψηφία των επιμέρους συντελεστών ισχύος της χώρας», διαπίστωσε από το βήμα του συνεδρίου ο τέως υπουργός Εθνικής Άμυνας Ευάγγελος Αποστολάκης.
Υπογράμμισε εξάλλου ότι η επιδείνωση του περιβάλλοντος ασφαλείας της Ελλάδας «είναι γεγονός που δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις». Στο πλαίσιο αυτό, σημείωσε ότι είναι μονόδρομος «να συνεχιστεί η προσπάθεια για ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις, σε συνδυασμό με δραστήρια εξωτερική πολιτική και αμυντική διπλωματία για περαιτέρω ενίσχυση των συμμαχιών».
Σύμφωνα με τον κ. Αποστολάκη, η δημογραφική κρίση αποτελεί μείζονα πρόκληση ασφάλειας της Ελλάδας με διττό τρόπο: «Στην υπογεννητικότητα και τη μείωση του πληθυσμού των Ελλήνων προστίθεται η υπεργεννητικότητα χωρών της Ασίας και Αφρικής, που σε συνδυασμό με οικονομικοπολιτικά προβλήματα των εν λόγω χωρών έχουμε τη μεταναστευτική-προσφυγική πραγματικότητα την οποία βιώνουμε τα τελευταία χρόνια».
Ο ίδιος αναφέρθηκε και σε «μια άλλη παράμετρο του δημογραφικού, που σχετίζεται με την ασφάλεια και είναι η κατανομή του προβλήματος στις κοινωνικές ομάδες της χώρας - ενώ η υπογεννητικότητα των Χριστιανών Ελλήνων είναι χαμηλή, δεν ισχύει το ίδιο για τους Έλληνες Μουσουλμάνους του Έβρου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται».
«Η δημογραφική κρίση, εδώ και χρόνια, και ίσως πριν γίνει αντιληπτή σε άλλους τομείς, είχε κτυπήσει απειλητικά την πόρτα των ενόπλων δυνάμεων. Οι πίνακες επανδρώσεως των μονάδων, την τελευταία δεκαπενταετία, παρουσιάζουν χαμηλά -ίσως και μη αποδεκτά- ποσοστά», επεσήμανε κατά την εισήγησή του ο αντιστράτηγος ε.α. και διευθυντής μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ) Ιπποκράτης Δασκαλάκης.
Όπως είπε, ενδεχομένως η δραστική μείωση του μεγέθους των ενόπλων δυνάμεων, η πρόσληψη «επαγγελματιών οπλιτών» και η εισαγωγή σύγχρονων οπλικών συστημάτων να αποτελούσαν τις βέλτιστες λύσεις, «εάν όμως τα οικονομικά μεγέθη το επέτρεπαν και η τουρκική αναθεωρητική και επεκτατική πολιτική έδειχνε σημάδια υποχώρησης και συμμόρφωσης με τις αρχές που διέπουν το διεθνές δίκαιο και την καλή γειτονία ‘συμμάχων’ - κρατών».
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Δασκαλάκης τάχθηκε υπέρ παρεμβάσεων όπως η επαναφορά της θητείας στον Στρατό Ξηράς στους 12 μήνες, η στράτευση γυναικών για μικρότερο αρχικά χρονικό διάστημα από των ανδρών, η υποχρεωτική στράτευση όλων των νέων στην ηλικία των 19 ετών και η καλύτερη αξιοποίηση των εφέδρων.
Στον πραγραμματισμό της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος αναφέρθηκε η υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων αρμόδια για θέματα Πρόνοιας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Δόμνα Μιχαηλίδου κατά το κλείσιμο του συνεδρίου.
Μίλησε για μέτρα οικονομικού χαρακτήρα (επίδομα 2.000 ευρώ για κάθε γέννα, μείωση του συντελεστή ΦΠΑ στα βρεφικά είδη, εισαγωγή έξτρα αφορολόγητου για κάθε παιδί 1.000 ευρώ, δεν θεωρείται πλέον τεκμήριο το αυτοκίνητο μεγάλου κυβισμού για τις πολύτεκενες οικογένειες κ.λπ.) αλλά και μέτρα ευρύτερου χαρακτήρα, όπως η πρόσβαση όλων των παιδιών σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, μέτρο το οποίο χαρακτήρισε «αναπτυξιακό εργαλείο», καθώς, όπως ανέφερε, έρευνες έχουν δείξει ότι όσο πιο νωρίς εντάσσονται τα παιδιά σε παιδικούς σταθμούς τόσο περισσότερα είναι τα οφέλη για το «χτίσιμο» του ανθρώπινου κεφαλαίου μιας χώρας.
Επίσης, έδωσε έμφαση στην πολιτική για την παραμονή της γυναίκας στην αγορά εργασίας, καθώς αυτό, μεταξύ άλλων, θα μειώσει την ανεργία των γυναικών και θα προσφέρει υψηλότερο εισόδημα στις οικογένειες. Η δημογραφική κρίση μπορεί να αντιστραφεί, εκτίμησε η κ. Μιχαηλίδου.
Η κ. Κεφαλογιάννη ανέφερε συνοπτικά ορισμένες παραμέτρους του δημογραφικού ζητήματος (οικογενειακό εισόδημα, κόστος φροντίδας και ανατροφής του παιδιού, κοινωνικές παροχές, συνύπαρξη εργασιακού και οικογενειακού βίου, κοινωνική ασφάλιση, ισότητα ή μη πρόσβασης στην περίθαλψη, μεταναστευτικό-πολιτική ενσωμάτωσης των μεταναστών κ.λπ.).
Πιο αναλυτικά, μίλησε για οικονομική πλευρά του δημογραφικού (έλλειψη νέων εργαζομένων, ανάγκη για ένα δίκαιο και σύγχρονο ασφαλιστικό σύστημα, brain drain-ο κύριος λόγος είναι η έλλειψη αξιοκρατίας), γεωπολιτική πλευρά (η χώρα γίνεται ευάλωτη, λιγότεροι στρατεύσιμοι) καθώς και την εθνική «υπαρξιακή» πλευρά του ζητήματος (λιγότεροι Έλληνες, μικρότερη αναπαραγωγή του πολιτιστικού μας πλούτου).
Τόνισε την ανάγκη μιας διακομματικής, συνεκτικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της δημογραφικής κρίσης, την ανάγκη ενημέρωσης και κινητοποίησης των πολιτών, καθώς και την ανάγκη συνεργασίας κράτους, επιστημονικού και επιχειρηματικού κόσμου, οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, ενώ έθεσε και την περιφερειακή διάσταση του προβλήματος σε σχέση με τις ακριτικές και νησιωτικές περιοχές.