Το χάσμα στα εισοδήματα είναι ενδεχομένως πολύ μικρότερο απ’ ό,τι πιστεύει κανείς, άσχετα από το γεγονός ότι υπάρχουν περιθώρια για ακόμη πιο δίκαιες κοινωνίες. Στη διαπίστωση αυτή προβαίνει ανάλυση του Economist, κόντρα στην ευρεία πεποίθηση περί αλματώδους αύξησης των οικονομικών ανισοτήτων τις τελευταίες δεκαετίες.
Το χάσμα στα εισοδήματα είναι ενδεχομένως πολύ μικρότερο απ’ ό,τι πιστεύει κανείς, άσχετα από το γεγονός ότι υπάρχουν περιθώρια για ακόμη πιο δίκαιες κοινωνίες. Στη διαπίστωση αυτή προβαίνει ανάλυση του Economist, κόντρα στην ευρεία πεποίθηση περί αλματώδους αύξησης των οικονομικών ανισοτήτων τις τελευταίες δεκαετίες.
«Δεν υπάρχει άποψη με μεγαλύτερη επιρροή από την ιδέα ότι οι ανισότητες έχουν αυξηθεί ραγδαία στον πλούσιο κόσμο. Οι πολίτες τη διαβάζουν στις εφημερίδες, την ακούνε από τους πολιτικούς και την αισθάνονται στην καθημερινή ζωή τους», επισημαίνει το βρετανικό περιοδικό, υπογραμμίζοντας ότι η πεποίθηση αυτή έχει δώσει κίνητρο στους λαϊκιστές, που μιλούν για εγωιστικές ελίτ οι οποίες έχουν στερήσει τις ευκαιρίες από τους απλούς ανθρώπους. Επιπλέον, «δίνει τροφή στην αριστερά που προτείνει ακόμη πιο ριζοσπαστικούς τρόπους αναδιανομής του πλούτου και, από την άλλη, έχει σημάνει συναγερμό σε παράγοντες του επιχειρηματικού κόσμου, ορισμένοι από τους οποίους κυνηγούν έναν υψηλότερο κοινωνικό σκοπό».
Ωστόσο, σύμφωνα με τον Economist, η βαθύτερη μελέτη των οικονομικών μεγεθών καθιστά αμφίβολες ορισμένες παραδοχές. Kαταρχάς, πατά σε πήλινα πόδια η εκτίμηση ότι το υψηλότερο 1% των εισοδημάτων έχει αποκοπεί ολοκληρωτικά από τα υπόλοιπα εισοδήματα τις τελευταίες δεκαετίες. «Αυτό ήταν πάντα δύσκολο να αποδειχθεί έξω από την Αμερική. Στη Βρετανία το πλουσιότερο 1% δεν είναι υψηλότερο απ’ ό,τι στα μέσα της δεκαετίας του 1990, μετά την προσαρμογή των φόρων και των κυβερνητικών μεταβιβάσεων. Ακόμη και στην Αμερική, τα επίσημα στοιχεία καταδεικνύουν ότι το αντίστοιχο μέγεθος αυξήθηκε έως το 2000 και από τότε ήταν ευμετάβλητο σε μια επίπεδη τάση».
Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με τον Economist, οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι πρότεροι μελετητές προέβησαν σε μια σειρά υπολογιστικών παραλείψεων. Για παράδειγμα, μεταχειρίστηκαν με λάθος τρόπο τα στοιχεία των επιστροφών φόρων και αγνόησαν τα αυξημένα μερίδια της μεσαίας τάξης στα συνταξιοδοτικά ταμεία. Ενίσχυσαν έτσι τις εκτιμήσεις περί όξυνσης των ανισοτήτων. Παράλληλα, κόντρα στην άποψη ότι οι μισθοί και τα εισοδήματα των νοικοκυριών είχαν λιμνάσει επί μακρά περίοδο, ο προσαρμοσμένος στον πληθωρισμό ρυθμός αύξησης των μεσαίων εισοδημάτων στην Αμερική, την περίοδο 1979 – 2014, κυμάνθηκε από πτώση 8% έως αύξηση 51%, γεγονός που επιτρέπει την επιλεκτική παράθεση δεδομένων ανάλογα με τις ανάγκες του εκάστοτε αφηγήματος.
«Στη Δανία, το μερίδιο του υψηλότερου 1% των εισοδημάτων δεν αυξήθηκε επί τρεις δεκαετίες», τονίζει η ανάλυση του Economist, εντοπίζοντας τα κενά του συστήματος στην αποτυχία ορισμένων ρυθμιστικών πλαισίων και όχι σε κάποιο ελάττωμα του καπιταλιστικού μοντέλου αυτού καθ’ αυτού.
«Βεβαίως, το γεγονός ότι στη συζήτηση για τις ανισότητες έχουν γίνει αμφίβολες παραδοχές δεν περιορίζει την ανάγκη να διαχειριστεί κανείς τις οικονομικές αδικίες, αλλά αντιθέτως υπογραμμίζει την ανάγκη να διασφαλίσει κανείς ότι θα είναι ακριβή τα δεδομένα πάνω στα οποία χαράσσονται οι πολιτικές», διευκρινίζει το βρετανικό περιοδικό, υποστηρίζοντας, για παράδειγμα, ότι ο φόρος στον πλούτο τον οποίο εισηγείται η υποψήφια για το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ Ελίζαμπεθ Γουόρεν θα άφηνε την αμερικανική οικονομία 2% μικρότερη σε μια δεκαετία.
Συμπερασματικά, για τον Economist, το γεγονός ότι η ιδέα των αυξανόμενων ανισοτήτων έχει καταστεί ισχυρή παγκόσμια πεποίθηση στην πράξη έχει εμποδίσει μια εξονυχιστική μελέτη γύρω από το θέμα.
naftemporiki.gr