Τα δεδομένα για τις μεγάλες οικονομίες της ζώνης του ευρώ είναι κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά, με την άλλοτε ατομηχανή της ανάπτυξης, τη Γερμανία, να έχει παγιδευθεί σε τέλμα και συνολικά τον μεταποιητικό κλάδο να αιμορραγεί. Η εικόνα είναι αισθητά καλύτερη στις ΗΠΑ, χωρίς όμως και εκεί να λείπουν τα καμπανάκια για τον αντίκτυπο από τις απρόβλεπτες κινήσεις του Ντόναλντ Τραμπ στο εμπορικό και γεωπολιτικό πεδίο. Θα είναι λοιπόν το 2020 το έτος κατά το οποίο η απειλή της ύφεσης θα πλανάται πάνω από την παγκόσμια οικονομία; Τι προβλέπουν οι οικονομολόγοι για το τέλος του τρέχοντος έτους και τις αρχές της επόμενης χρονιάς;
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Τα δεδομένα για τις μεγάλες οικονομίες της ζώνης του ευρώ είναι κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά, με την άλλοτε ατομηχανή της ανάπτυξης, τη Γερμανία, να έχει παγιδευθεί σε τέλμα και συνολικά τον μεταποιητικό κλάδο να αιμορραγεί. Η εικόνα είναι αισθητά καλύτερη στις ΗΠΑ, χωρίς όμως και εκεί να λείπουν τα καμπανάκια για τον αντίκτυπο από τις απρόβλεπτες κινήσεις του Ντόναλντ Τραμπ στο εμπορικό και γεωπολιτικό πεδίο. Θα είναι λοιπόν το 2020 το έτος κατά το οποίο η απειλή της ύφεσης θα πλανάται πάνω από την παγκόσμια οικονομία; Τι προβλέπουν οι οικονομολόγοι για το τέλος του τρέχοντος έτους και τις αρχές της επόμενης χρονιάς;
Σε ευρεία δημοσκόπηση που πραγματοποίησε το πρακτορείο Reuters για τις μεγάλες οικονομίες του πλανήτη, οι οικονομολόγοι εμφανίζονται συγκρατημένα αισιόδοξοι. Πιστεύουν ότι ο κίνδυνος της ύφεσης έχει αποφευχθεί. Και αυτό εκτιμούν ότι δεν έχει να κάνει τόσο με τα επόμενα βήματα των κεντρικών τραπεζών, που περιμένουν αν είναι εξαιρετικά συγκρατημένα. Ποντάρουν περισσότερο στα θετικά σενάρια για την εξέλιξη που θα έχουν ζητήματα, τα οποία σήμερα είναι οι κορυφαίες πηγές αβεβαιότητας, όπως ο εμπορικός πόλεμος και το Brexit.
Για την Ευρωζώνη ειδικότερα πιστεύουν ότι για φέτος έχει «γλιτώσει» τη συρρίκνωση του ΑΕΠ της, ενώ προσδιορίζουν στο 30% τις πιθανότητες ύφεσης μέσα στην επόμενη διετία. Εκτιμούν ότι στο πλαίσιο αυτό η ΕΚΤ θα τηρήσει στάση αναμονής στις 12 Δεκεμβρίου, ενώ και το 2020 προβλέπουν ότι δεν θα θελήσει να λάβει νέα δραστικά μέτρα. Εξάλλου όλοι πλέον αναγνωρίζουν πως τα εργαλεία της νομισματικής πολιτικής έχουν τα όριά τους στη στήριξη της ανάπτυξης, ενώ πυροδοτούν και παρενέργειες. Έχει φτάσειι πια η στιγμή για τις κυβερνήσεις να αλλάξουν το μίγμα της πολιτικής τους και να «ακούσουν» τόσο τα μηνύματα των μακροοικονομικών δεδομένων όσο και εκείνα που στέλνουν οι πολίτες στην κάλπη.
Συγκεκριμένα σε ερώτηση για το εάν η βελτίωση των προσδοκιών αποδίδεται στις αποφάσεις της ΕΚΤ, η πλειονότητα είπε «εν μέρει», ένα 30% «καθόλου» και μόλις δύο οικονομολόγοι απάντησαν «σε μεγάλο βαθμό».
«Η ΕΚΤ είχε φέτος και θα έχει και την επόμενη χρονιά μικρή συμβολή στην αποφυγή της ύφεσης στη ζώνη του ευρώ. Οι προοπτικές θα κριθούν από το κατά πόσο θα περιοριστούν οι παράγοντες αβεβαιότητας, που λειτουργούν ως βαρίδι» σχολίασε χαρακτηριστικά στο Reuters o επικεφαλής οικονομολόγος της ING.
Όσο για τις ΗΠΑ, περιμένουν ότι θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται με ρυθμούς όχι δυναμικούς, αλλά πάντως ικανοποιητικούς, της τάξης του 1,6% με 1,9% στα επόμενα τρίμηνα έως και το 2021. Οι εξελίξεις στην πολιτική σκηνή (βλ. διαδικασία παραπομπής Τραμπ) ελάχιστο ρόλο φαίνεται να διαδραματίζουν στις εκτιμήσεις των ειδικών. Το βλέμμα είναι στραμμένο στις σχέσεις των ΗΠΑ με τους συμμάχους στο ΝΑΤΟ και ακόμη περισσότερο στις εμπορικές διαπραγματεύσεις της τόσο με την Κίνα όσο και με τους Ευρωπαίους. Σε αυτό το μέτωπο τα μηνύματα, που στέλνει ο Ντόναλντ Τραμπ είναι πολύ συχνά άκρως αντικρουόμενα.
Οι 32 από τους 46 οικονομολόγους που απάντησαν σε μία έξτρα ερώτηση για το πότε βλέπουν να έρχεται η ενδιάμεση (γνωστή και ως Πρώτη Φάση) συμφωνία ΗΠΑ- Κίνας, εκτίμησαν μέσα στο επόμενο τρίμηνο. Επτά είπαν 3-6 μήνες και δύο 6-12 μήνες. Μόνο πέντε θεωρούν ότι θα χρειαστεί να περάσει περισσότερος από ένας χρόνος, δηλαδή ότι θα έρθει μετά τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου 2020 στις ΗΠΑ.
Δεν θα πρέπει πάντως να ξεχνάμε ότι ο Τραμπ κρατάει πάντα στο τραπέζι και την απειλή των δασμών στις εισαγωγές αυτοκινήτων από Ευρώπη. Και εάν τελικά την κάνει πράξη, ο ΟΟΣΑ έχει προειδοποιήσει πως οι επιπτώσεις θα είναι ακόμη πιο δραματικές για την παγκόσμια οικονομία από εκείνες, που προκαλεί η σινο-αμερικανική διαμάχη.