Όλες οι βεβαιωμένες -ληξιπρόθεσμες και μη ληξιπρόθεσμες- οφειλές προς την Εφορία, οι οποίες την 1η Νοεμβρίου 2019 δεν είχαν ρυθμιστεί σε δόσεις μπορούν να υπαχθούν στη νέα πάγια ρύθμιση των 24-48 δόσεων, η οποία καθιερώνεται με το άρθρο 43 του φορολογικού νομοσχεδίου που συζητείται αυτές τις μέρες στη Βουλή. Επιπλέον, με τη νέα πάγια ρύθμιση θα μπορούν να εξοφλούνται τμηματικά σε έως και 24 ή 48 μηνιαίες δόσεις όλες οι οφειλές προς την Εφορία που θα βεβαιώνονται από την 1η-1-2020 και μετά.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Όλες οι βεβαιωμένες -ληξιπρόθεσμες και μη ληξιπρόθεσμες- οφειλές προς την Εφορία, οι οποίες την 1η Νοεμβρίου 2019 δεν είχαν ρυθμιστεί σε δόσεις μπορούν να υπαχθούν στη νέα πάγια ρύθμιση των 24-48 δόσεων, η οποία καθιερώνεται με το άρθρο 43 του φορολογικού νομοσχεδίου που συζητείται αυτές τις μέρες στη Βουλή. Επιπλέον, με τη νέα πάγια ρύθμιση θα μπορούν να εξοφλούνται τμηματικά σε έως και 24 ή 48 μηνιαίες δόσεις όλες οι οφειλές προς την Εφορία που θα βεβαιώνονται από την 1η-1-2020 και μετά.
Στη νέα πάγια ρύθμιση μπορούν να υπαχθούν ειδικότερα:
* Όσοι φορολογούμενοι χρωστούν φόρο εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ, ΦΠΑ και άλλους φόρους και τέλη υπέρ του Δημοσίου που βεβαιώθηκαν στα ονόματά τους εντός του 2019, αλλά δεν έχουν εντάξει τις οφειλές τους αυτές στην ισχύουσα σήμερα πάγια ρύθμιση των 12 δόσεων. Οι φορολογούμενοι αυτοί θα μπορούν να ρυθμίσουν τις συγκεκριμένες οφειλές σε έως και 24 μηνιαίες δόσεις με τους όρους και τις προϋποθέσεις της νέας πάγιας ρύθμισης.
* Όσοι φορολογούμενοι βαρύνονται με παλαιά ληξιπρόθεσμα χρέη προς την Εφορία και τα έχουν αφήσει αρρύθμιστα. Και οι φορολογούμενοι αυτοί θα μπορούν να καταβάλουν τα χρέη τους σε έως και 24 μηνιαίες δόσεις εάν αυτά προέρχονται από φόρους εισοδήματος, ΦΠΑ, ΕΝΦΙΑ ή άλλους τακτικά επιβαλλόμενους φόρους ή μέχρι και σε 48 μηνιαίες δόσεις αν τα εν λόγω χρέη προέρχονται από φόρους κληρονομιάς ή από φορολογικά ή τελωνειακά πρόστιμα ή από άλλες έκτακτες αιτίες.
* Όλα τα χρέη προς την Εφορία που θα βεβαιώνονται μετά την ημερομηνία κατά την οποία θα τεθούν σε ισχύ οι διατάξεις για τη νέα πάγια ρύθμιση, είτε γίνουν ληξιπρόθεσμα είτε όχι.
Σύμφωνα, ειδικότερα, με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 43 του φορολογικού νομοσχεδίου αλλά και με βάση τα όσα ισχύουν ήδη και θα εξακολουθούν να εφαρμόζονται και μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου:
1 Οφειλές που έχουν βεβαιωθεί στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, τα Ελεγκτικά Κέντρα και τα Τελωνεία αλλά δεν έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής η οποία ήταν σε ισχύ την 1η-11-2019 καθώς και οφειλές οι οποίες βεβαιώνονται στο εξής στις ΔΟΥ, τα Ελεγκτικά Κέντρα και τα Τελωνεία δύνανται, κατόπιν αίτησης των οφειλετών, πριν ή μετά τη λήξη της προθεσμίας καταβολής αυτών, να ρυθμίζονται και να καταβάλλονται ως εξής:
α) σε 2 έως 24 μηνιαίες δόσεις,
β) σε 2 έως 48 μηνιαίες δόσεις, εφόσον πρόκειται για οφειλές που βεβαιώνονται από φόρο κληρονομιών, από φορολογικό και τελωνειακό έλεγχο, καθώς και για μη φορολογικές και τελωνειακές οφειλές, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε επόμενες παραγράφους.
2 Το ελάχιστο ποσό κάθε μηνιαίας δόσης ορίζεται σε 30 ευρώ.
3 Ο ακριβής αριθμός των δόσεων για οφειλές που ρυθμίζονται σε έως και 48 δόσεις θα καθορίζεται από τη Φορολογική Διοίκηση, λαμβανομένων υπ’ όψιν εισοδηματικών κριτηρίων. Ειδικότερα:
Α) Για οφειλέτες που είναι φυσικά πρόσωπα ο αριθμός των δόσεων θα καθορίζεται με βάση το ύψος της ρυθμιζόμενης οφειλής και με βάση:
* είτε το μέσο όρο του συνολικού εισοδήματος (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό ή τεκμαρτό) κατά τα τελευταία τρία φορολογικά έτη πριν από την αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση
* είτε το συνολικό εισόδημα (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό ή τεκμαρτό) του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση, εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο.
Το ποσό εισοδήματος που θα λαμβάνεται υπόψη (ο μέσος όρος της τελευταίας τριετίας ή το εισόδημα του αμέσως προηγούμενου έτους) θα πολλαπλασιάζεται τμηματικά με προοδευτικά κλιμακωτό συντελεστή, κατά τον ακόλουθο τρόπο:
Για το τμήμα του εισοδήματος:
α) από 0,01 ευρώ έως 15.000 ευρώ με συντελεστή 4%,
β) από 15.000,01 ευρώ έως 20.000 ευρώ με συντελεστή 6%,
γ) από 20.000,01 ευρώ έως 25.000 ευρώ με συντελεστή 8%,
δ) από 25.000,01 ευρώ έως 30.000 ευρώ με συντελεστή 10%,
ε) από 30.000,01 ευρώ έως 50.000 ευρώ με συντελεστή 12%,
στ) από 50.000,01 ευρώ έως 75.000 ευρώ με συντελεστή 15%,
ζ) από 75.000,01 ευρώ έως 100.000 ευρώ με συντελεστή 20%,
η) πάνω από 100.000 ευρώ με συντελεστή 25%.
Κάθε ένας από τους ανωτέρω συντελεστές θα μειώνεται ανάλογα με τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων του οφειλέτη, κατά μία (1) εκατοστιαία μονάδα για ένα (1) τέκνο, κατά δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες για δύο (2) τέκνα και κατά τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες για τρία (3) τέκνα και άνω.
Το ποσό που θα προκύπτει από τους υπολογισμούς βάσει της παραπάνω κλίμακας συντελεστών (το άθροισμα των γινομένων των τμημάτων του εισοδήματος με τους αντίστοιχους συντελεστές) θα ανάγεται σε μηνιαία βάση, κατόπιν διαίρεσής του με το 12. Στη συνέχεια το συνολικό ποσό της ρυθμιζόμενης οφειλής θα διαιρείται με το ποσό που θα έχει προκύψει από την αναγωγή σε μηνιαία βάση. Ο αριθμός των δόσεων θα προκύπτει από το ακέραιο μέρος του πηλίκου της τελευταίας αυτής διαίρεσης, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης, το οποίο ανέρχεται σε 30 ευρώ. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης έχει υποβάλει μηδενικές δηλώσεις για όλα τα φορολογικά έτη που λαμβάνονται υπ’ όψιν για τον καθορισμό της ικανότητας αποπληρωμής, θα χορηγείται ο μέγιστος αριθμός δόσεων, υπό τον περιορισμό του ποσού της ελάχιστης μηνιαίας δόσης.
Β) Για οφειλέτες που είναι νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες ο αριθμός των δόσεων θα καθορίζεται με βάση
* το μέσο όρο των συνολικών ακαθαρίστων εσόδων των τριών τελευταίων πριν από την αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση φορολογικών ετών για τα οποία έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος ή
* τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση, για τα οποία έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, εφόσον αυτά είναι μεγαλύτερα.
Το μεγαλύτερο ποσό μεταξύ των συνολικών ακαθαρίστων εσόδων της τελευταίας τριετίας και των συνολικών ακαθαρίστων εσόδων του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους θα πολλαπλασιάζεται τμηματικά με προοδευτικά κλιμακωτό συντελεστή, κατά τον ακόλουθο τρόπο:
Για ποσό εσόδων:
α) από 0,01 ευρώ έως 1.000.000 ευρώ με συντελεστή 5%,
β) από 1.000.000,01 ευρώ έως 1.500.000 ευρώ με συντελεστή 7%,
γ) από 1.500.000,01 ευρώ και άνω με συντελεστή 10%.
Το ποσό που θα προκύπτει από τους υπολογισμούς βάσει της παραπάνω κλίμακας συντελεστών θα ανάγεται σε μηνιαία βάση, κατόπιν διαίρεσής του με το 12. Στη συνέχεια το συνολικό ποσό της ρυθμιζόμενης οφειλής θα διαιρείται με το ποσό που θα έχει προκύψει από την αναγωγή σε μηνιαία βάση. Ο αριθμός των δόσεων θα προκύπτει από το ακέραιο μέρος του πηλίκου της τελευταίας αυτής διαίρεσης, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης, το οποίο ανέρχεται σε 30 ευρώ. Σε περίπτωση που για όλα τα φορολογικά έτη με βάση τα οποία καθορίζεται η ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη έχουν υποβληθεί μηδενικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, θα χορηγείται ο μέγιστος αριθμός δόσεων, υπό τον περιορισμό του ποσού της ελάχιστης μηνιαίας δόσης.
4 Προκειμένου να καθοριστούν ο αριθμός και τα ποσά των μηνιαίων δόσεων που δικαιούται κάθε οφειλέτης-φυσικό πρόσωπο για να ρυθμίσει κάποιο έκτακτο χρέος του θα λαμβάνεται υπόψη το συνολικό πραγματικό δηλωθέν εισόδημά του. Για τον προσδιορισμό του εισοδήματος αυτού θα αθροίζονται όλα τα δηλωθέντα ποσά εισοδημάτων που έχουν επιβαρυνθεί με φόρο εισοδήματος ή έχουν απαλλαγεί από τον φόρο εισοδήματος ή έχουν φορολογηθεί με ειδικό τρόπο ή αυτοτελώς, ακόμη κι αυτά που απαλλάχθηκαν ή εξαιρέθηκαν από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης.
5 Εναλλακτικά, για τον καθορισμό του αριθμού των δόσεων και του ύψους κάθε μηνιαίας δόσης, σε περίπτωση αίτησης για ρύθμιση εκτάκτου χρέους, θα λαμβάνεται υπόψη το τεκμαρτό εισόδημα αν αυτό είναι μεγαλύτερο από το πραγματικό.
6 Ο αριθμός των μηνιαίων δόσεων που θα καθορίζεται από τη Φορολογική Διοίκηση για τις έκτακτες οφειλές δεν μπορεί να είναι μικρότερος των 24, υπό τον περιορισμό ότι το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 30 ευρώ. Ο οφειλέτης θα μπορεί πάντως να επιλέξει δόσεις λιγότερες των 24.
7 Για την υπαγωγή στη ρύθμιση είναι απαραίτητα:
α) η αναλυτική δήλωση όλων των εισοδημάτων, περιουσιακών στοιχείων και τυχόν οφειλών προς τρίτα πρόσωπα,
β) η διαπίστωση ότι έχουν υποβληθεί οι φορολογικές δηλώσεις της τελευταίας πενταετίας και
γ) αν οι συνολικές βασικές οφειλές υπερβαίνουν το ποσό των 50.000 ευρώ, η προσκόμιση στοιχείων από τα οποία προκύπτει η πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία και η δυνατότητα τήρησης των όρων της ρύθμισης, με υπογραφή για τον έλεγχο και την πιστοποίηση αυτών από ανεξάρτητο εκτιμητή. Για συνολικές βασικές οφειλές που υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, πέραν της τήρησης των οριζόμενων στο προηγούμενο εδάφιο προϋποθέσεων απαιτείται η πρόσθετη παροχή εγγύησης ή διασφάλισης ή εμπράγματης ασφάλειας για το σύνολο αυτών. Ανεξάρτητος εκτιμητής θα προσδιορίζει την αξία της προσφερόμενης διασφάλισης.
8 Για την υπαγωγή στη ρύθμιση θα απαιτείται να υποβληθεί ηλεκτρονικά αίτηση-υπεύθυνη δήλωση σε ειδική εφαρμογή που θα λειτουργεί στο σύστημα TAXISnet.
9 Η πρώτη δόση της ρύθμισης πρέπει να καταβάλλεται μέσα σε 3 εργάσιμες ημέρες από την ημέρα υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση, οι δε επόμενες δόσεις την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών.
10 Η καθυστέρηση πληρωμής μίας δόσης θα έχει ως συνέπεια την επιβάρυνση αυτής με προσαύξηση 15%. Η δόση αυτή με την αναλογούσα προσαύξηση πρέπει να καταβληθεί το αργότερο μέχρι την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας καταβολής της επόμενης δόσης.
11 Για οφειλές που ρυθμίζονται σε έως και 12 δόσεις, ο τόκος θα υπολογίζεται με βάση το τελευταίο δημοσιευμένο μέσο ετήσιο επιτόκιο δανείων σε ευρώ χωρίς καθορισμένη διάρκεια αλληλόχρεων λογαριασμών που χορηγούνται από όλα τα πιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτό δημοσιεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, πλέον 0,25%, ετησίως υπολογιζόμενο.
12 Για οφειλές που ρυθμίζονται σε περισσότερες από 12 μηνιαίες δόσεις, το επιτόκιο θα προσαυξάνεται κατά μιάμιση εκατοστιαία μονάδα (1,5%).
13 Η ρύθμιση θα χάνεται με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου της οφειλής, εάν ο οφειλέτης:
α) δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα μία δόση της ρύθμισης πέραν της μίας φοράς,
β) καθυστερήσει την καταβολή της τελευταίας δόσης της ρύθμισης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός,
γ) δεν υποβάλλει τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας καθ’ όλο το διάστημα της ρύθμισης καταβολής των οφειλών του και μέχρι την εξόφλησή τους,
δ) δεν είναι ενήμερος στις οφειλές του από την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση και μετά,
ε) έχει υποβάλει ελλιπή ή αναληθή στοιχεία προκειμένου να του χορηγηθεί η ρύθμιση.
14 Οι οφειλέτες που είναι συνεπείς στην εκπλήρωση των όρων της ρύθμισης μέχρι το πέρας αυτής, κατά την καταβολή της τελευταίας δόσης, θα απαλλάσσονται από την πληρωμή ποσού που ισούται με το 25% των τόκων που έχουν επιβαρύνει το ποσό των δόσεων της ρυθμιζόμενης οφειλής. Η απαλλαγή δεν θα μπορεί να υπερβαίνει το ύψος της τελευταίας δόσης.
15 Η υπαγωγή στη ρύθμιση δεν θα αναστέλλει τυχόν δεσμεύσεις και κατασχέσεις που έχουν ήδη επιβληθεί σε απαιτήσεις του οφειλέτη εις χείρας τρίτων, αλλά τα ποσά που θα προκύπτουν από τα αναγκαστικά αυτά μέτρα είσπραξης θα μειώνουν ισόποσα τα υπόλοιπα των ρυθμιζόμενων οφειλών. Δηλαδή οι οφειλέτες εναντίον των οποίων έχουν ήδη ξεκινήσει δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών και κατασχέσεις στα υπόλοιπα των καταθέσεών τους ή κατασχέσεις σε μισθούς, συντάξεις, ενοίκια, επιδόματα, επιδοτήσεις κ.λπ. δεν θα απαλλάσσονται από τα επαχθή αυτά μέτρα με την υπαγωγή τους στη νέα πάγια ρύθμιση. Κάθε φορά που θα πιστώνονται ποσά στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους και γενικότερα κάθε φορά που συγκεκριμένες χρηματικές απαιτήσεις τους θα βρίσκονται στα χέρια αυτών που πρόκειται να τους τις εξοφλήσουν θα εξακολουθούν να δεσμεύονται και να κατάσχονται από τις φορολογικές αρχές προκειμένου να χρησιμοποιούνται για την αποπληρωμή του εκάστοτε ανεξόφλητου υπολοίπου των οφειλών που θα έχουν ενταχθεί στη νέα πάγια ρύθμιση.
16 Η Φορολογική Διοίκηση θα διατηρεί το δικαίωμα και μετά την υπαγωγή ενός οφειλέτη στη νέα πάγια ρύθμιση να μην του χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας για μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπραγμάτου δικαιώματος επ’ αυτού, εφόσον αυτός δεν έχει μεριμνήσει ώστε να διασφαλίζονται τα συμφέροντα του Δημοσίου.
17 Η Φορολογική Διοίκηση θα μπορεί κι από μόνη της, μετά την υπαγωγή του οφειλέτη στη νέα πάγια ρύθμιση, να εγγράφει υποθήκες σε περιουσιακά στοιχεία του ιδίου, των συνυπόχρεων προσώπων ή των εγγυητών, εφόσον η ρυθμιζόμενη οφειλή του δεν είναι «ασφαλισμένη».
18 Ακόμη κι αν ο οφειλέτης έχει βάλει ήδη υποθήκη ένα ή περισσότερα από τα ακίνητά του με σκοπό να εξασφαλίσει το αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας όχι για να πωλήσει ακίνητο, αλλά για να εισπράξει χρήματα από φορείς του Δημοσίου, η Φορολογική Διοίκηση θα μπορεί να του παρακρατά ένα σημαντικό ποσοστό από τα χρήματα που δικαιούται, για να μειώσει ή να εξαλείψει πλήρως το υπόλοιπο της οφειλής που θα έχει εντάξει στη νέα πάγια ρύθμιση. Σε κάθε περίπτωση, η Φορολογική Διοίκηση θα μπορεί να προβαίνει σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη από το Δημόσιο με τα οφειλόμενα από αυτόν ποσά των μηνιαίων δόσεων της νέας πάγιας ρύθμισης.