Επενδύσεις ύψους 43,8 δισ. ευρώ έως το 2030 θα δρομολογήσει η επίτευξη των στόχων που περιλαμβάνει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), το οποίο κατάρτισε το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και τίθεται σε δημόσια διαβούλευση μετά τη χθεσινή του έγκριση από το υπουργικό συμβούλιο, ώστε να υποβληθεί μέχρι το τέλος του έτους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Από την έντυπη έκδοση
Του Κώστα Δεληγιάννη
[email protected]
Επενδύσεις ύψους 43,8 δισ. ευρώ έως το 2030 θα δρομολογήσει η επίτευξη των στόχων που περιλαμβάνει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), το οποίο κατάρτισε το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και τίθεται σε δημόσια διαβούλευση μετά τη χθεσινή του έγκριση από το υπουργικό συμβούλιο, ώστε να υποβληθεί μέχρι το τέλος του έτους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ενδεικτικό είναι πως η επιτάχυνση της διείσδυσης των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή θα κινητοποιήσει κεφάλαια 9 δισ. ευρώ, ενώ οι παρεμβάσεις για την ενεργειακή απόδοση (όπως η ανακαίνιση του κτηριακού αποθέματος) 11 δισ.
Παράλληλα, από τη δημιουργία νέων υποδομών για το ηλεκτρικό σύστημα θα προέλθουν 5,5 δισ. ευρώ, ενώ η ανάπτυξη νέων δικτύων και έργων αποθήκευσης φυσικού αερίου θα «μεταφραστεί» σε επενδύσεις 2 δισ.
Τα κεφάλαια αυτά αναμένεται να αφήσουν σημαντικό αποτύπωμα στην απασχόληση και την εθνική οικονομία.
Έτσι, μόνο από την υλοποίηση των μέτρων και πολιτικών για τις ΑΠΕ και την ενεργειακή αναβάθμιση κτηρίων μπορούν να δημιουργηθούν και να διατηρηθούν πάνω από 60.000 θέσεις εργασίας έως το 2030. Το εισόδημα των εργαζομένων που σχετίζονται με τους κλάδους αυτούς υπολογίζεται ότι μπορεί να εμφανίσει δυνητική αύξηση 8,2 δισ. ευρώ και η εγχώρια προστιθέμενη αξία στους δύο αυτούς κλάδους να ενισχυθεί κατά 20,7 δισ. ευρώ.
Κατά τη χθεσινή συνέντευξη Τύπου για την παρουσίαση του Σχεδίου, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κωστής Χατζηδάκης, υπογράμμισε πως το κείμενο εκφράζει συνολικά τη φιλοσοφία της κυβέρνησης όχι μόνο για την ενέργεια, αλλά και για το μείζον ζήτημα της κλιματικής αλλαγής. «Είναι ένα κείμενο στο οποίο αποτυπώνεται σε μεγάλο βαθμό η πράσινη ατζέντα της κυβέρνησης», σημείωσε χαρακτηριστικά ο υπουργός, προσθέτοντας ότι καθορίζονται πιο φιλόδοξοι εθνικοί στόχοι σε σχέση με το αρχικό σχέδιο ΕΣΕΚ του Ιανουαρίου, ενώ σε πολλές περιπτώσεις θέτει τον πήχη πιο ψηλά και σε σχέση με τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στη νέα εποχή
Σύμφωνα με τον υπουργό, η πλήρης απολιγνιτοποίηση της χώρας μέχρι το 2028, που ανακοινώθηκε από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στη Σύνοδο Κορυφής του ΟΗΕ, έβαλε απευθείας την Ελλάδα στην πρώτη ταχύτητα, όσον αφορά τη μετάβαση στη νέα εποχή της ενέργειας και της περιβαλλοντικής προστασίας. «Η μετάβαση αυτή, όμως, οφείλει να είναι δίκαιη για τις περιοχές που επηρεάζονται. Για αυτό και στα μέσα του 2020 στοχεύουμε να παρουσιάσουμε ένα ολοκληρωμένο Σχέδιο Δίκαιης Μετάβασης (Master Plan) που θα αποτελεί τον αναπτυξιακό οδικό χάρτη στη μετά-λιγνίτη εποχή», συμπλήρωσε.
Όσον αφορά το προσχέδιο που είχε υποβληθεί τον περασμένο Ιανουάριο, θέτει υψηλότερο στόχο μείωσης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, κατά 55% σε σχέση με τις εθνικές εκπομπές του 2005, για να γίνει δυνατή η μετάβαση σε μια οικονομία κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050.
Όσον αφορά το ενεργειακό μίγμα, όπως είναι φυσικό, βασικός «πυλώνας» του σχεδιασμού είναι η πλήρης απολιγνιτοποίηση, προβλέποντας ότι κενό που θα αφήσει το ορυκτό καύσιμο θα καλυφθεί στον μεγαλύτερο βαθμό από τις ΑΠΕ. Έτσι, προβλέπεται πως η συμμετοχή των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας θα φτάσει στο 35% έως το 2030, επίπεδο σχεδόν διπλάσιο από το σημερινό επίπεδο του 18%, και η συμμετοχή τους στην ηλεκτροπαραγωγή άνω του 61%-64%.
Σε αυτό το πλαίσιο, έως το 2030 προβλέπεται να εγκατασταθούν νέα αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα συνολικής ισχύος 8 GW. Επιπλέον στόχοι είναι το μερίδιο των ΑΠΕ για τις ανάγκες θέρμανσης και ψύξης να ξεπεράσει το 40% και στον τομέα των μεταφορών να προσεγγίσει το 19%.
Ποσοτικός στόχος τίθεται επίσης και για την προώθηση συστημάτων ΑΠΕ στα κτήρια και των συστημάτων διεσπαρμένης παραγωγής, μέσω αυτοπαραγωγής, ενεργειακού συμψηφισμού και ενεργειακών κοινοτήτων. Προβλέπεται συγκεκριμένα έως το 2030 η λειτουργία τέτοιων συστημάτων ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ εγκατεστημένης ισχύος 1 GW, ικανών να καλύψουν τη μέση ηλεκτρική κατανάλωση τουλάχιστον 330.000 νοικοκυριών.
Τέλος, προτεραιότητα αποτελεί και η προώθηση της ηλεκτροκίνησης που θα στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ.