Η κινητικότητα στην αγορά εργασίας, που εντάθηκε τα τελευταία χρόνια, είναι μέρος της νέας κανονικότητας στη μετά κρίση εποχή, με τον διψήφιο ρυθμό ανάπτυξης της βιομηχανίας των συνεργατικών χώρων και την ώθηση στην «οικονομία σάντουιτς» να καταδεικνύουν ότι η οικονομική κρίση μπορεί να πέρασε (τουλάχιστον αυτό διαφαίνεται στους οικονομικούς δείκτες), αλλά ήρθε η ψηφιακή μετάβαση που αλλάζει άρδην τη φύση της εργασίας, συντηρώντας τη μεταβλητότητα.
Από την έντυπη έκδοση
Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]
Η κινητικότητα στην αγορά εργασίας, που εντάθηκε τα τελευταία χρόνια, είναι μέρος της νέας κανονικότητας στη μετά κρίση εποχή, με τον διψήφιο ρυθμό ανάπτυξης της βιομηχανίας των συνεργατικών χώρων και την ώθηση στην «οικονομία σάντουιτς» να καταδεικνύουν ότι η οικονομική κρίση μπορεί να πέρασε (τουλάχιστον αυτό διαφαίνεται στους οικονομικούς δείκτες), αλλά ήρθε η ψηφιακή μετάβαση που αλλάζει άρδην τη φύση της εργασίας, συντηρώντας τη μεταβλητότητα.
Έτσι, η Florence Pernocer, από τη Νορμανδία, βρήκε δουλειά σε γαλλικό πρακτορείο ταξιδίων στην Ιρλανδία, ο Πολωνός μηχανικός ποδηλάτων Grzegorz Osobka μετακινήθηκε στη Νορβηγία για να προσφέρει υπηρεσίες στην Bike Brothers, ο Paolo Camaioni από το αγροτικό Abruzzo της Ιταλίας πήγε στη Λιθουανία για μια θέση στο τμήμα εξυπηρέτησης πελατών μιας αεροπορικής εταιρείας και ανάμεσά τους σχεδόν τα 3/4 των Ελλήνων που μετανάστευσαν στα χρόνια της κρίσης (σχεδόν μισό εκατ.) εξακολουθούν να εργάζονται εκτός συνόρων.
Επιπλέον, ένας αυξανόμενος αριθμός Ελλήνων εργάζονται εξ αποστάσεως για να δημιουργήσουν ή να συμπληρώσουν το εισόδημά τους στην Ελλάδα και πολλές δεκάδες στελέχη μετακινούνται καθημερινά στο πλαίσιο υποχρεώσεων που συνεπάγεται η εξωστρέφεια των σύγχρονων επιχειρήσεων.
Αυτή η εικόνα συνεχούς κινητικότητας (ενδεικτικά παραδείγματα αντλήσαμε από το portal EURES της Ε.Ε., που διασταυρώνει προσφορά και ζήτηση εργασίας στις ευρωπαϊκές χώρες), η οποία εντείνεται πλέον όχι λόγω της κρίσης αλλά λόγω του ψηφιακού περιβάλλοντος και του νέου μοντέλου ευέλικτης απασχόλησης που επιβάλλει, δημιουργεί ανάγκες ευελιξίας στους χώρους εργασίας. Ως αποτέλεσμα η βιομηχανία, από τους συνεργατικούς χώρους και τα εκκολαπτήρια μέχρι τις εταιρείες παροχής υψηλού επιπέδου υπηρεσιών υποστήριξης γραφείου και φιλοξενίας, ανθεί.
Στην Ελλάδα υπάρχει μια πληθώρα πρωτοβουλιών, από εταιρείες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα μέχρι πολυεθνικές. Ενδεικτικά αναφέρονται οι: Orange Grove, The Cube, Found.ation, CoLab, Impact HUB Athens, Spaces, Regus κ.ά.
Διεθνής τάση
Οι συνεργατικοί χώροι αναπτύσσονται επιθετικά παγκοσμίως, με την αγορά να μετρά περίπου 12 εκατ. τ.μ. (125 εκατ. τετραγωνικά πόδια), με περισσότερα από 5 εκατ. τ.μ. (50 εκατ. τετραγωνικά πόδια) να βρίσκονται στις ΗΠΑ, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη των CoreNet και Cushman & Wakefield.
Μάλιστα, έρευνα της Regus έδειξε ότι τέτοιος μεμονωμένος χώρος εργασίας κατά μέσο όρο μπορεί να συντηρήσει 218 θέσεις. Κάθε μεμονωμένο κέντρο εργασίας μπορεί επίσης να δημιουργήσει κατά μέσο όρο 121 επιπρόσθετες θέσεις εργασίας στην τοπική κοινωνία, καθώς διεγείρεται η κινητικότητα στη γύρω περιοχή. Όταν δημιουργούνται εταιρείες σε προαστιακές τοποθεσίες, φέρουν μαζί τους τοπικά αγαθά και υπηρεσίες, καθώς και εργαζόμενους που ξοδεύουν χρήματα στην περιοχή, δημιουργώντας τη λεγόμενη «οικονομία σάντουιτς».
Η ανάπτυξη νέων χώρων είναι αδιάκοπη χάρη στη συνεχή ζήτηση από τους μεγάλους παίκτες της αγοράς. Παραδοσιακές εταιρείες ακινήτων, επενδυτικές εταιρείες και επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών έχουν εισέλθει στον κλάδο παρέχοντας ευέλικτες λύσεις χώρων εργασίας στους πελάτες τους, που είναι ένα μίγμα διεθνών επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων μικρού και μεσαίου μεγέθους εταιρείες.
Θα πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι συνεργατικοί χώροι (coworking) και ευέλικτοι χώροι εργασίας είναι όροι που χρησιμοποιούνται συχνά σα να πρόκειται για το ίδιο πράγμα, αν και δεν είναι. Ο ευέλικτος χώρος εργασίας είναι ουσιαστικά χώρος που προσφέρεται ως υπηρεσία: με το κλειδί στο χέρι, με χώρους που δίνουν πρόσβαση σε τεχνολογία, σε επιλογές φιλοξενίας και ευεξίας. Οι coworking ή συνεργατικοί χώροι, που πρωτοεμφανίστηκαν στις αρχές της χιλιετίας, είναι κοινόχρηστοι χώροι για ανεξάρτητη επαγγελματική δραστηριότητα. Πολλοί επαγγελματίες νεοφυών επιχειρήσεων προτιμούν αυτό το περιβάλλον, με στόχο κυρίως τη δικτύωση και την αλληλεπίδραση με άλλους επιχειρηματίες. Η πρόσβαση σε υπηρεσίες, ωστόσο, είναι περιορισμένη συγκριτικά με τις δυνατότητες εταιρειών παροχής χώρων εργασίας. Κι ενώ οι πρώτες εμφανίστηκαν κυρίως μετά το 2000, οι τελευταίες, που έχουν μια πιο οργανωμένη δομή, λειτουργούν με αυστηρότερες προδιαγραφές και απευθύνονται σε μεγαλύτερη γκάμα επαγγελματιών, ενώ έχουν παρουσία στην αγορά πάνω σχεδόν 40 χρόνια.
Διαβάθμιση υπηρεσιών
Αυτή η σχετική σύγχυση στον καθορισμό των υπηρεσιών που παρέχονται από τους συνεργατικούς και τους ευέλικτους χώρους εργασίας επηρεάζει σ’ έναν βαθμό την αντίληψη περί της γκάμας των υπηρεσιών, του κόστους, της εμπειρίας των εργαζομένων, της ψηφιακής ασφάλειας κ.ο.κ. Η έρευνα των CoreNet και Cushman & Wakefield για το 2019 διερευνά τις απόψεις των στελεχών γι’ αυτό το είδος εταιρικού real estate και τις εμπειρίες τους σ’ αυτή την αναπτυσσόμενη αγορά.
Διαπιστώνεται ότι σχεδόν τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι οι επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονται χρησιμοποιούν συνεργατικούς χώρους. Η πλειονότητα έχει μια θετική άποψη γι’ αυτό το περιβάλλον εργασίας, ενώ μια μειονότητα, κάτω από το 10%, βλέπει τους συνεργατικούς χώρους εργασίας με αρνητικό μάτι.
Ειδικότερα, η έρευνα δείχνει ότι το 63% των εταιρειών χρησιμοποιεί συνεργατικούς χώρους, με το υψηλότερο ποσοστό να καταγράφεται στις ΗΠΑ (66%) και το χαμηλότερο στην περιοχή Ασίας/Ειρηνικού (58%). Το 1/3 των οργανισμών που κάνουν χρήση των συνεργατικών χώρων είδαν μείωση του συνολικού κόστους στον τομέα της χρήσης ακινήτων κατά περισσότερο από 5%, ενώ ενδεικτικό της δυναμικής ανάπτυξης της αγοράς είναι ότι, σε όλο τον πλανήτη, μια μέση εταιρεία αξιοποιεί σήμερα το 12% των εργαζομένων της μέσω περιβάλλοντος εργασίας συνεργατικών χώρων. Το ποσοστό αυτό έχει υπερδιπλασιαστεί σε δύο χρόνια (5%) και αναμένεται να διπλασιαστεί τα επόμενα πέντε (24%). Εξάλλου πριν από δύο χρόνια η πλειονότητα των οργανισμών δεν είχε πρόσβαση σε συνεργατικούς χώρους. Σήμερα, μόνο το ένα τέταρτο των εταιρειών δηλώνει κάτι τέτοιο.
Στα οφέλη από τη χρήση συνεργατικών χώρων καταγράφεται η ευελιξία και η μείωση του κόστους στον τομέα του real estate. Η ψηφιακή ασφάλεια είναι το πιο συχνά αναφερόμενο δυνητικό μειονέκτημα.
Ο leader
Στην Ελλάδα η αγορά αυτή άνοιξε σχεδόν από τη Regus, του ομίλου IWG, που ήρθε στη χώρα το 1998, σχεδόν δέκα χρόνια μετά την ίδρυση της πολυεθνικής. Η Κατερίνα Μάνου, ως επικεφαλής της IWG για την Ελλάδα και γειτονικές αγορές, την υπηρετεί δεκατέσσερα χρόνια, από το 2005, έχοντας πλέον στον έλεγχό της πέρα από την Κύπρο και τη Βουλγαρία και χώρες όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Ρουμανία, η Σλοβακία, η Τσεχία αλλά και η Μέση Ανατολή.
Όταν εγκαινίασε τη δραστηριότητα της Regus στην Ελλάδα έψαχνε πελάτες αφιερώνοντας χρόνο για ενημέρωση του κοινού γύρω από το concept των ευέλικτων λύσεων στο περιβάλλον εργασίας, αλλά σήμερα η ζήτηση χτυπά την πόρτα της. Ως αποτέλεσμα, η εταιρεία επεκτείνεται με υψηλούς ρυθμούς. Η ίδια δεν βλέπει ανταγωνισμό στις πρωτοβουλίες που αφορούν συνεργατικούς χώρους. Αντ’ αυτού, όπως αναφέρει στη «N», θεωρεί ότι συμβάλλουν στην ανάπτυξη κουλτούρας για περιβάλλον ευέλικτης εργασίας και ενισχύουν μια τάση η οποία έρχεται μαζί με τις ραγδαίες εξελίξεις στην τεχνολογία, την ανάγκη βέλτιστης διαχείρισης κόστους, εστίασης στον πυρήνα της επιχειρηματικής δραστηριότητας και επίτευξης καλύτερης ισορροπίας προσωπικής και επαγγελματικής ζωής.
Είναι ενδεικτικό ότι η εταιρεία έχει τριπλασιάσει το μέγεθός της μέσα σε τρία χρόνια και από τρεις χώρους διαθέτει πλέον 8 κέντρα στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένου του νέου σημείου στη Θεσσαλονίκη, με το 9ο να ανοίγει στο παλαιό εργοστάσιο της ΕΛΒΙΕΛΑ τον Ιανουάριο. Επίσης, δραστηριοποιείται σε όλη τη γκάμα των υπηρεσιών, αφού η IWG, μητρική εταιρεία της Regus έχει τοποθετήσει στην τοπική αγορά και το σήμα Spaces.
Σε παγκόσμια κλίμακα, ο όμιλος από 600 θέσεις εργασίας που εξυπηρετούσε πριν από τρία χρόνια σήμερα εξυπηρετεί 2.700. Σε ετήσια βάση ο ρυθμός ανάπτυξης της αγοράς, με βάση τα στοιχεία της IWG, που κατέχει ηγετική θέση, κυμαίνεται σε 20%. Η πολυεθνική από 3.500 σημεία σήμερα σχεδιάζει να επεκταθεί σε 20.000 σε τρία χρόνια ενώ ειδικότερα στην Ελλάδα υπάρχουν σχέδια για επέκταση σε 50 σημεία.