Το στίγμα της έδωσε η νέα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Κριστίν Λαγκάρντ, στην πρώτη σημαντική ομιλία της σε τραπεζικό συνέδριο στη Φραγκφούρτη, κάνοντας λόγο για ένα νέο μίγμα πολιτικής, που θα δίνει έμφαση στις δημόσιες επενδύσεις, ενώ ζήτησε ξεκάθαρα τη συμβολή των κυβερνήσεων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η Ευρωζώνη μπορεί να ευημερήσει μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο αβεβαιότητα, όπως χαρακτηριστικά έδειξαν τα αποθαρρυντικά οικονομικά στατιστικά στοιχεία που ανακοινώθηκαν χθες. Αυτό ωστόσο που χαρακτήρισε την ομιλία της ήταν η απουσία οιασδήποτε νύξης για τη νομισματική πολιτική, λέγοντας απλώς ότι η κεντρική τράπεζα θα συνεχίσει να επιτελεί το έργο της όσον αφορά τη στήριξη της οικονομίας και να ανταποκρίνεται στους μελλοντικούς κινδύνους σύμφωνα με την εντολή της για σταθερότητα των τιμών.
Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Το στίγμα της έδωσε η νέα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Κριστίν Λαγκάρντ, στην πρώτη σημαντική ομιλία της σε τραπεζικό συνέδριο στη Φραγκφούρτη, κάνοντας λόγο για ένα νέο μίγμα πολιτικής, που θα δίνει έμφαση στις δημόσιες επενδύσεις, ενώ ζήτησε ξεκάθαρα τη συμβολή των κυβερνήσεων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η Ευρωζώνη μπορεί να ευημερήσει μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο αβεβαιότητα, όπως χαρακτηριστικά έδειξαν τα αποθαρρυντικά οικονομικά στατιστικά στοιχεία που ανακοινώθηκαν χθες.
Αυτό ωστόσο που χαρακτήρισε την ομιλία της ήταν η απουσία οιασδήποτε νύξης για τη νομισματική πολιτική, λέγοντας απλώς ότι η κεντρική τράπεζα θα συνεχίσει να επιτελεί το έργο της όσον αφορά τη στήριξη της οικονομίας και να ανταποκρίνεται στους μελλοντικούς κινδύνους σύμφωνα με την εντολή της για σταθερότητα των τιμών. Η αποφυγή αυτή σηματοδοτεί στροφή από την τακτική του πρώην προέδρου της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, που συχνά χρησιμοποιούσε τις ομιλίες του για να υπαινιχθεί επικείμενες κινήσεις της ΕΚΤ - συνήθως επιθετικά μέτρα στήριξης.
Μήνυμα στις κυβερνήσεις
Πιάνοντας το νήμα από το σημείο όπου το είχε αφήσει ο προκάτοχός της, η Λαγκάρντ έστειλε σαφές μήνυμα στις κυβερνήσεις να ενισχύσουν την εσωτερική τους ζήτηση, προτάσσοντας τη δημοσιονομική πολιτική ως βασικό εργαλείο για να ξεπεραστούν οι προκλήσεις που δημιουργεί το μεταβαλλόμενο τοπίο του παγκόσμιου εμπορίου. «Η απάντηση έγκειται στο να μετατρέψουμε την Ευρωζώνη σε μία εξωστρεφή οικονομία που θα εμπιστεύεται τις δυνάμεις της, μία οικονομία που θα μπορεί να αξιοποιήσει στο έπακρο τη δυναμική της έτσι ώστε να ενισχύσει την εσωτερική ζήτηση και τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη» είπε χαρακτηριστικά, καλώντας ταυτόχρονα τα πανευρωπαϊκά ταμεία να επενδύσουν σε «πράσινα» και ψηφιακά προγράμματα.
Με τις τοποθετήσεις αυτές η Κριστίν Λαγκάρντ φαίνεται να βαδίζει πάνω στην ιδέα που διατύπωσε στις αρχές του μήνα το Βερολίνο. Είπε χαρακτηριστικά ότι «έχουμε τη μοναδική ευκαιρία να ανταποκριθούμε στον σημερινό μεταβαλλόμενο κόσμο μας, τον γεμάτο προκλήσεις, επενδύοντας στο μέλλον μας». Αυτή ακριβώς η φράση καθιστά ολοφάνερο ότι αναφέρθηκε αποκλειστικά σε «μελλοντικούς κινδύνους», τη στιγμή όμως που αυτή τη στιγμή παραμένει άλυτο το πρόβλημα του χαμηλού πληθωρισμού και της υποτονικής ανάπτυξης, γεγονός που σημαίνει ότι το τοπίο παραμένει θολό και ότι οι αγορές περιμένουν μεγαλύτερη σαφήνεια για τον «τρόπο σκέψης» της ΕΚΤ.
Αυτό που απομένει τώρα είναι να διαπιστωθεί κατά πόσο είναι αποφασισμένες οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης να αυξήσουν τις επενδύσεις τους, καθώς -για παράδειγμα- Γερμανία και Ολλανδία έχουν επαρκή δημοσιονομικό χώρο για να αυξήσουν τις δαπάνες, όμως εμφανίζονται απρόθυμες να μεγαλώσουν το χρέος τους.
Αναθεώρηση στρατηγικής για τον στόχο πληθωρισμού
Η Κριστίν Λαγκάρντ είπε ότι θα ανακοινώσει σύντομα αναθεώρηση της στρατηγικής της ΕΚΤ, που αναμένεται να περιλαμβάνει και επανασχεδιασμό του στόχου για τον πληθωρισμό, ένα βήμα που θα βοηθήσει στο να γεφυρωθούν οι διαφορές που έχουν δημιουργηθεί στους κόλπους του δ.σ. της - θέση που επικροτεί το Βερολίνο. Ο διοικητής της Μπούντεσμπανκ, Γενς Βάιντμαν, δήλωσε χθες ότι στηρίζει την αναθεώρηση της στρατηγικής της ΕΚΤ, βρίσκοντας μάλιστα την ευκαιρία να επαναλάβει την προειδοποίηση ότι τα συνεχιζόμενα μέτρα στήριξης έχουν παρενέργειες που δεν πρέπει να αγνοηθούν. «Η ΕΚΤ δεν θα πρέπει να εφησυχάζει εάν η υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική πυροδοτεί φούσκες» τόνισε ο Βάιντμαν.
Με τα επιτόκια να παραμένουν εδώ και χρόνια σε υπερβολικά χαμηλά επίπεδα, ακόμη και αρνητικά, η ΕΚΤ προειδοποίησε στην αρχή της εβδομάδας ότι φούσκες έχουν ήδη αρχίσει να δημιουργούνται και γι’ αυτό επεσήμανε ότι έγκειται στις ίδιες τις κυβερνήσεις να βάλουν όρια στον χρηματοοικονομικό τομέα, καθώς οι τιμές κατοικιών είναι αυτή τη στιγμή υπερτιμημένες περισσότερο από 7% και ορισμένες σκιώδεις τράπεζες αναλαμβάνουν υπερβολικά μεγάλο ρίσκο. Τις θέσεις της Λαγκάρντ επικρότησε και ο διευθύνων σύμβουλος της Deutsche Bank Κρίστιαν Σιούινγκ, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για επενδύσεις, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «η Λαγκάρντ βρήκε τον σωστό τόνο».
Πτώση του ΡΜΙ και οριακή ανάπτυξη του ΑΕΠ Γερμανίας
Η οικονομία της Ευρωζώνης χρειάζεται κινητήρια δύναμη για να μπορέσει να αυξήσει τη δυναμική της, καθώς τα νέα στοιχεία έρχονται να ρίξουν και πάλι σκιές στις προοπτικές της. Το δυσοίωνο είναι ότι η κάμψη του μεταποιητικού κλάδου φαίνεται να επηρεάζει τώρα και τον τομέα παροχής υπηρεσιών. Αυτό δείχνει ότι τα μέχρι τώρα μέτρα της ΕΚΤ, το νέο πρόγραμμα αγοράς ενεργητικού αξίας 20 δισ. ευρώ μηνιαίως και η περαιτέρω μείωση του επιτοκίου καταθέσεων δεν έχουν αποδώσει καρπούς.
Ο σύνθετος δείκτης της Markit ΡΜΙ για μεταποίηση και υπηρεσίες, που θεωρείται αξιόπιστος οδηγός για την οικονομία της Ευρωζώνης, διολίσθησε στο 50,3 τον Νοέμβριο από 50,6 τον Οκτώβριο, οδεύοντας προς το 50, το ορόσημο που διαχωρίζει την ανάπτυξη από τη συρρίκνωση.
Πρόκειται για νούμερο χαμηλότερο από τις προβλέψεις αναλυτών του Reuters, ενώ απέχει ελάχιστα από το χαμηλό άνω των έξι ετών του Σεπτεμβρίου.
Την ίδια στιγμή, η εξαγωγική μηχανή της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης, της Γερμανίας, «πάτησε φρένο», όπως έδειξαν τα πρώτα στοιχεία για το ΑΕΠ τρίτου τριμήνου, που αναπτύχθηκε οριακά κατά 0,1%, αποφεύγοντας τελικά την ύφεση, καθότι στο δεύτερο τρίμηνο το γερμανικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε 0,2%.