Οικονομία & Αγορές
Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2019 13:02

Βλέπει υπερφορολόγηση (και) η Κομισιόν

Επενδυτικές τράπεζες, οίκοι αξιολόγησης και οικονομόλογοι επισημαίνουν όλοι σταθερά πως η υπερφορολόγηση είναι ένα «βαρίδι» στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Τη θέση συμμερίζεται και η Κομισιόν, αναγνωρίζοντας έτσι ότι απαιτείται ένα πολύ διαφορετικό μείγμα πολιτικής από εκείνο, που ακολουθήθηκε τα χρόνια της κρίσης και των τριών μνημονίων. Στην τελευταία έκθεσή της δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρη. Σημειώνει ότι οι υπερβολικά υψηλοί συντελεστές δεν μεταφράζονται σε ανάλογα έσοδα για το κράτος, αφού ενισχύουν το «κίνητρο» φοροαποφυγής και καθιστούν την Ελλάδα μη ελκυστικό προορισμό για επενδύσεις. Σχολιάζει δε πως το φορολογικό σύστημα αντί να ευνοεί, επιβαρύνει περισσότερο νέους και καινοτόμες επιχειρήσεις.  

Επενδυτικές τράπεζες, οίκοι αξιολόγησης και οικονομόλογοι επισημαίνουν όλοι σταθερά πως η υπερφορολόγηση είναι ένα «βαρίδι» στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Τη θέση συμμερίζεται και η Κομισιόν, αναγνωρίζοντας έτσι ότι απαιτείται ένα πολύ διαφορετικό μείγμα πολιτικής από εκείνο, που ακολουθήθηκε τα χρόνια της κρίσης και των τριών μνημονίων. Στην τελευταία έκθεσή της δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρη. Σημειώνει ότι οι υπερβολικά υψηλοί συντελεστές δεν μεταφράζονται σε ανάλογα έσοδα για το κράτος, αφού ενισχύουν το «κίνητρο» φοροαποφυγής και καθιστούν την Ελλάδα μη ελκυστικό προορισμό για επενδύσεις. Σχολιάζει δε πως το φορολογικό σύστημα αντί να ευνοεί, επιβαρύνει περισσότερο νέους και καινοτόμες επιχειρήσεις.  

«Το υψηλό φορολογικό βάρος στις επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένου του υψηλού διοικητικού βάρους, δεν καθιστά την Ελλάδα ελκυστικό προορισμό για επενδύσεις» διαμηνύει. Ο συντελεστής φορολόγησης των εταιρικών κερδών στη χώρα μας είναι ο 6ος υψηλότερος στη ζώνη του ευρώ. Τα έσοδα για το κράτος από αυτόν όμως είναι απλώς στο μέσο όρο του ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά. 

Επιπλέον η Κομισιόν σημειώνει πως όλοι οι αυτοαπασχολούμενοι καλούνται να πληρώσει έναν πάγιο ετήσιο φόρο 650 ευρώ, εάν είναι ενεργοί για περισσότερο από μία πενταετία, ανεξάρτητα από την κερδοφορία τους και σχετικά υψηλά και περίπλοκα τέλη χαρτοσήμου. Καταλογίζει δε στο ελληνικό φορολογικό σύστημα στοιχεία, που λειτουργούν μειονεκτικά για τους νέους και τις καινοτόμες επιχειρήσεις, ενώ επικαλείται έκθεση της PwC η οποία έδειξε ότι οι ελληνικές πιχειρήσεις περνούν διπλάσιες ώρες για τη συμμόρφωση με τους φορους από ό,τι απαιτείται σε άλλες χώρες της Ε.Ε..

Υπογραμμίζει επίσης ότι εξαιρετικά υψηλό είναι και το μέσο βάρος φορολόγησης της εργασίας. Ο συντελεστής είναι στο 43%, όταν ο μέσος όρος στη ζώνη του ευρώ είναι 36%. «Τα φορολογικά βάρη είναι αισθητά υψηλότερα σε σχέση με τα άλλα κράτη- μέλη για ζευγάρια στα οποία μόνο ο ένας έχει μισθό και σε νοικοκυριά με παιδιά» αναφέρει η έκθεση και προσθέτει: «Και αυτό συμβαίνει παρά το υψηλό αφορολόγητο όριο (είναι το 10ο υψηλότερο στις 19 χώρες του ευρώ), το οποίο περιορίζει τη φορολογική βάση». 

Για τα χαμηλά εισοδήματα το μεγαλύτερο βάρος προέρχεται από τις ασφαλιστικές εισφορές. Για αυτές δεν ισχύει αφορολόγητο όριο, ενώ η μερίδα των εισφορών που βαρύνει άμεσα τους εργαζομένους είναι σχετικά υψηλή, υπογραμμίζει η Κομισιόν. Αυτό το υψηλό φορολογικό βάρος οδηγεί τους εργαζομένους στην αυτοαπασχόληση, η οποία είναι δύο φορές πιο διαδεδομένη στην Ελλάδα από ό,τι στην Ευρωζώνη, αν και το ποσοστό έχει αρχίσει να περιορίζεται από το 2013 και έπειτα. 

Το χειρότερο είναι πως οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές δεν μεταφράζονται σε ανάλογα έσοδα για το κράτος. Τα έσοδα από τη φορολόγηση εισοδήματος στη χώρα μας κινούνται χαμηλότερα του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Και τούτο γιατί οι υψηλοί συντελεστές αυξάνουν το κίνητρο σε πολίτες να μην δηλώσουν το πραγματικό ύψος τους εισοδήματός τους. 

Παρά τις πολυάριθμες προσπάθειες για πρόοδο στο μέτωπο της φορολογικής συμμόρφωσης, σε υψηλά επίπεδα παραμένει και η απάτη του ΦΠΑ, σημειώνουν οι Βρυξέλλες. Το «κενό του ΦΠΑ» αυξήθηκε κατά 2,6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2016 και ήταν το δεύτερο υψηλότερο (33,6%) στη ζώνη του ευρώ το 2017. Την περίοδο 2013-2017 εκτινάχθηκε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Υπολογίζεται πάντως ότι μειώθηκε το 2018.