Εισηγήσεις για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί το εναπομείναν υπερπλεόνασμα του φετινού προϋπολογισμού συγκεντρώνει το οικονομικό επιτελείο εν όψει και της λήψης των τελικών αποφάσεων που αναμένονται από την επόμενη εβδομάδα και το αργότερο έως τις αρχές Δεκεμβρίου.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Εισηγήσεις για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί το εναπομείναν υπερπλεόνασμα του φετινού προϋπολογισμού συγκεντρώνει το οικονομικό επιτελείο εν όψει και της λήψης των τελικών αποφάσεων που αναμένονται από την επόμενη εβδομάδα και το αργότερο έως τις αρχές Δεκεμβρίου.
Οι εισηγήσεις αφορούν την ενίσχυση επιλεγμένων κοινωνικών ομάδων που συγκαταλέγονται στους οικονομικά ασθενέστερους πολίτες, την «επιστροφή φόρων» (κυρίως από εισφορά αλληλεγγύης και τέλος επιτηδεύματος) σε αυτούς που συνέβαλαν στο να δημιουργηθεί το φετινό υπερπλεόνασμα, αλλά και σε κλείσιμο εκκρεμοτήτων που ούτως ή άλλως θα βρει μπροστά της η κυβέρνηση μέσα στην επόμενη χρονιά (π.χ. αναδρομικά συνταξιούχων), προκειμένου το φετινό υπερπλεόνασμα να αξιοποιηθεί για τη μείωση των βαρών στον προϋπολογισμό της επόμενης χρονιάς.
Οι οριστικές αποφάσεις θα ληφθούν από τον ίδιο τον πρωθυπουργό με οικονομικά αλλά και πολιτικά κριτήρια, καθώς εκτός από τις αντοχές του προϋπολογισμού θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν τόσο οι δημόσιες δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η κυβέρνηση για ενίσχυση των ασθενέστερων όσο και τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί από τις αρχές του χρόνου (μείωση ΕΝΦΙΑ, καταβολή 13ης σύνταξης κ.λπ.).
Το κοινωνικό μέρισμα
Οι τελικές αποφάσεις προφανώς θα είναι συνάρτηση του ποσού που θα διατεθεί τελικώς για τη χρηματοδότηση του έκτακτου κοινωνικού μερίσματος. Κυβερνητικά στελέχη έχουν ήδη «φωτογραφίσει» ένα ποσό της τάξεως των 400-500 εκατ. ευρώ, το οποίο είναι μικρότερο σε σχέση με αυτό που διατέθηκε πέρυσι για τη χορήγηση του έκτακτου κοινωνικού μερίσματος σε εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά που «έπιασαν» τα οικονομικά και περιουσιακά κριτήρια.
Αυτό θα ληφθεί υπ’ όψιν εν όψει των τελικών αποφάσεων, καθώς η κυβέρνηση δεν θέλει να εμφανιστεί ότι δίνει το «μισό μέρισμα» σε σχέση με αυτό που διανεμήθηκε πέρυσι τον Δεκέμβριο. Στην πραγματικότητα δεν υφίσταται σύγκριση, καθώς φέτος έχει χρηματοδοτηθεί από το υπερπλεόνασμα η μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση, στα τρόφιμα και στην ηλεκτρική ενέργεια, η μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 22%, αλλά και η διανομή της έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης προς τους συνταξιούχους τον περασμένο Μάιο.
Αν απορριφθεί η λύση της διανομής του διαθέσιμου μερίσματος μέσω της πλατφόρμας της ΗΔΙΚΑ (η οποία χρησιμοποιήθηκε πέρυσι και πρόπερσι), υπάρχει το σενάριο των στοχευμένων οικονομικών ενισχύσεων στις οποίες έχει αναφερθεί και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, ο οποίος με πρόσφατες δηλώσεις του είχε υποστηρίξει ότι «έπειτα από δέκα χρόνια κρίσης δεν θα ανεχθώ, με τη νέα ανάπτυξη που έχουμε, να δημιουργηθούν νέες ανισότητες. Θα υπάρχει υπερπλεόνασμα το 2019. Θα πάει στοχευμένα στους πιο αδύναμους. Θα δούμε πού. Δεν θα δώσουμε λίγα σε πολλούς. Θέλω αυτά που θα δώσω να πιάσουν τόπο». Οι συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες που μπορεί να ενισχυθούν είναι οι εξής:
*Η ενίσχυση των χαμηλοσυνταξιούχων που μέχρι τώρα έπαιρναν το ΕΚΑΣ. Το να δοθεί ένα γενικευμένο επίδομα στους συνταξιούχους δεν αποτελεί σενάριο που συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες, καθώς έχει προηγηθεί η καταβολή του Μαΐου. Οι δικαιούχοι του ΕΚΑΣ, ωστόσο, αποτελούν μια ιδιαίτερη ομάδα, καθώς τα μέλη της πρόκειται να χάσουν ακόμη περισσότερο από το διαθέσιμο εισόδημά τους με την αλλαγή του χρόνου. Το ΕΚΑΣ, μετά την τελευταία περικοπή που υιοθετήθηκε στο τέλος του 2018, περιορίστηκε στα μόλις 12 ευρώ ανά μήνα με προοπτική η καταβολή του να σταματήσει τελείως από το 2020. Τα 144 ευρώ για έναν συνταξιούχο που ζει με 6.500 ευρώ τον χρόνο (σ.σ.: αυτό είναι και το εισοδηματικό όριο) συνιστά μείωση διαθέσιμου εισοδήματος κατά 2%, τη στιγμή που υποτίθεται ότι το 2020 θα κινούμαστε με ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 2,5%-2,8%.
Η κυβέρνηση, βέβαια, έχει δεσμεύσει το ποσό για την ενίσχυση των συνταξιούχων με στόχο να προσφέρει οικονομική ενίσχυση προς το τέλος του 2020. Το να δοθεί, ωστόσο, μια οικονομική βοήθεια στους φτωχότερους των συνταξιούχων είναι ένα σενάριο που «ταιριάζει» με τις δηλώσεις του πρωθυπουργού, ενώ έχει και περιορισμένο δημοσιονομικό κόστος. Ακόμη και μια ολόκληρη σύνταξη να δοθεί στους δικαιούχους του ΕΚΑΣ (δηλαδή από 360 έως 650 ευρώ), δεν θα χρειαστούν περισσότερα από 100-120 εκατ. ευρώ.
*Η δεύτερη κοινωνική ομάδα είναι οι δικαιούχοι του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης. Εισπράττουν από 200 ευρώ για μονοπρόσωπο νοικοκυριό, 100 ευρώ επιπλέον για κάθε ενήλικο μέλος και 50 ευρώ επιπλέον για κάθε ανήλικο μέλος. Για να πάρουν ένα επιπλέον μηνιαίο επίδομα δεν χρειάζονται περισσότερα από 55 εκατ. ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι με 100-110 εκατ. ευρώ μπορούν να δοθούν ακόμη και δύο μηνιάτικα. Περίπου 100 εκατ. ευρώ αρκούν για να δοθεί κι ένα επιπλέον επίδομα στους ανέργους.
«Επιστροφή» φόρων
Η σταδιακή κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, αλλά και του τέλους επιτηδεύματος, αποτελούν επίσης προγραμματική δέσμευση της κυβέρνησης, για την οποία όμως δεν βρέθηκε δημοσιονομικός χώρος να υλοποιηθεί από το 2020. Έτσι, λοιπόν, έχει πέσει στο τραπέζι η πρόταση να επιστραφεί μέρος του ποσού που βεβαιώθηκε φέτος στους φορολογούμενους για τις δύο αυτές επιβαρύνσεις.
Δεδομένου ότι οι δύο φόροι αποδίδουν αθροιστικά πάνω από 1 δισ. ευρώ, προφανώς θα μπορούσε να επιστραφεί μόνο μέρος του συνολικού ποσού και ενδεχομένως «στοχευμένα» σε όσους έχουν μεσαία εισοδήματα (π.χ. από 12.000 έως 30.000 ευρώ). Το πλεονέκτημα της πρότασης έχει να κάνει με τον ευχάριστο αιφνιδιασμό της κοινής γνώμης και ειδικά της μεσαίας τάξης. Από την άλλη, μια τέτοια επιλογή θα αναιρούσε ουσιαστικά την κυβερνητική δέσμευση για ενίσχυση των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων.
Διευθέτηση εκκρεμοτήτων
Υπάρχουν και οι περισσότερο «πρακτικοί» στην κυβέρνηση, οι οποίοι εισηγούνται το όποιο περίσσευμα να διατεθεί προκειμένου να πληρωθούν από φέτος οικονομικές υποχρεώσεις που ούτως ή άλλως θα βρει μπροστά της η κυβέρνηση μέσα στο 2020. Το σενάριο αυτό προφανώς περιλαμβάνει τα αναδρομικά των συνταξιούχων. Είναι πολύ δύσκολο, ωστόσο, να γίνουν υπολογισμοί ποσών μέσα στις 40 ημέρες που υπολείπονται μέχρι το τέλος του χρόνου. Και προφανώς δεν υπάρχει η δυνατότητα μεταφοράς του ποσού στον προϋπολογισμό της επόμενης χρονιάς, καθώς τότε η διάθεση του υπερπλεονάσματος θα «φουσκώσει» τις δαπάνες του ερχόμενου έτους.
Οι εισηγήσεις αφορούν την ενίσχυση ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων, την «επιστροφή φόρων» (π.χ. εισφορά αλληλεγγύης, τέλος επιτηδεύματος), αλλά και κλείσιμο εκκρεμοτήτων (π.χ αναδρομικά συνταξιούχων) προκειμένου το φετινό υπερπλεόνασμα να αξιοποιηθεί για τη μείωση των βαρών στον προϋπολογισμό του 2020.