Αυξημένη κινητικότητα παρατηρείται τον τελευταίο καιρό σε εξαγορές και συγχωνεύσεις στους περισσότερους κλάδους της παγκόσμιας οικονομίας, σε μία εξέλιξη που φαίνεται να επιβεβαιώνει τις προβλέψεις αναλυτών που περίμεναν επιτάχυνση της εν λόγω δραστηριότητας τους τελευταίους τρεις μήνες του έτους, παρά το γεγονός ότι το πρώτο εννεάμηνο ήταν μικρότερη από τα περσινά επίπεδα.
Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Αυξημένη κινητικότητα παρατηρείται τον τελευταίο καιρό σε εξαγορές και συγχωνεύσεις στους περισσότερους κλάδους της παγκόσμιας οικονομίας, σε μία εξέλιξη που φαίνεται να επιβεβαιώνει τις προβλέψεις αναλυτών που περίμεναν επιτάχυνση της εν λόγω δραστηριότητας τους τελευταίους τρεις μήνες του έτους, παρά το γεγονός ότι το πρώτο εννεάμηνο ήταν μικρότερη από τα περσινά επίπεδα.
Oι διεθνείς εξαγορές και συγχωνεύσεις τους πρώτους εννέα μήνες του έτους έχουν φθάσει την αξία των 3,05 τρισ. δολαρίων σε 25.754 συμφωνίες, νούμερο ωστόσο κατά 5,6% χαμηλότερο σε σχέση με το περσινό εννεάμηνο, κυρίως λόγω της αβεβαιότητας που προκαλεί ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας και οι εξελίξεις γύρω από το Brexit.
Κινητήριος δύναμη για νέες συμφωνίες θα μπορούσε να αποτελέσει η προοπτική επίλυσης της εμπορικής διένεξης ανάμεσα στις δύο κορυφαίες οικονομίες του πλανήτη, που διαφαίνεται το τελευταίο διάστημα παρά τις αντικρουόμενες δηλώσεις κορυφαίων αξιωματούχων και την απουσία λεπτομερειών και σαφούς χρονοδιαγράμματος.
Λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη μεγάλη ευφορία στα χρηματιστήρια και το περιβάλλον των υπερβολικά χαμηλών επιτοκίων, οι επιχειρήσεις διαθέτουν άπλετο ρευστό που θα μπορούσαν να το διοχετεύσουν σε νέο γύρο εξαγορών και συγχωνεύσεων. Μάλιστα, το ρευστό που έχουν αυτή τη στιγμή στα «χέρια» τους οι κορυφαίες εισηγμένες αμερικανικές επιχειρήσεις είναι τόσο μεγάλο, που αναλυτές θεωρούν ότι οι περαιτέρω εξαγορές θα είναι κάτι σαν μονόδρομος.
Τα φώτα στα χρηματιστήρια
Το ενδιαφέρον λοιπόν επιστρέφει και πάλι στον χώρο των διεθνών χρηματιστηρίων, καθώς φαίνεται να αρχίζει νέος γύρος σταθεροποίησης, με πόλο έλξης αυτή τη φορά την Ιβηρική Χερσόνησο. Η διαφορά είναι ότι το ενδιαφέρον εστιάζεται τώρα σε μικρότερους παίκτες, καθώς τα κορυφαία ευρωπαϊκά χρηματιστήρια Deutsche Boerse και Χρηματιστήριο Αξιών του Λονδίνου (LSE) θεωρούνται υπερβολικά μεγάλα για να ενωθούν, χωρίς να προκαλέσουν σοβαρές ανησυχίες εκ μέρους των ρυθμιστικών αρχών για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών.
Ως γνωστόν, άλλωστε, οι ρυθμιστικές αρχές της Ε.Ε. έβαλαν πριν από δύο χρόνια οριστικό φρένο στα σχέδια του Deutsche Boerse να εξαγοράσει το LSE. Επίσης, μόλις τον προηγούμενο μήνα, το χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ απέσυρε την πρότασή του για εξαγορά του LSE, έναντι 39 δισ. δολαρίων, καθώς δεν κατάφερε να πείσει τη διοίκηση του LSE να στηρίξει την κίνηση, κινήσεις που δείχνουν ότι οι συγχωνεύσεις μεταξύ μεγάλων ομίλων διαχείρισης χρηματιστηρίων έχουν μέχρι στιγμής ναυαγήσει. Από την άλλη πλευρά, το Euronext βρίσκεται ήδη σε «κυνήγι» νέων αγορών, έχοντας απορροφήσει τα χρηματιστήρια του Δουβλίνου και του Όσλο.
Στο προσκήνιο το ΒΜΕ
Στο προσκήνιο βρίσκεται τώρα το ισπανικό Bolsas y Mercados Espanoles (BME), το τελευταίο εναπομείναν αυτόνομο χρηματιστήριο, το οποίο διεκδικούν τόσο το Euronext όσο και το ελβετικό SIX.
Το ελβετικό SIX υπέβαλε φιλική προσφορά εξαγοράς, εξ ολοκλήρου σε μετρητά, για το ισπανικό χρηματιστήριο, η μετοχή του οποίου ενισχύθηκε περισσότερο από ένα τέταρτο, 34,7%. Το SIX προσφέρει για το BME 34 ευρώ ανά μετοχή, τιμή που συνεπάγεται μία κεφαλαιοποίηση της τάξης των 2,85 δισ. ευρώ, δηλ. με ένα premium 34% επί της κεφαλαιοποίησης των 2 δισ. ευρώ που είχε το BME πριν από την ανακοίνωση της προσφοράς. Από την πλευρά του το Euronext επιβεβαίωσε ότι βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με το BME με την προοπτική υποβολής προσφοράς, χωρίς ωστόσο να έχει αποκαλύψει το ποσό που είναι διατεθειμένο να καταβάλει. Με κεφαλαιοποίηση της τάξης των 5 δισ. ευρώ, το Euronext είχε αρνηθεί στις αρχές του μήνα ότι σκόπευε να υποβάλει προσφορά για την εξαγορά του BME.
Ωστόσο είχε γνωστοποιήσει ότι διαθέτει αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ για εξαγορές και ότι σχεδιάζει να διεκδικήσει νέες αγορές. Τα μέλη του δ.σ. και οι μέτοχοι του ΒΜΕ θα πρέπει να αποφασίσουν εάν θα περιμένουν το Euronext να υποβάλει επίσημη προσφορά, πριν λάβουν τελική απόφαση για την ελβετική προσφορά. Μία εξαγορά του ΒΜΕ δεν θα άλλαζε ουσιαστικά το ευρωπαϊκό χρηματιστηριακό τοπίο, απλώς θα ισχυροποιούσε το SIX ή το Euronext. Το Euronext μεγάλωσε σταδιακά την παρουσία του με αποτέλεσμα να διαχειρίζεται σήμερα τα χρηματιστήρια σε Νορβηγία, Ολλανδία, Βέλγιο, Πορτογαλία, Γαλλία και Ιρλανδία. Το SIX εστιάζεται στην Ελβετία, καθώς ελέγχεται από ελβετικές τράπεζες, γι’ αυτό και η αγορά του ΒΜΕ θα του προσέδιδε μία βάση εντός της Ε.Ε. και θα το κατέτασσε στην τρίτη θέση μετά το LSE και το Deutsche Boerse από πλευράς εσόδων και κερδών, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Citi.
Φαρμακευτικές
Η μετοχή της Qiagen έκανε άλμα 14%, γνωρίζοντας τη μεγαλύτερη άνοδο εδώ και 19 έτη, καθώς η γερμανική εταιρεία γενετικών δοκιμών γνωστοποίησε ότι βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με διάφορους πιθανούς αγοραστές. Ήδη, ο φαρμακευτικός κλάδος γενικότερα έχει προβάδισμα στις μεγάλες συμφωνίες του 2019, με την AbbVie να ανακοινώνει μέγα εξαγορά 63 δισ. δολαρίων για την αγορά της Allergan, την παρασκευάστρια του Botox, ενώ η Bristol Myers Squibb άνοιξε εντυπωσιακά το έτος ανακοινώνοντας την αγορά της Celgene στην τιμή των 74 δισ. δολαρίων.
Ιαπωνικός κολοσσός τεχνολογίας
Στην Ιαπωνία βρίσκεται στα σκαριά νέος τεχνολογικός κολοσσός από τη SoftBank, η οποία σχεδιάζει να συγχωνεύσει τη θυγατρική της στο internet, Υahoo Japan, με την εταιρεία διαχείρισης μηνυμάτων Line, καθώς προσπαθεί να ανταγωνιστεί τόσο με τον τοπικό ανταγωνιστή της Rakuten όσο και με άλλες κορυφαίες τεχνολογικές εταιρείες των ΗΠΑ. Ο νέος τεχνολογικός όμιλος που θα δημιουργηθεί θα έχει αξία 30 δισ. δολαρίων. Η συγχώνευση της πιο δημοφιλούς υπηρεσίας μηνυμάτων της Ιαπωνίας με έναν από τους κορυφαίους online ομίλους της χώρας αποτελεί το τελευταίο δείγμα συγκεντρωτισμού στον ιαπωνικό τεχνολογικό κλάδο.
Αναθέρμανση στον κλάδο εκτυπώσεων
Το ενδιαφέρον επεκτείνεται και στον κλάδο εκτυπώσεων, που βρίσκεται σε καθοδική πορεία εδώ και χρόνια, καθώς η ολοένα και μεγαλύτερη ανάπτυξη των ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας μειώνει την ανάγκη για εκτυπώσεις. Η Hewlett Packard (HP) απέρριψε μεν την προσφορά χρηματοδοτούμενης εξαγοράς ύψους 33,5 δισ. δολαρίων της Xerox, όμως άφησε να εννοηθεί ότι αντ’ αυτού μπορεί να υποβάλει η ίδια δική της προσφορά για την εξαγορά του αμερικανικού ομίλου στον χώρο της εκτύπωσης. Η Xerox έχει κεφαλαιοποίηση 8,4 δισ. δολαρίων και η ΗΡ κοντά στα 30 δισ. δολάρια.