Σημαντικές φοροελαφρύνσεις για νέους μικρομεσαίους επιχειρηματίες και ελεύθερους επαγγελματίες που πραγματοποιούν ετήσιους τζίρους μέχρι 10.000 ευρώ, αλλά και για χιλιάδες αγρότες με πολύ χαμηλά εισοδήματα κρύβουν οι διατάξεις του φορολογικού νομοσχεδίου που έθεσε σε δημόσια διαβούλευση η κυβέρνηση.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Σημαντικές φοροελαφρύνσεις για νέους μικρομεσαίους επιχειρηματίες και ελεύθερους επαγγελματίες που πραγματοποιούν ετήσιους τζίρους μέχρι 10.000 ευρώ, αλλά και για χιλιάδες αγρότες με πολύ χαμηλά εισοδήματα κρύβουν οι διατάξεις του φορολογικού νομοσχεδίου που έθεσε σε δημόσια διαβούλευση η κυβέρνηση.
Όπως προκύπτει από μια πιο προσεκτική ανάγνωση των διατάξεων του νομοσχεδίου οι οποίες αφορούν τις αλλαγές στην κλίμακα φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, τα καθαρά κέρδη που θα αποκτούν οι νέοι εμποροβιοτέχνες και ελεύθεροι επαγγελματίες κατά τα τρία πρώτα χρόνια άσκησης των δραστηριοτήτων τους θα φορολογούνται πλέον με έναν εξαιρετικά χαμηλό συντελεστή φόρου, της τάξεως του 4,5%, εφόσον τα ετήσια ακαθάριστα έσοδά τους δεν υπερβαίνουν τα 10.000 ευρώ.
Επιπλέον, η μείωση του ελάχιστου συντελεστή φόρου από το 22% στο 9% θα ισχύει και για τις αγροτικές επιδοτήσεις και ενισχύσεις, εφόσον τα ποσά τους μαζί με τυχόν εισοδήματα από πωλήσεις γεωργικών προϊόντων δεν υπερβαίνουν τα 10.000 ευρώ. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 29 του ισχύοντος ΚΦΕ, για τα φυσικά πρόσωπα με πρώτη δήλωση έναρξης επιτηδεύματος από 1ης Ιανουαρίου 2013 και μετά και για τα τρία (3) πρώτα έτη άσκησης της δραστηριότητάς τους ο φορολογικός συντελεστής του πρώτου κλιμακίου μειώνεται κατά 50%, εφόσον το ετήσιο ακαθάριστο εισόδημά τους από επιχειρηματική δραστηριότητα δεν υπερβαίνει τις 10.000 ευρώ.
Από την 1η-1- 2020 που ο φορολογικός συντελεστής του πρώτου κλιμακίου της φορολογικής κλίμακας των αυτοαπασχολουμένων θα μειωθεί από το 22% στο 9%, όσα φυσικά πρόσωπα προβούν σε δήλωση έναρξης επαγγέλματος ιδρύοντας νέες ατομικές επιχειρήσεις θα έχουν το προνόμιο της φορολόγησης των καθαρών κερδών με έναν πολύ χαμηλό συντελεστή φόρου της τάξεως του 4,5% κατά τα τρία πρώτα χρόνια λειτουργίας των επιχειρήσεών τους, υπό την προϋπόθεση ότι τα ετήσια ακαθάριστα έσοδά τους δεν θα υπερβαίνουν τα 10.000 ευρώ.
Η εφαρμογή του χαμηλού συντελεστή 4,5% θα ισχύσει μόνο για τα χρόνια εκείνα της πρώτης τριετίας λειτουργίας, για τα οποία ο ετήσιος τζίρος δεν θα είναι μεγαλύτερος των 10.000 ευρώ.
Επιδοτήσεις
Σύμφωνα με τις ήδη ισχύουσες διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, κατά τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος (καθαρού κέρδους) από την ατομική άσκηση αγροτικής δραστηριότητας λαμβάνονται υπ’ όψιν, εκτός από τα έσοδα των πωλήσεων των αγροτικών προϊόντων και τα ποσά ορισμένων ενισχύσεων και επιδοτήσεων. Συγκεκριμένα, εκ των άμεσων ενισχύσεων του Πυλώνα I της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, όπως αυτές ορίζονται, λαμβάνονται υπ’ όψιν η βασική ενίσχυση καθώς και οι «πράσινες» και συνδεδεμένες ενισχύσεις, κατά το ποσό που υπερβαίνουν τις 12.000 ευρώ.
Ως εκ τούτου, σε πολλές περιπτώσεις αγροτών η βασική ενίσχυση και τα άνω των 12.000 ευρώ ποσά των «πράσινων» και συνδεδεμένων ενισχύσεων, αφαιρουμένων τυχόν εκπιπτόμενων δαπανών για την εξυπηρέτηση της αγροτικής δραστηριότητας, φορολογούνται με την κλίμακα φορολογίας των εισοδημάτων από επιχειρηματική δραστηριότητα, δηλαδή επιβαρύνονται από το πρώτο ευρώ με φόρο 22%. Από τη στιγμή κατά την οποία ο συντελεστής φόρου 22% θα μειωθεί στο 9%, δηλαδή από την 1η1-2020 σύμφωνα με το νομοσχέδιο, χιλιάδες αγρότες που αποκτούν πολύ χαμηλά καθαρά εισοδήματα, κάτω των 10.000 ευρώ, από την άσκηση των δραστηριοτήτων τους και το μεγαλύτερο μέρος των ακαθαρίστων εσόδων τους ή το σύνολο των ακαθαρίστων εσόδων τους προέρχεται από άμεσες ενισχύσεις του Πυλώνα I της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, θα δουν τη φορολογία επί των ενισχύσεων αυτών να μειώνεται κατά πολύ, από το 22% στο 9%.
Το ίδιο θα συμβεί και με τα άνω των 12.000 ευρώ ποσά των «πράσινων» και συνδεδεμένων ενισχύσεων, στις περιπτώσεις που και τα ποσά αυτά θα λαμβάνονται υπ’ όψιν για τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος και εφόσον το συνολικό καθαρό εισόδημα είναι κάτω των 10.000 ευρώ.