Αντιμέτωποι με υψηλές επιβαρύνσεις κινδυνεύουν να βρεθούν το 2021 εκατοντάδες χιλιάδες φορολογούμενοι που θα αποκτήσουν εντός του 2020 πολύ χαμηλά εισοδήματα από περιστασιακή απασχόληση (άνεργοι, νοικοκυρές, φοιτητές, συμμετέχοντες σε προγράμματα εργασιακής εμπειρίας κ.λπ.). Ο λόγος είναι ότι με την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του φορολογικού νομοσχεδίου καταργείται μια ευνοϊκή γι’ αυτούς διάταξη με την οποία προβλέπεται ότι σε περίπτωση προσδιορισμού του εισοδήματός τους με βάση τα τεκμήρια τόσο το δηλωθέν εισόδημά τους όσο και η πρόσθετη διαφορά εισοδήματος που προκύπτει από τα τεκμήρια δεν φορολογούνται με την κλίμακα των αυτοαπασχολουμένων, αλλά με την πιο ευνοϊκή κλίμακα μισθωτών και συνταξιούχων και προβλέπει αφορολόγητο όριο 8.636 ευρώ.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Αντιμέτωποι με υψηλές επιβαρύνσεις κινδυνεύουν να βρεθούν το 2021 εκατοντάδες χιλιάδες φορολογούμενοι που θα αποκτήσουν εντός του 2020 πολύ χαμηλά εισοδήματα από περιστασιακή απασχόληση (άνεργοι, νοικοκυρές, φοιτητές, συμμετέχοντες σε προγράμματα εργασιακής εμπειρίας κ.λπ.). Ο λόγος είναι ότι με την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του φορολογικού νομοσχεδίου καταργείται μια ευνοϊκή γι’ αυτούς διάταξη με την οποία προβλέπεται ότι σε περίπτωση προσδιορισμού του εισοδήματός τους με βάση τα τεκμήρια τόσο το δηλωθέν εισόδημά τους όσο και η πρόσθετη διαφορά εισοδήματος που προκύπτει από τα τεκμήρια δεν φορολογούνται με την κλίμακα των αυτοαπασχολουμένων, αλλά με την πιο ευνοϊκή κλίμακα μισθωτών και συνταξιούχων και προβλέπει αφορολόγητο όριο 8.636 ευρώ.
Εξαιτίας της κατάργησης της διάταξης, το μικρό πραγματικό εισόδημα των συγκεκριμένων φορολογουμένων και η προστιθέμενη σ’ αυτό διαφορά φορολογητέου εισοδήματος, η οποία θα προκύψει λόγω των τεκμηρίων, θα φορολογηθούν στο σύνολό τους ως εισόδημα από επιχειρηματικές δραστηριότητες με συντελεστή 9% από το πρώτο ευρώ. Σε όλες δε αυτές τις περιπτώσεις ο φόρος που θα προκύψει με βάση τον συντελεστή 9% θα διπλασιαστεί αυτόματα, καθώς επ’ αυτού θα επιβληθεί και προκαταβολή φόρου έναντι του επόμενου έτους, με συντελεστή 100%.
Ουσιαστικά, όσοι φορολογούμενοι θα αποκτήσουν το 2020 και θα εμφανίσουν στις φορολογικές δηλώσεις του 2021 πενιχρά εισοδήματα από περιστασιακή απασχόληση θα πιαστούν στις «παγίδες» των τεκμηρίων (για τις κατοικίες και τα ΙΧ αυτοκίνητα που έχουν χρησιμοποιήσει) και θα υπερφορολογηθούν επί εξωπραγματικών τεκμαρτών εισοδημάτων, με συντελεστή 9% και με προκαταβολή φόρου 100% επί του κύριου φόρου, σαν να έχουν κερδοφόρες επιχειρήσεις. Θα κληθούν, δηλαδή, να καταβάλουν φόρους με τελικό συντελεστή 18% επί ανύπαρκτων εισοδημάτων.
Το υπουργείο Οικονομικών με το νέο φορολογικό νομοσχέδιο που έθεσε σε δημόσια διαβούλευση καταργεί τη ρύθμιση του άρθρου 15 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος που προβλέπει ότι:
α) Όταν το ετήσιο δηλωθέν εισόδημα των φορολογουμένων δεν υπερβαίνει το ποσό των 6.000 ευρώ και το τεκμαρτό τους εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ και εφόσον δεν ασκείται επιχειρηματική δραστηριότητα για την οποία απαιτείται η υποβολή δήλωσης έναρξης εργασιών ή εφόσον δεν ασκείται ατομική αγροτική δραστηριότητα, τότε το δηλωθέν εισόδημα, εξαιρουμένου του εισοδήματος από τόκους ή ακίνητα ή από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου, και η προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων φορολογούνται με την κλίμακα φόρου εισοδήματος των μισθωτών - συνταξιούχων, στην οποία ισχύει αφορολόγητο όριο κλιμακούμενο ύψους τουλάχιστον 8.636 ευρώ.
β) Εάν το δηλωθέν εισόδημα της προηγούμενης παραγράφου υπερβαίνει το ποσό των 6.000 ευρώ, το υπερβάλλον ποσό φορολογείται με την κλίμακα της επιχειρηματικής δραστηριότητας, δηλαδή με 9%.
Η κατάργηση της παραπάνω διάταξης θα έχει ως αποτέλεσμα όσοι περιστασιακά και ευκαιριακά απασχολούμενοι αποκτούν πολύ χαμηλά ετήσια εισοδήματα (κάτω από 6.000 ευρώ) και βαρύνονται με τεκμήρια διαβίωσης συνολικού ύψους μέχρι 9.500 ευρώ να φορολογηθούν το 2021 -τόσο για το πραγματικό τους εισόδημα όσο και για την προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων- με την κλίμακα των αυτοαπασχολουμένων, στην οποία προβλέπεται φόρος 9% από το πρώτο ευρώ.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι υπηρεσίες της ΑΑΔΕ θα εφαρμόσουν τις διατάξεις της παραγράφου 1β του άρθρου 34 του νόμου 4172/2013 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος).