Στην εξάλειψη μιας παγίδας υπερφορολόγησης που έκρυβε για εκατομμύρια φορολογούμενους το μέτρο της υποχρεωτικής κάλυψης του 30% του εισοδήματος με δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών, εξοφληθείσες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, αποφάσισε να προχωρήσει η κυβέρνηση.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Στην εξάλειψη μιας παγίδας υπερφορολόγησης που έκρυβε για εκατομμύρια φορολογούμενους το μέτρο της υποχρεωτικής κάλυψης του 30% του εισοδήματος με δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών, εξοφληθείσες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, αποφάσισε να προχωρήσει η κυβέρνηση.
Συγκεκριμένα, σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε χθες στο Μέγαρο Μαξίμου μεταξύ του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, αποφασίστηκε ο υπολογισμός του 30% να γίνεται, σε κάθε περίπτωση, επί του πραγματικού δηλωθέντος εισοδήματος κάθε φορολογούμενου και να μη λαμβάνεται καθόλου υπόψη το εισόδημα που προκύπτει με βάση τα τεκμήρια. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη κι αν το πραγματικό εισόδημα του φορολογούμενου είναι χαμηλότερο από αυτό που προκύπτει με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, το ποσό των δαπανών που θα πρέπει να καλύψει ο φορολογούμενος θα υπολογίζεται στο 30% του πραγματικού κι όχι του τεκμαρτού εισοδήματος.
Ως εκ τούτου εκατομμύρια φορολογούμενοι με χαμηλά πραγματικά εισοδήματα, οι οποίοι συνήθως φορολογούνται όχι με βάση τα ποσά που δηλώνουν στην εφορία αλλά με βάση τα εξωπραγματικά τεκμαρτά εισοδήματα που τους προσδιορίζουν τα τεκμήρια διαβίωσης (τα ελάχιστα ποσά τεκμηρίων και τα τεκμήρια για τα σπίτια στα οποία διαμένουν και για τα αυτοκίνητα που χρησιμοποιούν) δεν θα χρειαστεί, τελικά, να πραγματοποιήσουν με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής δαπάνες σημαντικά υψηλότερες από το 30% των πραγματικών εισοδημάτων τους. Κι αυτό διότι και στις περιπτώσεις των φορολογουμένων αυτών, το 30% θα υπολογίζεται επί του πολύ χαμηλού πραγματικού εισοδήματός κι όχι επί του εξωπραγματικά υψηλού τεκμαρτού εισοδήματος.
Έτσι, εξαλείφεται οριστικά η παγίδα υπερφορολόγησης που θα στηνόταν σε βάρος εκατομμυρίων φορολογούμενων με πολύ χαμηλά εισοδήματα, αν το 30% υπολογιζόταν επί του εξωπραγματικού, πολλές φορές, τεκμαρτού εισοδήματος, που προκύπτει κυρίως βάσει των τεκμηρίων διαβίωσης, καθώς στις περιπτώσεις αυτές οι δαπάνες που θα απαιτείτο να καλύψουν οι φορολογούμενοι με ηλεκτρονικές πληρωμές θα έπρεπε να υπερβούν σε ποσοστά το 50% ή ακόμη και το 100% των πραγματικών εισοδημάτων τους. Κι επειδή δεν θα ήταν εύκολο να φθάσουν αυτά τα ποσοστά θα αναγκάζονταν να πληρώσουν επιπλέον φόρο εισοδήματος 22% επί των ποσών που δεν θα είχαν καταφέρει να καλύψουν.
Θέσπιση διευκολύνσεων για ειδικές κατηγορίες
Κατά τη χθεσινή σύσκεψη υπό τον πρωθυπουργό για το φορολογικό νομοσχέδιο αποφασίστηκε επίσης να νομοθετηθούν ρυθμίσεις που θα διευκολύνουν κάποιες κατηγορίες φορολογουμένων οι οποίοι έχουν αντικειμενική αδυναμία να πραγματοποιήσουν δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών ύψους 30% του εισοδήματός τους.
Σύμφωνα με πληροφορίες οι ρυθμίσεις αυτές θα αφορούν ευπαθείς ομάδες, ανέργους και περιπτώσεις φορολογουμένων με εισοδήματα χαμηλά ή έκτακτα και μη επαναλαμβανόμενα (π.χ., αποζημιώσεις απολύσεων).
Για τους φορολογούμενους αυτούς ενδεχομένως να ισχύσει χαμηλότερο από το 30% ποσοστό κάλυψης του εισοδήματος (π.χ., 15%, 20% ή 25%). Επιπλέον οι φορολογούμενοι ηλικίας 70 ετών και άνω, οι έχοντες αναπηρία 80% και άνω, οι φορολογούμενοι που κατοικούν μόνιμα σε χωριά με πληθυσμό έως 500 κατοίκους και σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων, οι στρατευμένοι και οι νοσηλευόμενοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα θα απαλλαγούν πλήρως από την υποχρέωση κάλυψης του 30% του εισοδήματος με δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών εξοφληθείσες με μετρητά καθώς και από τη συνακόλουθη υποχρέωση συγκέντρωσης και διαφύλαξης των αντίστοιχων χάρτινων αποδείξεων.
Υπενθυμίζεται ότι η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών έχει ήδη αποφασίσει:
α) Να αυξήσει από τα επίπεδα του 10%-20% στο επίπεδο του 30% του ετησίου φορολογητέου εισοδήματος το ύψος των δαπανών για αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών που πρέπει να εξοφλούν κάθε χρόνο με πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες ή μέσω e-banking ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής περισσότεροι από 3.000.000 μισθωτοί, συνταξιούχοι και κατ’ επάγγελμα αγρότες.
β) Να επεκτείνει την υποχρέωση αυτή και στους αυτοαπασχολούμενους και στους φορολογούμενους που αποκτούν εισοδήματα από εκμισθώσεις ακινήτων.
γ) Να θεσπίσει ανώτατο όριο 20.000 ευρώ στο ύψος των δαπανών για αγορές και παροχή υπηρεσιών που θα πρέπει να πραγματοποιούν οι φορολογούμενοι με ετήσια εισοδήματα άνω των 66.667 ευρώ, με συνέπεια για τους φορολογούμενους αυτούς να μην ισχύει ουσιαστικά η υποχρέωση κάλυψης του 30% του εισοδήματος με δαπάνες.
δ) Να «τιμωρεί» όσους δεν μπορούν να καλύψουν με ηλεκτρονικές πληρωμές δαπανών για αγαθά και υπηρεσίες το 30% του εισοδήματός τους ή το ανώτατο όριο των 20.000 ευρώ, κατά περίπτωση, επιβάλλοντάς τους έξτρα φόρο εισοδήματος 22% επί του μη καλυπτόμενου ποσού.
Έναρξη διαβούλευσης του φορολογικού ν/σχ
Το νέο φορολογικό νομοσχέδιο που προωθεί η κυβέρνηση θα τεθεί σήμερα, τελικά, σε δημόσια διαβούλευση.
Όπως επισημαίνεται σε σχετική ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών, στόχος του νομοσχεδίου είναι η περαιτέρω φορολογική ελάφρυνση νοικοκυριών και επιχειρήσεων και η προσέλκυση επενδύσεων, ώστε να πάρει ξανά μπροστά η μηχανή της οικονομίας.
Κίνδυνος για έγγαμους της μεσαίας τάξης
Οι φορολογούμενοι με μεσαία εισοδήματα που είναι έγγαμοι εξακολουθούν να διατρέχουν κίνδυνο επιβάρυνσης με υπέρογκους επιπλέον φόρους εισοδήματος, εξαιτίας της εφαρμογής του μέτρου της κάλυψης του 30% του ετησίου φορολογητέου εισοδήματος με ηλεκτρονικές πληρωμές προσωπικών δαπανών. Σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις φορολογουμένων τα ποσά των δαπανών που θα απαιτείται να πραγματοποιούνται με «πλαστικό» χρήμα ή μέσω e-banking ή με άλλες μεθόδους ηλεκτρονικής πληρωμής θα είναι τεράστια και θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να καλυφθούν.
Για παράδειγμα ζευγάρι εργαζομένων, στο οποίο ο σύζυγος έχει ετήσιο εισόδημα 25.000 ευρώ και η σύζυγος άλλα 20.000 ευρώ, θα πρέπει εντός του 2020 να πραγματοποιήσει, με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, δαπάνες για αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών, συνολικού ύψους 13.500 ευρώ (το 30% των 25.000 ευρώ + το 30% των 20.000 ευρώ)!