Οι Βρετανοί ετοιμάζονται για την τρίτη εκλογική αναμέτρηση σε μία πενταετία. Αλλά αυτές οι κάλπες μάλλον θα μείνουν στην Ιστορία. Όχι μόνο γιατί ενδέχεται να είναι οι τελευταίες πριν από την έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και γιατί αναμένεται να πυροδοτήσει την πιο δραστική στροφή στην οικονομική πολιτική εδώ και δεκαετίες. Τόρις και Εργατικοί -με πολύ διαφορετικό σχέδιο και προτεραιότητες, αλλά με κοινή τη δέσμευση για «αντίο» στη λιτότητα- ετοιμάζονται να μεγεθύνουν τον ρόλο του κράτους σε επίπεδα που είχε να δει το Ηνωμένο Βασίλειο από τη δεκαετία του 1970.
Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Οι Βρετανοί ετοιμάζονται για την τρίτη εκλογική αναμέτρηση σε μία πενταετία. Αλλά αυτές οι κάλπες μάλλον θα μείνουν στην Ιστορία. Όχι μόνο γιατί ενδέχεται να είναι οι τελευταίες πριν από την έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και γιατί αναμένεται να πυροδοτήσει την πιο δραστική στροφή στην οικονομική πολιτική εδώ και δεκαετίες. Τόρις και Εργατικοί -με πολύ διαφορετικό σχέδιο και προτεραιότητες, αλλά με κοινή τη δέσμευση για «αντίο» στη λιτότητα- ετοιμάζονται να μεγεθύνουν τον ρόλο του κράτους σε επίπεδα που είχε να δει το Ηνωμένο Βασίλειο από τη δεκαετία του 1970.
Οι Συντηρητικοί του Μπόρις Τζόνσον θέλουν να οδηγήσουν τη χώρα σε μια «χρυσή εποχή» ελεύθερου εμπορίου και αυτορρύθμισης. Αλλά η συμφωνία του πρωθυπουργού θεωρείται υποδεέστερη αυτής της Τερέζα Μέι (υπολογίζεται ότι θα αφήσει το ΑΕΠ 3,5% μικρότερο μακροπρόθεσμα σε σχέση με τα επίπεδα στα οποία θα ήταν εάν η χώρα παρέμενε στην Ε.Ε.). Επομένως, δεν είναι καλύτερος για την οικονομία ο Τζέρεμι Κόρμπιν, ο οποίος θέλει δεύτερο δημοψήφισμα (και επομένως διατηρεί την ελπίδα ζωντανή για ακύρωση του Brexit); Για μερίδα οικονομολόγων και επενδυτών η προοπτική ανάδειξης των Εργατικών στην εξουσία γεννά ακόμη μεγαλύτερες ανησυχίες.
Αγορές και πολίτες
Και ενώ μια θριαμβευτική νίκη Τζόνσον, όπως τη θέλουν οι δημοσκοπήσεις, θα μπορούσε να αποδειχθεί «τοξική» για τη στερλίνα και κατά συνέπεια για την αγοραστική δύναμη των βρετανικών νοικοκυριών, μια έκπληξη από τον Κόρμπιν θα μπορούσε να θέσει στο στόχαστρο τα ομόλογα και το κόστος δανεισμού της χώρας.
Κανένας από τους δύο δεν φαίνεται να έχει πείσει τις αγορές για την αποτελεσματικότητα του σχεδίου του.
Το ερώτημα είναι ποιος θα πείσει τους πολίτες. Για τους πολιτικούς αναλυτές -που έχουν μάθει να φοβούνται τα ασφαλή συμπεράσματα από τις δημοσκοπήσεις- όλα είναι ανοιχτά. Οι εκλογές θα μπορούσαν να ξεκαθαρίσουν το τοπίο και να άρουν μια και καλή την αβεβαιότητα για το Brexit, ή να βυθίσουν το πολιτικό σύστημα της χώρας σε ακόμη μεγαλύτερο χάος.
Αξίζει λοιπόν να δούμε τα διάφορα σενάρια για το αποτέλεσμα της κάλπης και το τι αυτά θα σημάνουν για την οικονομία και τις αγορές.
Σενάριο 1: Κατακερματισμένη Βουλή
Εάν οι εκλογές επαναφέρουν το σημερινό κατακερματισμένο σκηνικό στη βρετανική Βουλή, στο οποίο οι διαφωνίες για το Brexit δεν είναι έντονες μόνο μεταξύ των κομμάτων, αλλά και στο εσωτερικό τους, δεν θα πρέπει να αποκλείουμε νέες αναβολές. Η παράταση στην αβεβαιότητα βλάπτει σοβαρά σχέδια επιχειρήσεων, καταναλωτών και τελικά την οικονομία, που θα έχει να αντιμετωπίσει και την επιβράδυνση του παγκόσμιου ΑΕΠ. Ο φόβος της ύφεσης δεν αποκλείεται να επιστρέψει στο προσκήνιο. Η στερλίνα θα συνεχίσει να βλέπει την ισοτιμία της στο «ασανσέρ» των ειδήσεων, διαρροών, προσδοκιών και φόβων.
Σενάριο 2: Ενίσχυση του Μπόρις Τζόνσον
Οι Συντηρητικοί έχουν σαφές προβάδισμα έναντι των Εργατικών στο σύνολο των δημοσκοπήσεων. Εάν αυτές επιβεβαιωθούν και ο Τζόνσον βγει ενισχυμένος από την κάλπη, τότε δεν θα έχει πιθανότατα πρόβλημα να περάσει τη συμφωνία του με τους 27 και να γίνει ο πρωθυπουργός που βγάζει τη χώρα από την Κοινότητα. Θα κληθεί να δώσει έναν αγώνα δρόμου για τη σύναψη εμπορικών συμφωνιών με χώρες με τις οποίες είχε έως τώρα συναλλαγές χωρίς εμπόδια χάρη στη συμμετοχή της Βρετανίας στην Ε.Ε. Πρωτίστως βέβαια θα πρέπει να διαπραγματευθεί τη μελλοντική εμπορική σχέση με τους 27, που ως σύνολο συνιστούν τη μεγαλύτερη με διαφορά αγορά για τις βρετανικές εξαγωγές. Στο δημοσιονομικό πεδίο θέλει να προβεί σε φοροελαφρύνσεις, αλλά και να αυξήσει τις δαπάνες. Αυτό δεν θα είναι εύκολη υπόθεση, προειδοποιούν ειδικοί. Ανεξάρτητα πάντως από τις όποιες αμφιβολίες για το οικονομικό του σχέδιο, το πρώτο διάστημα, εφόσον πετύχει το συντεταγμένο Brexit, το βρετανικό ενεργητικό θα ακολουθήσει την ανιούσα. Μεσοπρόθεσμα, πολλά θα εξαρτηθούν από την αξιοπιστία του Τζόνσον. Και αυτό έως τώρα δεν είναι το δυνατό του χαρτί.
Σενάριο 3: Νίκη-έκπληξη από τον Τζέρεμι Κόρμπιν
Μπορεί ο Τζέρεμι Κόρμπιν να είναι ο επόμενος πρωθυπουργός της Βρετανίας, όταν οι Εργατικοί μένουν τόσο πίσω στις δημοσκοπήσεις; «Ποτέ μη λες ποτέ», απαντούν οι ειδικοί, που άλλωστε θυμούνται τις ανατροπές των προγνωστικών τόσο στο δημοψήφισμα του 2016 όσο και στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση. Για να γίνει αυτό οι Εργατικοί θα πρέπει να συμμαχήσουν με φιλοευρωπαϊκά κόμματα, ακόμη και να δεχθούν να στηρίξουν υποψηφίους τους, αποσύροντας δικούς τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν περισσότερες έδρες.
Εάν η έκπληξη γίνει, τότε οι πιθανότητες για ένα δεύτερο δημοψήφισμα (που σήμερα υπολογίζονται σε 25%) θα αυξηθούν ραγδαία και η στερλίνα δεν αποκλείεται να επιδοθεί σε δυναμικό ράλι. Να θυμίσουμε ότι σήμερα είναι κοντά στο 1,29 δολάριο, όταν πριν από το δημοψήφισμα του 2016 ήταν κοντά στο 1,50 δολάριο. Το μανιφέστο του Κόρμπιν ωστόσο ανησυχεί αρκετούς στον επιχειρηματικό κόσμο. Τα σχέδια για αναθεώρηση του ρυθμιστικού πλαισίου του χρηματοοικονομικού συστήματος, αλλά κυρίως αυτά για εθνικοποίηση επιχειρήσεων κοινής ωφελείας, που θεωρεί κλειδί για την οικονομία και την εθνική ασφάλεια, αντιμετωπίζονται με έντονο σκεπτικισμό, αν όχι τρόμο. Η Συνομοσπονδία Βρετανικών Επιχειρήσεων υπολογίζει ότι οι εθνικοποιήσεις θα στοιχίσουν σχεδόν 200 δισ. στερλίνες. Ο ίδιος ο Κόρμπιν έχει προαναγγείλει ένα πρόγραμμα επενδύσεων 250 δισ., για τη χρηματοδότηση του οποίου θα δανειστεί από τις αγορές. Η έντονα επεκτατική δημοσιονομική πολιτική θα μπορούσε να ασκήσει ισχυρές πιέσεις στα βρετανικά ομόλογα, ανεβάζοντας το κόστος δανεισμού της χώρας. Πιο θετική είναι πάντως η αντιμετώπιση των σχεδίων για ενίσχυση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και της φωνής τους στα συμβούλια των επιχειρήσεων - κάτι που είχε επιδιώξει άλλωστε έως έναν βαθμό και η κυβέρνηση της Μέι.