Τα πρόσθετα φορολογικά έσοδα στη Γερμανία ανοίγουν, φυσικά, «ορέξεις». Θα ήταν προτιμότερο να επενδυθούν, να αξιοποιηθούν για μείωση της φορολογίας ή να αποταμιευτούν για πιο δύσκολες μέρες, όπως προκρίνει ο Όλαφ Σολτς
Παρά τις περί του αντιθέτου εκτιμήσεις αλλά και τις προειδοποιήσεις του Γερμανοιύ υπουργού Οικονομικών Όλαφ Σολτς περί «στενών οικονομικών περιθωρίων» ο τρέχον προϋπολογισμός παρουσιάζει τελικά ταμειακό πλεόνασμα ύψους 4 δισ. ευρώ. Μετά τη δημοσιοποίηση των σχετικών στοιχείων στα μέσα της εβδομάδας ο ίδιος πάντως έσπευσε να κόψει τις όποιες «ορέξεις», τονίζοντας ότι προτιμά να αποταμιεύσει τα απροσδόκητα έσοδα για τυχόν δύσκολες μέρες.
Και αυτές απ΄ ότι φαίνεται δεν αργούν να έρθουν. Μεταξύ 2020 και 2022 αναμένεται μείωση των φορολογικών εσόδων κατά τέσσερα δις ευρώ. Το νυν πλεόνασμα μπορεί λοιπόν να εξισορροπήσει αυτές τις απώλειες.
Η καταρχήν μείωση των φορολογικών εσόδων κατά 200 εκατομμύρια ευρώ την ερχόμενη χρονιά είναι μάλλον αμελητέα. Το συγκεκριμένο ποσό δεν απαιτεί περικοπές και «εκτεταμένες διορθώσεις», όπως είπε ο Σολτς, προσθέτοντας: «Είμαστε σε θέση να χρηματοδοτήσουμε όλες τις προγραμματισμένες δράσεις μας». Γεγονός είναι ότι η μείωση των φορολογικών εσόδων είναι πολύ μικρότερη από τις αρχικές εκτιμήσεις.
Επιβράδυνση ανάπτυξης εν μέσω υψηλής κατανάλωσης
Πώς εξηγείται όμως το γεγονός ότι η ασθμαίνουσα οικονομική ανάπτυξη δεν έχει εν τέλει τόσο μεγάλο αντίκτυπο στα φορολογικά έσοδα; Ή τουλάχιστον όχι στο βαθμό που ανέμεναν οι περισσότεροι αναλυτές;
Η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης τροφοδοτείται κυρίως από εξωτερικούς, διεθνείς παράγοντες και περισσότερο από τους εμπορικούς πολέμους του Τραμπ και το αέναο χάος του Brexit.
Η εσωτερική ζήτηση, αντίθετα, ωθούμενη από την χαμηλή ανεργία και τις εν μέρει γενναίες μισθολογικές αυξήσεις, παραμένει σταθερή και διατηρεί την κατανάλωση και τα φορολογικά έσοδα σε υψηλά επίπεδα. Παρά ταύτα ήταν ορθή η διαπίστωση ότι «η εποχή των παχιών αγελάδων έχει παρέλθει», σημείωσε ο Σουλτς. Με επενδύσεις δισεκατομμυρίων η γερμανική κυβέρνηση απλώς αντέδρασε εγκαίρως, υπογράμμισε ο γερμανός υπ. Οικονομικών: «Εάν δεν είχαμε λάβει τα μέτρα αυτά τότε η οικονομική ανάπτυξη θα ήταν σαφώς χαμηλότερη.
Για την ερχόμενη χρονιά η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αναμένει ρυθμούς ανάπτυξης που δεν θα ξεπεράσουν τη μια ποσοστιαία μονάδα. 1,1% υπολογίζουν την ίδια ώρα τα κορυφαία οικονομικά ινστιτούτα της χώρας, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι το 0,4% προκύπτει από τις πρόσθετες εργάσιμες μέρες του 2020.
Περισσότερες επενδύσεις ζητούν Grüne και Die Linke
Και μολονότι δεν υπάρχουν περιθώρια για πρόσθετες δράσεις η χρηματοδότηση των μεγάλων πρότζεκτ που έχουν ήδη αποφασιστεί, όπως η κατάργηση του φόρου αλληλεγγύης για το 90% των φορολογουμένων και τα μέτρα προστασίας του κλίματος, είναι διασφαλισμένη, όπως διαβεβαίωσε ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός.
Ωστόσο δεν φαίνεται να συμφωνούν όλοι με αυτή την εκτίμηση. Η ανεξάρτητη αρχή εκτίμησης φορολογικών εσόδων (Steuerschätzung) δεν έχει λάβει καν υπόψη στους υπολογισμούς τους την κατάργηση του φόρου αλληλεγγύης από το 2021, που μεταφράζεται σε επιπρόσθετες απώλειες εσόδων ύψους 10 δις ευρώ. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν και οι πρόσθετες δαπάνες της «βασικής σύνταξης» που απασχολεί αυτό το διάστημα την συγκυβέρνηση στο Βερολίνο.
Με τα σύννεφα της οικονομικής αβεβαιότητας να πυκνώνουν πάνω από τη Γερμανία, πληθαίνουν οι φωνές εκείνων -κυρίως από πλευράς Πρασίνων, Αριστεράς αλλά και της βιομηχανίας- που ζητούν από τη γερμανική κυβέρνηση να αξιοποιήσει τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια για μια «επίθεση» επενδύσεων προκειμένου να δοθεί ώθηση και στην ανάπτυξη της οικονομίας. Συνεχίζοντας την παράδοση του προκατόχου του όμως ο νυν υπουργός Οικονομικών επιμένει στο δόγμα των μηδενικών ελλειμμάτων. Σε αυτό ο Σολτς έχει τη στήριξη του Συνδέσμου Γερμανών Φορολογούμενων που υποστηρίζει ότι «όποιος έχει ρεκόρ φορολογικών εσόδων δεν επιτρέπεται καν να σκέφτεται την ανάληψη νέων χρεών». Αντιθέτως, όπως λένε, θα πρέπει να τα αξιοποιήσει για να μειώσει τους φόρους. Ούτε αυτό όμως αρέσει στον υποψήφιο πρόεδρο του SPD.