Οι δείκτες της Wall Street δεν σταματούν μπροστά σε κανένα εμπόδιο. Παρά τα καμπανάκι για την οικονομία και τις συνεχείς γεωπολιτικές προκλήσεις καταρρίπτουν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, χάρη σε προσδοκίες ότι θα δοθεί σύντομα τέλος στον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ- Κίνας και η αβεβαιότητα θα περιοριστεί. Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει και πάλι για κλίμα αδικαιολόγητης ευφορίας. Εξάλλου πολλά από τα σημερινά στοιχεία στην αγορά θυμίζουν επικίνδυνα... 2007. Κι όμως εάν εξετάσουμε πιο προσεχτικά πού ακριβώς στρέφονται οι επενδυτές, θα δούμε ότι πολλοί εξ αυτών παίζουν «άμυνα».
Οι δείκτες της Wall Street δεν σταματούν μπροστά σε κανένα εμπόδιο. Παρά τα καμπανάκι για την οικονομία και τις συνεχείς γεωπολιτικές προκλήσεις καταρρίπτουν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, χάρη σε προσδοκίες ότι θα δοθεί σύντομα τέλος στον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ- Κίνας και η αβεβαιότητα θα περιοριστεί. Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει και πάλι για κλίμα αδικαιολόγητης ευφορίας. Εξάλλου πολλά από τα σημερινά στοιχεία στην αγορά θυμίζουν επικίνδυνα... 2007. Κι όμως εάν εξετάσουμε πιο προσεχτικά πού ακριβώς στρέφονται οι επενδυτές, θα δούμε ότι πολλοί εξ αυτών παίζουν «άμυνα».
Τα ρεκόρ κρύβουν επιφυλάξεις και ανησυχίες. Αν άλλωστε αυτές δεν υπήρχαν δεν θα είχαμε παράλληλα ράλι στα ομόλογα, αλλά και στον χρυσό. Ποιοι πρωταγωνιστούν σε αυτό το περιβάλλον; Οι μετοχές εταιρειών, που προσφέρουν σταθερά μερίσματα, οι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, ακινήτων όπως και εκείνες των καταναλωτικών αγαθών πρώτης ανάγκης- που θεωρούνται άκρως ανθεκτικές σε μία επιβράδυνση της οικονομίας, αλλά και οι τεχνολογικές.
Οι τελευταίες έχουν αποδείξει διαχρονικά ότι δεν «κουράζονται» να αυξάνουν τα κέρδη τους, ανεξάρτητα από εξωτερικές και εσωτερικές εξελίξεις, αλλά και κόντρα στις προσπάθειες κυβερνήσεων και ρυθμιστικών αρχών να βάλουν φρένο σε καταχρηστικές πρακτικές τους και τακτικές φοροαποφυγής.
Έτσι την ώρα που ο S&P 500 καταγράφει κέρδη 22,5% από τις αρχές του έτους, ο κλάδος τεχνολογιάς έχει κάνει άλμα 36%. Οι δύο μεγαλύτεροι εκπρόσωποί του, Apple και Μicrosoft βλέπουν τις μετοχές τους να καταγράφουν κέρδη 62% και 41% αντίστοιχα. Πρόκειται άλλωστε και για τις δύο εταιρείες με την υψηλότερη κεφαλαιοποίηση στις ΗΠΑ.
Και εάν οι τεχνολογικές εταιρείες έχουν συνηθίσει να κλέβουν την παράσταση, δεν πρέπει να ξεχνάμε και τον κλάδο του real estate, επισημαίνει σε ανάλυσή του το Reuters. Έχει ενισχυθεί 26% φέτος και είναι εκείνος με τη δεύτερη καλύτερη επίδοση στην αμερικανική αγορά. Το γεγονός ότι δίνεται λιγότερη έμφαση στις επιτυχίες του έχει να κάνει με την μικρότερη βαρύτητα που έχει στο δείκτη. Όσοι επενδυτές τον επέλεξαν, ωστόσο, μπορούν να δηλώνουν δικαιωμένοι.
Στον αντίποδα ο δείκτης μικρής κεφαλαιοποίησης Russell 2000, το ένα τρίτο των εταιρειών του οποίου δεν εμφανίζουν καθαρά κέρδη, μένει πίσω. Και οι μετοχές αρκετών εταιρειών, που πέρασαν φέτος το κατώφλι του χρηματιστηρίου, έχουν δει την αξία τους να υποχωρεί αντί να ανεβαίνει. Μεταξύ αυτών οι Lyft, Uber και Slack Technologies. Αν και ανήκουν στον ευνοημένο τεχνολογικό κλάδο, δεν έχουν πείσει τους επενδυτές.
Καμπανάκι για το μέλλον
Σε σημείωμά της προς τους επενδυτές η Morgan Stanley προειδοποιεί πως ένα αδύναμο περιβάλλον για την οικονομική ανάπτυξη και τον πληθωρισμό σε συνδυασμό με τις πολύ χαμηλές αποδόσεις των ομολόγων σημαίνουν αναιμικές αποδόσεις από ένα τυπικό χαρτοφυλάκιο με μετοχές και ομόλογα μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Ένα παραδοσιακό fund- με τοποθετήσεις 60% σε μετοχές και 40% σε ενεργητικό σταθερού εισοδήματος- υπολογίζεται ότι θα αποφέρει ετήσιο κέρδος μόλις 2,8% σε αυτή την περίοδο, δηλαδή περίπου το ήμισυ του μέσου όρου των δύο τελευταίων δεκαετιών. Ο S&P 500 για παράδειγμα έχει προσφέρει απόδοση 4,9% ετησίως και τα δεκαετή κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ απόδοση 2,1%.
«Οι προοπτικές για τα κέρδη των επενδυτών την επόμενη δεκαετία είναι φτωχές, ειδικά αν συγκριθούν με την τελευταία δεκαετία κατά την οποία η εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική είχε πυροδοτήσει ράλι σε όλες τις κατηγορίες ενεργητικού» γράφουν οι αναλυτές της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας.