Αλλάζει άρδην το σκηνικό για τους αυτοαπασχολούμενους και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις από την επόμενη χρονιά. Με τη θέσπιση της νέας φορολογικής κλίμακας, τη μείωση του φορολογικού συντελεστή για όλα τα νομικά πρόσωπα -μεταξύ των οποίων και για τις ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρείες-, αλλά και με τη θέσπιση του νέου τρόπου υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών οι συνολικές επιβαρύνσεις θα μειωθούν αισθητά.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Οι επαγγελματίες που δήλωσαν φέτος κέρδη άνω των 10.000-15.000 ευρώ μπορούν να προσβλέπουν από τώρα σε οικονομικά οφέλη, καθώς υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να τύχουν σημαντικής ελάφρυνσης από το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών. Αν μάλιστα δραστηριοποιούνται μέσω Ο.Ε. ή Ε.Ε., θα τύχουν και φορολογικής ελάφρυνσης. Από την άλλη, οι ελεύθεροι επαγγελματίες με μικρά κέρδη που δεν ξεπερνούν τα 7.000-8.000 ευρώ ετησίως, μπορεί να υποστούν επιβάρυνση από το νέο έτος, καθώς εξετάζεται το ενδεχόμενο αύξησης της κατώτατης ασφαλιστικής εισφοράς για τους αυτοαπασχολούμενους, η οποία σήμερα διαμορφώνεται στα 186 ευρώ. Ωστόσο, λόγω της θέσπισης του νέου φορολογικού συντελεστή 9% για τα κέρδη μέχρι και 10.000 ευρώ (από 22% που είναι σήμερα), αλλά και των μειώσεων στους υπόλοιπους φορολογικούς συντελεστές κατά μία μονάδα, θα βγουν τελικώς σαφώς κερδισμένοι μόλις ολοκληρωθεί η εκκαθάριση της φορολογικής δήλωσης για τα εισοδήματα του 2020, κάτι που θα συμβεί το καλοκαίρι του 2021.
Για τους ασκούντες επιχειρηματική δραστηριότητα -ανεξάρτητα από το αν αυτό θα γίνεται μέσω ατομικής επιχείρησης, μέσω προσωπικής εταιρείας ή νομικού προσώπου- το τοπίο συνολικά αναμένεται να γίνει ευνοϊκότερο ύστερα από την ενεργοποίηση όλων των αλλαγών στο φορολογικό και στο ασφαλιστικό. Οι αυτοαπασχολούμενοι, που είχαν φτάσει να πληρώνουν ακόμη και πάνω από το 60% των εισοδημάτων τους σε φόρους και εισφορές, θα δουν τον συνολικό αθροιστικό συντελεστή κρατήσεων να πέφτει πλέον κάτω από το 50%, ανεξάρτητα από το αν εμφανίζουν πολλά ή λίγα κέρδη.
Μειώθηκαν τα δηλωθέντα εισοδήματα
Αυτό είναι και το ζητούμενο για το οικονομικό επιτελείο, καθώς στην πράξη αποδείχτηκε ότι η υπερφορολόγηση των αυτοαπασχολουμένων έφερε μεγάλη εισφοροδιαφυγή και φοροδιαφυγή, συρρίκνωση των εισπράξεων του Δημοσίου, αλλά και σημαντικά εμπόδια στην περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας. Έτσι:
1 Τα δηλωθέντα εισοδήματα των αυτοαπασχολουμένων μειώθηκαν στην περίοδο από το 2016 μέχρι και το 2019 κατά περίπου 2,5 δισ. ευρώ, καθώς από τα 5,5 δισ. ευρώ που εμφάνιζαν ατομικές επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες πέσαμε στα 3 δισ. ευρώ, χωρίς να συνυπολογίζεται και η μείωση δηλωθέντων κερδών από τις ΟΕ και τις Ε.Ε. Μόνο από τους φόρους, το Δημόσιο έχασε πάνω από 600 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση και μια από τις αιτίες ήταν η απευθείας σύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών με το δηλωθέν εισόδημα.
2 Ο συντελεστής εισπραξιμότητας των ασφαλιστικών εισφορών στις τάξεις των αυτοαπασχολουμένων παρέμεινε καθηλωμένος σε χαμηλά επίπεδα της τάξεως του 60%. Οι τέσσερις στους 10 εξακολουθούν να μην πληρώνουν ασφαλιστικές εισφορές παρά το γεγονός ότι με το σύστημα που έφερε ο νόμος Κατρούγκαλου (σ.σ.: την απευθείας σύνδεση των εισφορών με το ύψος του δηλωθέντος εισοδήματος) οι 8 στους 10 έτυχαν σημαντικής μείωσης των εισφορών.
3 Οι επαγγελματίες έφταναν να αποδίδουν στο Δημόσιο ακόμη και το 60%-65% των ετήσιων καθαρών κερδών τους μόνο και μόνο για να πληρώσουν ασφαλιστικές εισφορές, φόρο εισοδήματος, τέλος επιτηδεύματος και εισφορά αλληλεγγύης. Χιλιάδες επαγγελματικά βιβλία έκλεισαν και οι κάτοχοί τους προτίμησαν να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους στην αγορά με «μαύρα».
Το φορολογικό και το ασφαλιστικό ν/σχ
Το τοπίο αναμένεται να ξεκαθαρίσει μέχρι το τέλος του χρόνου, καθώς το φορολογικό νομοσχέδιο που θα περιλαμβάνει τη νέα κλίμακα αλλά και τις μειώσεις στους συντελεστές φορολόγησης των νομικών προσώπων θα δοθεί μέσα στην εβδομάδα στη δημοσιότητα για δημόσια διαβούλευση με στόχο να ψηφιστεί μέσα στον Νοέμβριο. Το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο θα πρέπει επίσης να είναι έτοιμο το ταχύτερο δυνατόν προκειμένου με το ξεκίνημα της νέας χρονιάς ο υπολογισμός των ασφαλιστικών εισφορών να γίνει με την καινούργια μεθοδολογία. Αυτό σημαίνει ότι όλα θα πρέπει να είναι έτοιμα στις αρχές του νέου χρόνου προκειμένου ο ΕΦΚΑ να είναι σε θέση να στείλει τα καινούργια ειδοποιητήρια μέχρι το τέλος του έτους.
Η αλλαγή του σκηνικού είναι απόρροια της πρόθεσης της κυβέρνησης να μειώσει τους φορολογικούς συντελεστές, αλλά και της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας να κρίνει αντισυνταγματική τη σύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών των αυτοαπασχολουμένων με το δηλωθέν εισόδημα. Η απόφαση του ΣτΕ έχει ήδη προκαλέσει μεγάλη κινητοποίηση στο υπουργείο Εργασίας (αλλά και στο υπουργείο Οικονομικών το οποίο ενδιαφέρεται για τον δημοσιονομικό αντίκτυπο του νέου τρόπου υπολογισμού των εισφορών), καθώς θα πρέπει να γίνει η αποσύνδεση των εισφορών από το εισόδημα με όσο το δυνατόν μικρότερες δημοσιονομικές επιπτώσεις.
Το καθεστώς των ασφαλιστικών κλάσεων
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Ν» εξετάζεται το ενδεχόμενο να επανέλθουμε στο προ του 2016 καθεστώς, όταν και εφαρμόζονταν οι λεγόμενες ασφαλιστικές κλάσεις. Μόνο που αυτή τη φορά το σταθερό ποσό που θα πληρώνει κάθε μήνα ο επαγγελματίας δεν θα εξαρτάται μόνο από τα χρόνια ασφάλισης όπως συνέβαινε επί… ΤΕΒΕ, αλλά και από το εισόδημα. Δηλαδή, εξετάζεται να δημιουργηθούν κλίμακες οι οποίες θα βγάζουν ένα συγκεκριμένο ποσό εισφορών ανά μήνα. Όσο μεγαλύτερο το εισόδημα τόσο περισσότερες θα είναι και οι εισφορές. Δεν θα υπάρχει συντελεστής (σ.σ.: όπως συμβαίνει σήμερα με το 20,28% μόνο για κύρια ασφάλιση και υγειονομική περίθαλψη), αλλά συγκεκριμένα κλιμάκια εισοδήματος τα οποία θα βγάζουν ένα συγκεκριμένο ποσό εισφορών. Δηλαδή, για εισοδήματα έως 10.000 ευρώ θα είναι ένα συγκεκριμένο ποσό, από 10.000 έως 20.000 ευρώ ένα υψηλότερο ποσό, από 20.000 ευρώ και πάνω ένα ακόμη υψηλότερο κ.ο.κ. Επίσης, μεταξύ δύο φορολογουμένων με το ίδιο ακριβώς εισόδημα, περισσότερες εισφορές θα πληρώνει αυτός που έχει τα περισσότερα χρόνια προϋπηρεσίας.
Έως 600 ευρώ τον μήνα
Για τους (λίγους) αυτοαπασχολούμενους που δηλώνουν υψηλά κέρδη άνω των 20.000-30.000 ευρώ σε ετήσια βάση είναι βέβαιο ότι θα προκύψει σημαντική μείωση στις εισφορές. Με το ισχύον καθεστώς, τα ποσά φτάνουν να ξεπερνούν ακόμη και τα 1.000-1.200 ευρώ τον μήνα. Τέτοια ποσά στο νέο σύστημα δεν θα υπάρχουν. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι κανένας δεν θα πληρώνει περισσότερα από 500-600 ευρώ τον μήνα όσο υψηλό και αν είναι το εισόδημά του. Αυτό το ποσό θα ανάγεται σε εισόδημα με έναν συντελεστή και έτσι θα προκύπτουν οι συντάξιμες αποδοχές. Βέβαια, αυτή η ελάφρυνση για όσους δηλώνουν μεσαία και υψηλά εισοδήματα από ελεύθερο επάγγελμα ή ατομική ή προσωπική επιχείρηση, θα δημιουργήσει ένα δημοσιονομικό κόστος το οποίο το υπουργείο Εργασίας εξετάζει το ενδεχόμενο να καλύψει αυξάνοντας (έστω και για μερικές δεκάδες ευρώ) την ελάχιστη επιτρεπόμενη εισφορά. Σήμερα, αυτή διαμορφώνεται στα 175 ευρώ (ή 185 ευρώ μαζί με τον ΟΑΕΔ). Μια αύξηση στα επίπεδα των 200-210 ευρώ θα μπορούσε να αποφέρει πολλά έσοδα στον ΕΦΚΑ, καθώς η πλειονότητα των αυτοαπασχολουμένων (πάνω από 85%) εμφανίζει ατομικά κέρδη χαμηλότερα των 7.000-8.000 ευρώ.
Με δημόσιες δηλώσεις του και ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης υποστήριξε την προηγούμενη εβδομάδα ότι από το σύνολο των μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης θα προκύψουν ελαφρύνσεις για τους επαγγελματίες. Το σύνολο των μεταρρυθμίσεων περιλαμβάνει και τη θέσπιση της νέας φορολογικής κλίμακας, αλλά και την αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού των εισφορών. Έτσι, ο ελεύθερος επαγγελματίας των 8.000 ευρώ κέρδος θα επιβαρυνθεί μέσα στο 2020 με περίπου 300 ευρώ σε ετήσια βάση αν οι εισφορές αυξηθούν από τα 186 ευρώ στα 210 ευρώ, αλλά με το εκκαθαριστικό του 2021 θα πάρει πίσω 1.300 ευρώ εξαιτίας της θέσπισης του κατώτατου συντελεστή της φορολογικής κλίμακας στο 9%.
Ο στόχος είναι να δημιουργηθεί και πάλι ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον για την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, καθώς εκτιμάται ότι αυτό μπορεί να συντελέσει στην προσπάθεια περαιτέρω μείωσης της ανεργίας.
Η νέα φορολογική κλίμακα
Η κλίμακα φορολόγησης των εισοδημάτων που θα αποκτηθούν μέσα στο 2020 οριστικοποιήθηκε και θα ενσωματωθεί στο φορολογικό νομοσχέδιο που δίδεται μέσα στις επόμενες ημέρες σε δημόσια διαβούλευση. Οι αυτοαπασχολούμενοι θα χρειαστεί να περιμένουν μέχρι τα μέσα του 2021 για να δουν τα οφέλη, αλλά το αποτέλεσμα θα τους αποζημιώσει. Ακόμη και για εισόδημα 5.000 ευρώ θα προκύπτει μείωση φόρου 650 ευρώ, καθώς ο φόρος θα πέσει από τα 1.100 ευρώ που είναι για τα εισοδήματα του 2019, στα 450 ευρώ. Ακόμη μεγαλύτερα θα είναι τα οφέλη για όσους έχουν υψηλότερα εισοδήματα. Στα 22.500 ευρώ, ο φόρος θα πέσει από τα 5.125 ευρώ στα 3.800 ευρώ, δηλαδή κατά 1.325 ευρώ, ενώ στα 50.000 ευρώ θα προκύπτει όφελος 1.600 ευρώ.
Η σημαντική ελάφρυνση προκύπτει κατά κύριο λόγο από τη θέσπιση χαμηλού συντελεστή 9% για το τμήμα του εισοδήματος έως τα 10.000 ευρώ. Από μόνη της αυτή η κίνηση επιφέρει όφελος 1.300 ευρώ, καθώς με την ισχύουσα κλίμακα ο συντελεστής είναι 22%. Για τους έχοντες υψηλότερα εισοδήματα, το όφελος γίνεται ακόμη μεγαλύτερο εξαιτίας και της μείωσης των συντελεστών στα ενδιάμεσα κλιμάκια. Έτσι, με εξαίρεση το δεύτερο κλιμάκιο (από 10.000 έως 20.000 ευρώ) στο οποίο ο φορολογικός συντελεστής παραμένει σταθερός, σε όλα τα υπόλοιπα θα υπάρξει μείωση κατά μία ποσοστιαία μονάδα. Ακόμη και για αποδοχές άνω των 40.000 ευρώ, ο συντελεστής θα μειωθεί από το 45% που είναι σήμερα στο 44%.
Η προϋπόθεση του ηλεκτρονικού 30%
Για να καρπωθούν όλο το όφελος, βέβαια, οι επαγγελματίες θα πρέπει να παρουσιάσουν μέσα στο 2020 ηλεκτρονικές πληρωμές που να αντιστοιχούν στο 30% των καθαρών κερδών τους. Οι αυτοαπασχολούμενοι θα μπουν και αυτοί από φέτος στο κυνήγι των ηλεκτρονικών πληρωμών και ο συντελεστής του 30% θα εφαρμόζεται επί των καθαρών αποδοχών που θα εμφανίζονται στο έντυπο Ε1. Το υπουργείο Οικονομικών, σε συνεργασία με την ΑΑΔΕ θα βρουν ένα σύστημα διαχωρισμού των δαπανών των επαγγελματιών σε «οικογενειακές» και επαγγελματικές, ώστε οι δαπάνες που εμφανίζονται στα βιβλία των επαγγελματιών (και αφαιρούνται από τα ακαθάριστα έσοδα) να μη συγχέονται με τις δαπάνες που γίνονται για την κάλυψη των προσωπικών αναγκών.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα
Το τι αναμένεται να συμβεί την επόμενη χρονιά με τις αλλαγές σε φορολογικό και ασφαλιστικό προκύπτει και από τα ακόλουθα παραδείγματα:
1. Ελεύθερος επαγγελματίας με κέρδη 10.000 ευρώ θα πληρώσει για τα εισοδήματα του 2020 φόρο 900 ευρώ και όχι 2.200 ευρώ που θα πλήρωνε αν δεν γίνονταν οι αλλαγές στη φορολογική κλίμακα. Θα εξακολουθήσει βέβαια να πληρώνει τέλος επιτηδεύματος 650 ευρώ, αν και αυτό αναμένεται να καταργηθεί στο προσεχές μέλλον, σύμφωνα τουλάχιστον με τις εξαγγελίες της κυβέρνησης. Το μεγάλο ερώτημα είναι οι ασφαλιστικές εισφορές. Με το ισχύον καθεστώς, ο επαγγελματίας θα πλήρωνε περίπου 2.200 ευρώ ως ασφαλιστικές εισφορές οι οποίες και υπολογίζονται με συντελεστή 20,28% επί του αθροίσματος, καθαρά κέρδη προηγούμενης χρονιάς συν ασφαλιστικές εισφορές προηγούμενης χρονιάς. Αν γι’ αυτό το επίπεδο κερδών οριστεί εισφορά στα επίπεδα των 200-220 ευρώ, ο επαγγελματίας θα επιβαρυνθεί με περίπου τα ίδια χρήματα και θα περιμένει το εκκαθαριστικό του 2021 για να δει στην τσέπη του και το κέρδος από τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης. Συνολικά, και μέχρι να καταργηθεί το τέλος επιτηδεύματος, από τα 10.000 ευρώ θα του μείνουν καθαρά περίπου τα 6.200 ευρώ. Είναι προφανώς περισσότερα σε σχέση με το υφιστάμενο καθεστώς το οποίο αφήνει «καθαρά» μόλις 4.900 ευρώ δηλαδή λιγότερα από τα μισά.
2. Δύο εταίροι σε ομόρρυθμη εταιρεία με καθαρά κέρδη 20.000 ευρώ, θα πληρώσουν το 2020 φόρο 4.800 ευρώ αντί για 5.800 ευρώ που ήταν η επιβάρυνση της φετινής χρονιάς (σ.σ.: η μείωση του φορολογικού συντελεστή για τις Ο.Ε. θα ισχύσει για τα κέρδη του 2019, οπότε οι εταίροι θα δουν το σημαντικό όφελος στο εκκαθαριστικό του 2020 και όχι στο εκκαθαριστικό του 2021 όπως θα συμβεί με τους ελεύθερους επαγγελματίες). Αθροιστικά, οι δύο εταίροι πληρώνουν σήμερα περίπου 4.400 ευρώ για τις ασφαλιστικές τους εισφορές. Αν το ποσό παραμείνει στα ίδια επίπεδα, τότε θα έχουν σαφές όφελος από τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης. Μάλιστα, για τους εταίρους των Ο.Ε. και των Ε.Ε. το περιβάλλον θα γίνει ακόμη ελκυστικότερο μέσα στο 2020 καθώς -υπό την προϋπόθεση ότι θα βρεθεί ο απαιτούμενος δημοσιονομικός χώρος- θα προχωρήσει και η δεύτερη φάση μείωσης του φορολογικού συντελεστή, αυτή τη φορά από το 24% στο 20%.