Την απογοήτευση από την εξέλιξη των μακροοικονομικών δεικτών και τη διαφαινόμενη αδυναμία ουσιαστικής επιτάχυνσης του ρυθμού ανάκαμψης της οικονομίας το 2019-2020, παρά το θετικό μετεκλογικό κλίμα στις αγορές, επισημαίνει το ινστιτούτο εργασίας ΓΣΕΕ στο πρώτο οικονομικό δελτίο, που δίνει στη δημοσιότητα. Θεωρεί υπεραισιόδοξο το στόχο του 2,8% για τους ρυθμούς ανάπτυξης του 2020 δεδομένου και του αρντητικού διεθνούς περιβάλλοντος.
Την απογοήτευση από την εξέλιξη των μακροοικονομικών δεικτών και τη διαφαινόμενη αδυναμία ουσιαστικής επιτάχυνσης του ρυθμού ανάκαμψης της οικονομίας το 2019-2020, παρά το θετικό μετεκλογικό κλίμα στις αγορές, επισημαίνει το ινστιτούτο εργασίας ΓΣΕΕ στο πρώτο οικονομικό δελτίο, που δίνει στη δημοσιότητα. Θεωρεί υπεραισιόδοξο το στόχο του 2,8% για τους ρυθμούς ανάπτυξης του 2020.
Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ κάνει λόγο για αναντιστοιχία μεταξύ εθνικών αναπτυξιακών προσδοκιών και διεθνούς οικονομικής δυσανεξίας με την κρίσιμη απόκλιση βραχυχρόνιων δεικτών και οικονομικών μεγεθών μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης στους τομείς κυρίως της βιομηχανίας, των εξαγωγών και του οικονομικού κλίματος, σημειώνοντας πως η εξέλιξη δεν είναι μεσοπρόθεσμα βιώσιμη και
Επισημαίνει ακόμη την αρνητική επίδραση της γενικευμένης αβεβαιότητας στις προσπάθειες προσέλκυσης επενδυτικών κεφαλαίων στην Ελλάδα, τη δυσκολία αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου στον βαθμό που η προσέλκυση επενδύσεων επικεντρώνεται σε μη παραγωγικές επενδύσεις και, τέλος, τις αβέβαιες προσδοκίες που καλλιεργούνται σχετικά με την ικανότητα της νέας πολιτικής φορολογικών ελαφρύνσεων να απογειώσουν τις επενδύσεις και την αύξηση του ΑΕΠ στην Ελλάδα.
Τι γίνεται με τις επενδύσεις
Όσον αφορά στις επενδύσεις, το ινστιτούτο σχολιάζει πως «η ελπίδα πεθαίνει τελευταία». Σημειώνει ότι στις συνθήκες αυτές της γενικευμένης αβεβαιότητας, η προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων στην Ελλάδα είναι αβέβαιο αν θα λάβει τη μορφή παραγωγικών επενδύσεων (Greenfields) ικανών να μεταβάλουν με όρους βιωσιμότητας την παραγωγική διάρθρωση της οικονομίας. «Το πιθανότερο είναι το όποιο ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών να περιοριστεί στις ιδιωτικοποιήσεις και σε εξαγορές εταιρικών μεριδίων (π.χ. σε επιχειρήσεις υπό αναδιάρθρωση), σε τουριστικά ή άλλα ακίνητα, στα μεγάλα έργα υποδομής με κρατική συμμετοχή (π.χ. ενέργεια) και στην αγορά μη εξυπηρετούμενων δανείων» εκτιμά. Ασκεί δε κριτική στο γεγονός ότι «ο ένας πυλώνας της αναπτυξιακής στρατηγικής της κυβέρνησης στοχεύει στην ενεργοποίηση του άξονα οικοδομή-real estate-τουρισμός και πριμοδοτεί τη διατηρησιμότητα του παραγωγικού υποδείγματος που μας οδήγησε στην κρίση».
Ανεξάρτητα από το θέμα της ποιότητας και της διάρθρωσης των νέων επενδύσεων, ένα επίσης σημαντικό ζήτημα είναι εάν η προσδοκώμενη αύξησή τους θα είναι τελικά τόση ώστε να προκαλέσει την επιθυμητή ανάπτυξη της οικονομίας που θα ενισχύσει την αξιοπιστία της, τονίζει το ΙΝΕ και εξηγεί:
Το ειδικό βάρος των επενδύσεων στο ΑΕΠ της Ελλάδας είναι μικρό μετά τη μακριά περίοδο αποεπένδυσης. Δεύτερον, η χώρα βαρύνεται με υψηλό γεωπολιτικό ρίσκο. Τρίτον, το έλλειμμα χρηματοδότησης παραμένει κεντρικό εμπόδιο στην ανάληψη επενδύσεων.
Σημειώνει ακόμη ότι παρά την αύξηση των τραπεζικών πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις, τους πρώτους επτά μήνες (2,8% το 2019 έναντι -1,1% το 2018) το κόστος του τραπεζικού δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων παραμένει δυσανάλογα υψηλό (Διάγραμμα 8) αν και υπάρχει σημαντική μείωση της απόδοσης του 10ετούς κρατικού ομολόγου.
Επιπλέον, σχολιάζει, η αισιοδοξία για την πορεία των επενδύσεων στηρίζεται στην υπόθεση που αποτελεί τον δεύτερο βασικό πυλώνα της τρέχουσας οικονομικής πολιτικής, ότι η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων θα οδηγήσει σε αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης. «Έχει ενδιαφέρον να αναφέρουμε στο σημείο αυτό ευρήματα ερευνών (π.χ. της Κεντρικής Τράπεζας της Ατλάντας) δείχνουν ότι μόνο το 8% των διευθυντικών στελεχών που ρωτήθηκαν δήλωσε ότι οι φορολογικές ελαφρύνσεις θα τους έκαναν να αυξήσουν σημαντικά το πλάνο προσλήψεων που είχαν και μόνο το 11% δήλωσε ότι θα αυξήσουν σημαντικά τα επενδυτικά τους σχέδια. Μια σταθερή πλειονότητα έδωσε τις απαντήσεις «καμία αλλαγή» ή «κάποια αύξηση». Τα ευρήματα αυτά κλονίζουν θεμελιωμένες ιδεοληψίες» αναφέρει.
Καταλήγει δε ότι η διεθνής εμπειρία δείχνει πως οι φορολογικές ελαφρύνσεις λίγο προσθέτουν στην αύξηση του ΑΕΠ και μάλιστα βραχυπρόθεσμα. Η εμπειρία της ΕΕ είναι χαρακτηριστική. Την τελευταία τετραετία η μείωση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις συνοδεύτηκε αρχικά από αύξηση του ΑΕΠ, η οποία στη συνέχεια αποκλιμακώθηκε παρά τη συνεχιζόμενη μείωση του συντελεστή.