Η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου είναι ίσως εκ πρώτης όψεως απλή. Η κυβέρνηση πιστεύει πως ναι και οι αγορές το πιστοποιούν. Η εντεινόμενη απειλή της ύφεσης στη ζώνη του ευρώ και η συγχρονισμένη και δη απότομη επιβράδυνση στην οποία βρίσκεται συνολικά η παγκόσμια οικονομία είναι ένας από τους παράγοντες που έχουν συμβάλλει στη δραστική μείωση του κόστους δανεισμού για τη χώρα. Αυτή η «ευκαιρία» όμως δεν είναι από μόνη της αρκετή για να βγάλει τη χώρα οριστικά από τη δική της κρίση. Ποια είναι τα ευνοϊκά δεδομένα, αλλά και τι άλλο χρειάζεται;
Ανάλυση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου είναι ίσως εκ πρώτης όψεως απλή. Η κυβέρνηση πιστεύει πως ναι και οι αγορές το πιστοποιούν. Η εντεινόμενη απειλή της ύφεσης στη ζώνη του ευρώ και η συγχρονισμένη και δη απότομη επιβράδυνση στην οποία βρίσκεται συνολικά η παγκόσμια οικονομία είναι ένας από τους παράγοντες που έχουν συμβάλλει στη δραστική μείωση του κόστους δανεισμού για τη χώρα. Αυτή η «ευκαιρία» όμως δεν είναι από μόνη της αρκετή για να βγάλει τη χώρα οριστικά από τη δική της κρίση. Ποια είναι τα ευνοϊκά δεδομένα, αλλά και τι άλλο χρειάζεται;
Η πρώτη στην ιστορία μας έκδοση εντόκων γραμματίων με αρνητικό επιτόκιο, που ήρθε μόλις 24 ώρες μετά την επανέκδοση του 10ετους ομολόγου στην οποία πετύχαμε και πάλι ιστορικά χαμηλό επιτόκιο και μαζική συμμετοχή real money επενδυτών μακροπρόθεσμης στρατηγικής επιβεβαιώνουν ότι η χώρα έχει καταφέρει να αξιοποιήσει στο έπακρο την ολοένα και αυξανόμενη «όρεξη» των επενδυτών για κρατικό χρέος.
Τα ελληνικά ομόλογα θεωρούνται πια ασφαλής επιλογή, αφού το μεγάλο μέρος του πολιτικού συστήματος φαίνεται να στηρίζει την παραμονή στον σκληρό πυρήνα της Ε.Ε., δηλαδή την Ευρωζώνη, αλλά και την ανάγκη τόσο για μεταρρυθμίσεις όσο και για ένα πιο φιλικό μείγμα στην ανάπτυξη. Όσο για τη κυβέρνηση έχει ξεκαθαρίσει ότι θεωρεί την ελάφρυνση των φορολογικών και άλλων βαρών για το επιχειρείν και τις επενδύσεις προτεραιότητα. Θεωρούνται παράλληλα άκρως ελκυστική επιλογή, αφού οι αποδόσεις τους εξακολουθούν να είναι οι υψηλότερες στη ζώνη του ευρώ.
Κάπως έτσι τα ζοφερά στοιχεία για την παγκόσμια οικονομία και η έντονη αβεβαιότητα γίνονται «όπλο» στα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης (και σε δεύτερη φάση και των επιχειρήσεων ) για αισθητά φθηνότερο δανεισμό από τις αγορές. Ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος ΣταΪκούρας, δεν έχει κρύψει την ικανοποίησή του για τις εξελίξεις στις αγορές ομολόγων, που όχι μόνο βελτιώνουν τις προοπτικές βιωσιμότητας του χρέους, αλλά και του δίνει ένα ισχυρό επιχείρημα στη διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους προκειμένου να πετύχει μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Αλλά και ο υπουργός Ανάπτυξης, Άδωνις Γεωργιάδης, μιλώντας στο συνέδριο του ΤΕΕ, έσπευσε να υπογραμμίσει πως το ενδεχόμενο η διεθνής οικονομία να μπει σε υφεσιακό κύκλο μπορεί να αποδειχθεί ευκαιρία για την ελληνική οικονομία. Δεν επικαλέστηκε όμως μόνο τη μείωση των επιτοκίων, αλλά και τη δυνατότητα προσέλκυσης επενδύσεων. Αυτό το δεύτερο είναι σίγουρο πιο σύνθετο και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρείται αυτονόητο.
Είναι δυνατόν όταν όλοι γύρω σου κατεβάζουν ταχύτητα ή και απειλούνται με ύφεση, εσύ να περιμένεις ουσιαστικές επενδύσεις (μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, που θα δώσει σταθερές θέσεις εργασίας); Δεν είναι μεγαλύτερη η πρόκληση για την επίτευξη του στόχου αυτού όσο οι συνθήκες διεθνώς επιδεινώνονται; Τα πράγματα είναι σίγουρα πιο δύσκολα και αυτό το αναγνωρίζουν και οι διεθνείς οίκοι, που κρατούν σχετικά χαμηλά τον πήχη για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας έως και το 2023.
Ωστόσο βλέπουμε παράλληλα να προωθείται ένα άλλο αφήγημα στα διεθνή μέσα, το οποίο και θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να λειτουργήσει ως ευκαιρία. Η Ελλάδα, λέει αυτό, έχει σήμερα περισσότερο από ποτέ ίσως τη δυνατότητα να λάμψει, αφού όχι μόνο έπαψε να είναι ο «ασθενής» της Ευρωζώνης, αλλά είναι μεταξύ των χωρών με τις καλύτερες επιδόσεις. Αναπτύσσεται σταθερά, έστω και βραδύτερα από ό,τι θα θέλαμε, εμφανίζει διαρκώς πλεονάσματα και έχει μειώσει το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Kαι ενώ ο μεταποιητικός κλάδος της νομισματικής ένωσης είναι στην βαθύτερη ύφεση της επταετίας και το οικονομικό κλίμα στο ναδίρ, στη χώρα μας οι δείκτες εξακολουθού να κινούνται σε υψηλά επίπεδα.
Ενδεικτικό είναι το πρόσφατο δημοσίευμα των Financal Times, στο οποίο η βρετανική εφημερίδα υπογράμμιζε πως έχουν αντιστραφεί πλήρως οι ρόλοι της Ελλάδας και της Γερμανίας στην Ευρωζώνη, με τη δεύτερη πλέον να λειτουργεί ως βαρίδι και την πρώτη ως πιθανό sucess story.
Τέτοιου είδους δημοσιεύματα, που αντανακλούν όντως μία πτυχή της πραγματικότητας, είναι λογικό να πυροδοτούν αισιοδοξία. Κάπου εδώ όμως έρχεται να μας προσγειώσει η τελευταία έκθεση ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ. Η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι μία μη ανταγωνιστική οικονομία και αυτό δεν έχει καθόλου να κάνει με το ότι είναι μία «ακριβή» χώρα. Η 59η θέση έρχεται καθώς παίρνουμε κάτω από τη βάση σε καίριους τομείς, όπως αυτός της αξιοπιστίας και της αποδοτικότητας των θεσμών. Όσο δεν αντιμετωπίζονται αυτές οι αδυναμίες, οι ευκαιρίες θα μένουν μισές.