H Eυρωζώνη είναι αναμφίβολα ο μεγάλος ασθενής της παγκόσμιας οικονομίας, με την εξάρτηση μεγάλων οικονομιών της από τις εξαγωγές να αποδεικνύεται «βαρίδι» σε ένα περιβάλλον πολλαπλών εμπορικών πολέμων, γεωπολιτικών εντάσεων και διαρκούς αβεβαιότητας. Ποιο είναι το μεγάλο στήριγμά της αυτή τη στιγμή; Το φθηνό ευρώ, το οποίο όμως δεν έχει μόνο οφέλη. To ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα επιστρέφει ολοταχώς προς επίπεδα, που είχε να συναντήσει εδώ και 16 χρόνια.
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
H Eυρωζώνη είναι αναμφίβολα ο μεγάλος ασθενής της παγκόσμιας οικονομίας, με την εξάρτηση μεγάλων οικονομιών της από τις εξαγωγές να αποδεικνύεται «βαρίδι» σε ένα περιβάλλον πολλαπλών εμπορικών πολέμων, γεωπολιτικών εντάσεων και διαρκούς αβεβαιότητας. Ποιο είναι το μεγάλο στήριγμά της αυτή τη στιγμή; Το φθηνό ευρώ, το οποίο όμως δεν έχει μόνο οφέλη.
Το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα υποχώρησε μέσα στην περασμένη εβδομάδα ακόμη και κάτω από το όριο του 1,09 δολαρίου, σε επίπεδα που είχε να συναντήσει από τον Μάιο του 2017 και που δεν απέχουν ιδιαίτερα από το ναδίρ του 1,04 δολ. που είχε καταγραφεί το 2003.
Οι επενδυτές στην αγορά συναλλάγματος έχοντας τρομάξει από την απειλή της ύφεσης, αλλά και τα επιτόκια στη ζώνη του ευρώ που βρίσκονται βαθιά σε αρνητικό έδαφος, όπως και από την προοπτική περαιτέρω χαλάρωσης από την ΕΚΤ, στρέφονται μαζικά στο αμερικανικό ενεργητικό, που έχει υψηλότερη απόδοση, στηρίζοντας έτσι το δολάριο. Το επενδυτικό κλίμα στη ζώνη του ευρώ είναι σε ναδίρ 6,5 ετών και το αμερικανικό νόμισμα ανατιμάται συνεχώς σε μία εξέλιξη που εξοργίζει τον Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και είναι απόδειξη της σχετικής «υγείας» της αμερικανικής οικονομίας, συγκριτικά με τις συνθήκες, που επικρατούν στη Γηραιά Ήπειρο.
Το εάν το ευρώ θα συνεχίσει τον κατήφορό του προς το... 2003, θα εξαρτηθεί έως έναν βαθμό από το ποια κεντρική τράπεζα θα κινηθεί με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα: η ΕΚΤ ή η FED; Η πρώτη πολύ πρόσφατα μείωσε το καταθετικό επιτόκιο στο -0,5%, ενώ έχει ήδη αποφασίσει να βγάλει εκ νέου από τη φαρέτρα το μπαζούκας της ποσοτικής χαλάρωσης. Ωστόσο ταλανίζεται από σφοδρές συγκρούσεις στο εσωτερικό της και το τιμόνι της θα αλλάξει σύντομα χέρια. Αν και η Κριστίν Λαγκάρντ έχει αφήσει να εννοηθεί ότι θέλει να ακολουθήσει τα βήματα του προκατόχου της, Μάριο Ντράγκι, δεν μπορεί σίγουρα να αγνοήσει το γεγονός ότι το 1/3 των μελών του Συμβουλίου τάχθηκαν κατά της επαναφοράς της ποσοτικής χαλάρωσης στην τελευταία συνεδρίαση.
Η FED από την άλλη έχει εμφανιστεί πολύ πιο διστακτική στο να προχωρήσει σε δυναμικές μειώσεις επιτοκίων. Εν μέρει αυτό έχει να κάνει και με τις πιέσεις, που δέχεται συνεχώς από τον Ντόναλντ Τραμπ. Αν ο Αμερικανός πρόεδρος πιστεύει ότι οι συνεχείς επιθέσεις και προσβολές στο πρόσωπο του Τζερόμ Πάουελ θα τον αναγκάσουν να αλλάξει στρατηγική, μάλλον δεν έχει καταλάβει ότι η έως τώρα διστακτικότητα του επικεφαλής της FED έχει εν πολλοίς να κάνει και με το γεγονός ότι δεν θέλει να δείξει ότι υποκύπτει στις πιέσεις της πολιτικής εξουσίας, θέτοντας σε κίνδυνο την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας.
Ανεξάρτητα βέβαια από το τι κάνει ο Τραμπ ο Αμερικανός κεντρικός τραπεζίτης έχει να ζυγίσει από τη μία τα δεδομένα για απότομα εξασθένηση του μεταποιητικού κλάδου και από την άλλη την ισχυρή εικόνα της αγοράς εργασίας. Αυτό που είναι βέβαιο είναι πως εάν αποφασίσει πως η αμερικανική ανάπτυξη έχει ανάγκη από στηρίγματα, έχει πολύ μεγαλύτερα περιθώρια χαλάρωσης από την ΕΚΤ, η οποία δεν κατάφερε ποτέ μετά την παγκόσμια κρίση του 2008 να σφίξει λίγο το ζωνάρι.
Οι αγορές χρήματος ανεβάζουν τις πιθανότητες για νέα μείωση των αμερικανικών επιτοκίων τον Οκτώβριο κοντά στο 90%. Ακόμη και αυτό όμως, όπως εξηγούν ειδικοί της αγοράς συναλλάγματος στη Wall Street Journal, μπορεί να μην αποδειχθεί ικανό να αποτρέψει την περαιτέρω ανατίμηση του δολαρίου και την απόλυτη ισοτιμία 1:1 μεταξύ των δύο νομισμάτων. Τα δεδομένα θα μπορούσαν να αλλάξουν μόνο εάν οι κυβερνήσεις της Ευρώπης θελήσουν να αξιοποιήσουν με αποφασιστικότητα και τα όπλα της δημοσιονομικής πολιτικής.
Έως ότου το κάνουν όμως, σε τι βαθμό βοηθάει την Ευρωζώνη η υποτίμηση του ευρώ; Από τη στιγμή που πολλές από τις μεγάλες επιχειρήσεις της αντλούν μεγάλο μέρος των εσόδων τους από το εξωτερικό, πρόκειται για ένα ουσιαστικό στήριγμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και επαρκές. Σε ένα περιβάλλον εμπορικών δασμών και άλλων εμποδίων, το φθηνό νόμισμα απαλύνει έναν βαθμό τον πόνο, αλλά δεν μπορεί να ρίξει τα «τείχη», που ορθώνονται. Για τις οικονομίες, που ποντάρουν στον τουρισμό, επίσης είναι μία βοήθεια, αλλά όπως έχει δείξει και η εμπειρία άλλων χωρών, όπως της Τουρκίας, πριν από λίγα χρόνια, από μόνο του δεν αρκεί για να διατηρήσει τις τουριστικές εισπράξεις σε υψηλά επίπεδα.
Από την άλλη το φθηνό ευρώ σημαίνει αύξηση του κόστους για τα αγαθά, που η νομισματική ένωση αγοράζει από το εξωτερικό, όπως το πετρέλαιο. Οι 19 είναι τυχεροί προς το παρόν, καθώς παρά τις εντάσεις στη Μέση Ανατολή, η τιμή του μαύρου χρυσού παραμένει υπό πίεση. Για όσες χώρες πάντως καλύπτουν και άλλες βασικές ανάγκες τους από εισαγωγές ή ποντάρουν στην εγχώρια κατανάλωση για την ανάπτυξή τους, τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα όσο το νόμισμα χάνει την αξία του.
Θα πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι το φθηνό ευρώ έχει έναν αρνητικό αντίκτυπο και για τις αμερικανικες επιχειρήσεις. Πλήττει τα κέρδη τους στην Ευρώπη. Σύμφωνα με στοιχεία της FactSet, οι εταιρείες του S&P 500 καλύπτουν το 12% των εσόδων τους από τις αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.