Μια τεράστια, αλλά φτωχή χώρα. Χωρίς εμπορικούς εταίρους, χωρίς διπλωματικές σχέσεις, χωρίς εξωτερικά στηρίγματα. Ένας γίγαντας στην απομόνωση, καταδικασμένος στην επιδίωξη αυτάρκειας. Αυτή ήταν η εικόνα της Κίνας πριν από 70 χρόνια όταν έβγαινε από τον οδυνηρό εμφύλιο και το Κομμουνιστικό Κόμμα ερχόταν στην εξουσία. Εν έτει 2019 είναι μία οικονομία 14 τρισ. δολαρίων, η δεύτερη μεγαλύτερη στον πλανήτη, ο κορυφαίος καταναλωτής πρώτων υλών και μία εμπορική- επενδυτική δύναμη, που αντιμετωπίζεται ως μοναδική ευκαιρία και απειλή ταυτόχρονα από τον υπόλοιπο κόσμο.
Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Μια τεράστια, αλλά φτωχή χώρα. Χωρίς εμπορικούς εταίρους, χωρίς διπλωματικές σχέσεις, χωρίς εξωτερικά στηρίγματα. Ένας γίγαντας στην απομόνωση, καταδικασμένος στην επιδίωξη αυτάρκειας. Αυτή ήταν η εικόνα της Κίνας πριν από 70 χρόνια όταν έβγαινε από τον οδυνηρό εμφύλιο και το Κομμουνιστικό Κόμμα ερχόταν στην εξουσία. Εν έτει 2019 είναι μία οικονομία 14 τρισ. δολαρίων, η δεύτερη μεγαλύτερη στον πλανήτη, ο κορυφαίος καταναλωτής πρώτων υλών και μία εμπορική- επενδυτική δύναμη, που αντιμετωπίζεται ως μοναδική ευκαιρία και απειλή ταυτόχρονα από τον υπόλοιπο κόσμο.
Το καθεστώς έχει και αυτό αλλάξει -το εξωτερικό του προφίλ. Ανοίγει τις αγορές του και προβάλλεται ως πρωταθλητής και θεματοφύλακας της παγκοσμιοποίησης και του ελεύθερου εμπορίου. Γιατί στο εσωτερικό ο αυταρχισμός, η φίμωση κάθε φωνής κριτικής και η καταπίεση καλά κρατούν. Το αόρατο χέρι της αγοράς και το βαρύ χέρι του κράτους σε απόλυτο συνδυασμό. Κάπως έτσι περιγράφουν οι ειδικοί μία κομμουνιστική οικονομία, που έπεισε τους ξένους επενδυτές να ρίξουν σε αυτήν 1,6 τρισ. δολάρια. Πρόκειται αναμφίβολα για ένα οικονομικό θαύμα. Πώς φτάσαμε όμως σε αυτό;
Η Κίνα μπήκε ουσιαστικά σε τροχιά οικονομικής μεταρρύθμισης πριν από 40 χρόνια, επί Ντενγκ Σιαοπίνγκ. Ο πληθυσμός του 1,4 δισ. σε συνδυασμό με τη βούλησή της να ανοίξει τις πύλες -έστω με πληθώρα περιορισμών- αποδείχθηκε επαρκές δέλεαρ για τη Δύση. Έβγαλε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους της από τη φτώχεια, εκμεταλλευόμενη στο έπακρο τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης και αυτό ήταν κάτι που ωφελούσε συνολικά την παγκόσμια οικονομία. Ας φανταστούμε μόνο τι θα γινόταν εάν αντί των αλματωδών ρυθμών ανάπτυξης, είχαμε μία στάσιμη οικονομία, της οποίας οι κάτοικοι θα επεδίωκαν κατά εκατομμύρια τη μετανάστευση προς αναζήτηση εργασίας.
Παράλληλα στελέχη του κόμματος έστελναν τα παιδιά τους για σπουδές στο εξωτερικό και εκείνα επέστρεφαν πίσω με νέες ιδέες και έχοντας λάβει γερές δόσεις οικονομικής και πολιτικής ελευθερίας. Όλα αυτά είχαν γεννήσει την ελπίδα ότι μαζί με την οικονομική ανάπτυξη και αναμόρφωση θα έρθει αν όχι ο εκδημοκρατισμός, τουλάχιστον μία μετάβαση σε ένα μονοκομματικό μοντέλο «σχετικής ανοχής», όπως αυτό της Σιγκαπούρης. Οι ελπίδες διαψεύστηκαν, με τα πράγματα μάλιστα να κινούνται προς την αντίθετη μάλλον κατεύθυνση επί Χου Τζιντάο και Σι Τζινπίνγκ.
Τα πρώτα βήματα
Η οικονομική μετάβαση όμως, που άρχισε μετά τον θάνατο του Μάο το 1976, συνεχίζεται αδιάκοπα. Το πρώτο βήμα του Ντενγκ για να αναμορφώσει την οικονομία ήταν να δώσει στους χωρικούς το δικαίωμα για δικές τους καλλιέργειες, γεγονός που βελτίωσε το βιοτικό επίπεδο, αλλά και περιόρισε τις ελλείψεις τροφίμων. Τρία χρόνια αργότερα, το 1979, ΗΠΑ και Κίνα αποκατέστησαν τους διπλωματικούς δεσμούς και τότε άνοιξε και η πόρτα στις πρώτες ξένες επενδύσεις. Τα κεφάλαια άρχισαν να εισρέουν από όσους ήθελαν να εκμεταλλευθούν τα φθηνά εργατικά χέρια και το εξαιρετικά χαμηλό κόστος παραγωγής.
Τις δεκαετίες 1980 και 1990 άνοιγαν σταδιακά οι τεράστιες αγορές της, όχι χωρίς διαμαρτυρίες πάντως για την αντιμετώπιση των ξένων εταιρειών, οι οποίες εν πολλοίς επιμένουν και σήμερα με καταγγελίες για κλοπή τεχνολογίας και τεχνογνωσίας στη μορφή της αναγκαστικής παραχώρησής της σε Κινέζους εταίρους.
Η μεγάλη ώθηση σε αυτή τη διαδικασία δόθηκε με την ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, το 2001. Με τους δασμούς να μειώνονται σημαντικά και τα άλλα εμπορικά εμπόδια αρκετές εταιρείες της Δύσης αποφάσισαν να επενδύσουν δυναμικά στις ανάγκες των καταναλωτών της πολυπληθέστερης χώρας του πλανήτη, ενώ και τα κινεζικά προϊόντα άρχισαν να κάνουν την παρουσία τους παντού. Δεν άργησαν να έρθουν και οι διαμάχες με Ε.Ε. και ΗΠΑ για πρακτικές ντάμπινγκ- δηλαδή για παράνομες επιδοτήσεις σε κινεζικές χαλυβουργίες και άλλες βιομηχανίες προκειμένου να πωλούν τα προϊόντα τους στο εξωτερικό σε τιμές κάτω του κόστους.
Σύμφωνα με στοιχεία του London School of Economics, η ανάπτυξη των κινεζικών εξαγωγών από το θάνατο του Μάο έως σήμερα είναι αλματώδης. Το 1978 η αξία τους ήταν μόλις 10 δισ. δολάρια και αντιστοιχούσε μόλις στο 1% του παγκόσμιου εμπορίου. Το 1985 είχε ήδη ανέλθει στα 25 δισ. δολάρια και λίγο μετά την ένταξη στον ΠΟΕ είχε δεκαπλασιαστεί σπάζοντας το φράγμα των 250 δισ. δολαρίων. Το 2005 ήταν ήδη πάνω από μισό δισ. και έκτοτε οι ρυθμοί αύξησης ήταν θεαματικοί. Το 2015 η αξία των κινεζικών εξαγωγών είχε σκαρφαλώσει στα 4,3 τρισ. δολάρια και ο «δράκος» κατακτούσε τον τίτλο της μεγαλύτερη εξαγωγικής δύναμης του πλανήτη. Ο εμπορικός πόλεμος με τις ΗΠΑ θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα, αλλά
Ο δρόμος του Μεταξιού
Η Κίνα εξακολουθεί να δίνει μάχη για αυτή τη θέση με τη Γερμανία, ενώ είναι σαφές ότι επιδιώκει και επενδυτική «επέλαση» στη Δύση. Ελέγχει ήδη κρίσιμες υποδομές (λιμάνια, δρόμους) στα Βαλκάνια και αλλού, ενώ προσπαθεί να επεκταθεί ακόμη ταχύτερα με την πρωτοβουλία Μία Ζώνη- Ένας Δρόμος, γνωστή και ως νέος δρόμος του Μεταξιού. Τόσο η Ε.Ε. όσο και οι ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια, φοβούμενες ότι η κίνηση αυτή έχει ως στόχο την ενίσχυση και της πολιτικής επιρροής, προσπαθούν να ορθώσουν ένα τείχος απέναντι σε κινεζικές επενδύσεις σε ευαίσθητους για την οικονομία και εθνική ασφάλεια τομείς.
Η ραγδαία μείωση της φτώχειας και οι ανισότητες
Οι εξαγωγές έφεραν ιλιγγιώδεις ρυθμούς ανάπτυξης και μαζί με την προσέλκυση ξένων επενδύσεων έβγαλαν 850 εκατομμύρια Κινέζους από τη φτώχεια, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα. Οι ειδικοί του διεθνούς οργανισμού μάλιστα υπολογίζουν ότι η χώρα μπορεί ακόμη και να εξαλείψει πλήρως την απόλυτη φτώχεια το 2020 (ημερήσιο εισόδημα 1,90 δολ. ή χαμηλότερο). Παράλληλα με τη μείωση της φτώχειας προχωράει και η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου. Σύμφωνα με στοιχεία της Standard Chartered, που επικαλείται το BBC, το 27% του εργατικού δυναμικού της Κίνας θα έχει πτυχίο ανώτατης εκπαίδευσης έως το 2030. Το ποσοστό είναι αντίστοιχο με το σημερινό στη Γερμανία.
Μεγάλο αγκάθι πάντως παραμένουν οι εισοδηματικές ανισότητες, που είναι πολύ οξύτερες από ό,τι στην Ευρώπη ή άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες. Η Κίνα μετράει ήδη 475 δισεκατομμυριούχους, αλλά το μέσο ετήσιο εισόδημα δεν υπερβαίνει τα 10.000 δολάρια. Στις αγροτικές περιοχές είναι κατά πολύ χαμηλότερο.
Και η δύναμη της μεσαίας τάξης
Παρά την μεγάλη ψαλίδα ανάμεσα σε φτωχούς και πλουσίους, στην Κίνα έχουμε την ανάπτυξη μίας μεσαίας τάξης, η οποία και διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην οικονομία, ενώ διατυπώνονται προσδοκίες ότι θα μπορούσε να είναι τελικά εκείνη που θα πιέσει για την πολιτική αλλαγή. Σύμφωνα με έρευνα της McKinsey έως το 2022 η μεσαία τάξη στη χώρα θα αριθμεί 550 εκατομμύρια καταναλωτές, υπερβαίνοντας δηλαδή ολόκληρο τον πληθυσμό των ΗΠΑ. Στα αστικά κέντρα το 75% των καταναλωτών θα έχουν εισόδημα 60.000 έως 229.000 γιουάν (9.000 έως 34.000 δολάρια) ετησίως. Σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης, το εύρος αυτό αντιστοιχεί στο μέσο εισόδημα της Ιταλίας ή της Βραζιλίας. Μόλις το 4% των νοικοκυριών σε αστικά κέντρα της χώρας ήταν μέσα σε αυτό το εύρος το 2000, ενώ το ποσοστό είχε εκτιναχθεί στο 68% το 2012. Αμερικανικοί και ευρωπαϊκοί κολοσσοί λιανικής, που παραμένουν στη χώρα, παρά τις καταγγελίες για άνιση μεταχείριση και κόντρα στις ανησυχίες για τον εμπορικό πόλεμο, στηρίζονται ακριβώς στη δυναμική των καταναλωτών αυτών.