Ιδιαίτερα ικανοποιητική διαπιστώνεται η πορεία των εισηγμένων εταιρειών το 2019, όπως αποδεικνύεται από τα στοιχεία των οικονομικών καταστάσεων του πρώτου εξαμήνου, με τα καθαρά κέρδη να κινούνται ανοδικά σε ποσοστό πάνω από 40%, ενώ ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι 2 στις 3 εταιρείες είναι κερδοφόρες.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Σακκά
[email protected]
Ιδιαίτερα ικανοποιητική διαπιστώνεται η πορεία των εισηγμένων εταιρειών το 2019, όπως αποδεικνύεται από τα στοιχεία των οικονομικών καταστάσεων του πρώτου εξαμήνου, με τα καθαρά κέρδη να κινούνται ανοδικά σε ποσοστό πάνω από 40%, ενώ ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι 2 στις 3 εταιρείες είναι κερδοφόρες.
Ειδικότερα, από τις δημοσιεύσεις των αποτελεσμάτων φαίνεται ότι, παρά την υποχώρηση της κερδοφορίας των δύο διυλιστηρίων και ειδικά των ΕΛΠΕ, τα καθαρά κέρδη δείχνουν μια σημαντική αύξηση της τάξης του 43% σε σχέση με τα επίπεδα του 2018, ενώ αύξηση περίπου 7,5% καταγράφεται στην πορεία των λειτουργικών αποτελεσμάτων (EBITDA) και περίπου 2,5% των πωλήσεων.
Αυτό που θα πρέπει να επισημανθεί είναι ότι είναι η πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια που στον πίνακα των αποτελεσμάτων συμμετέχουν λίγες αριθμητικά εταιρείες.
Ειδικότερα οι εισηγμένες ανέρχονται σε μόλις 154 (δεν υπολογίζονται εδώ οι τράπεζες), γεγονός το οποίο αποδίδεται όχι μόνο στην «άρνηση» κάποιων εισηγμένων να δημοσιεύσουν στοιχεία λόγω οικονομικών προβλημάτων, αλλά και επειδή τους τελευταίους 12 μήνες είχαμε και σημαντικές αποχωρήσεις.
Τι δείχνουν οι αριθμοί
Ειδικότερα, με βάση τα αποτελέσματα των 154 εισηγμένων εταιρειών προκύπτει ότι:
* Οι συνολικές πωλήσεις διαμορφώθηκαν στα 34,4 δισ. ευρώ έναντι 33,5 δισ. ευρώ.
* Τα κέρδη EBITDA διαμορφώθηκαν στα 4,11 δισ. ευρώ έναντι 3,83 δισ. ευρώ.
* Τα καθαρά κέρδη έφτασαν στα 878,5 εκατ. ευρώ έναντι 614,86 εκατ. ευρώ.
Από αυτό το σημαντικά ισχυρό δείγμα εταιρειών, όχι μόνο για το Χ.Α. αλλά συνολικά για το ελληνικό επιχειρείν, διαπιστώνουμε ότι ο τζίρος των εισηγμένων για το 2019 αναμένεται να κλείσει με άνοδο της τάξης του 3%, φτάνοντας σε επίπεδα υψηλότερα των 70 δισ. ευρώ.
Επίσης, σε αντίθεση με τα δύο προηγούμενα χρόνια, η διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος, η οποία στηριζόταν ιδιαίτερα στην πορεία των δύο εταιρειών διύλισης (ΕΛΠΕ και Motor Oil), αναμένεται να επηρεαστεί θετικά από άλλες εισηγμένες.
Η επίδραση των μεγεθών των ΕΛΠΕ στη συνολική κερδοφορία αυτού του δείγματος εταιρειών είναι πολύ μεγάλη, καθώς μετά την ιστορική υψηλή περσινή τους επίδοση, τα ΕΛΠΕ παρουσίασαν μείωση κερδών κατά 102,3 εκατ. ευρώ κατά το φετινό α’ εξάμηνο. Παρ’ όλα αυτά, η συνολική κερδοφορία παρέμεινε ουσιαστικά σταθερή, καθώς άλλες εισηγμένες, όπως ο ΟΤΕ και ο ΟΠΑΠ, κάλυψαν με τα αυξημένα αποτελέσματά τους το «κενό» που άφησαν τα ΕΛΠΕ.
Αξίζει ακόμη να επισημάνουμε τη συμβολή της ΔΕΗ, η οποία περιόρισε της ζημιές της κι έτσι, αν και αποτέλεσε και πάλι βαρίδι στη συνολική εικόνα, η επιβάρυνση αυτή ήταν σημαντικά χαμηλότερη έναντι του 2018.
Ακόμη θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι με βάση τα μέχρι τώρα στοιχεία μόνο μία στις τρεις εταιρείες είναι ζημιογόνος, ενώ από τις κερδοφόρες σχεδόν οι μισές βελτίωσαν το αποτέλεσμά τους.
Σύμφωνα με το πρόσφατο σχόλιο του κ. Μάνου Χατζηδάκη της Beta ΑΧΕΠΕΥ, η μεγάλη διαφορά του κατασκευαστικού κλάδου, της ΔΕΗ και των διυλιστηρίων σε σχέση με την περσινή επίδοση δημιουργεί εσφαλμένα συμπεράσματα ως προς τη δυναμική των καθαρών κερδών, δεδομένης και της φετινής μείωσης του φορολογικού συντελεστή κατά 100 μονάδες βάσης.
Σε επίπεδο λειτουργικών κερδών η βελτίωση που καταγράφεται είναι πιο ήπια, ωστόσο και εδώ υπάρχει η επίπτωση της εφαρμογής του ΔΠΧΠ 16, το οποίο στην πλειονότητα των περιπτώσεων ενίσχυσε το λειτουργικό αποτέλεσμα στην πρώτη χρήση εφαρμογής του προτύπου.
Επίσης ο καθαρός δανεισμός αναμένεται να είναι αυξημένος κατά 7%, ως αποτέλεσμα των προσαρμογών του ΔΠΧΠ 16 και της διανομής μερισμάτων τα οποία περιόρισαν τα ταμειακά διαθέσιμα. Το αποτέλεσμα του α’ εξαμήνου περιέχει αρκετούς έκτακτους παράγοντες και η ολοκλήρωση της δημοσίευσης των αποτελεσμάτων ενδεχομένως να απαιτήσει μια δεύτερη ανάγνωση, προκειμένου να διαγνωσθεί αν υπάρχει ισχυρή ή απλώς βελτίωση στα θεμελιώδη δεδομένα της ελληνικής αγοράς.
Το δεύτερο εξάμηνο
Σύμφωνα με κύκλους της αγοράς, το δεύτερο εξάμηνο εκτιμάται σημαντικά καλύτερο από το πρώτο, διότι έχουν εκλείψει σημαντικοί παράγοντες, οι οποίοι αποτυπώθηκαν και στα αποτελέσματά του. Ειδικότερα η πολιτική αβεβαιότητα λόγω των επικείμενων εκλογών, που με τη σειρά της φρέναρε την άνοδο της εγχώριας ζήτησης, έχει πια εξαφανιστεί λόγω και της νέας αυτοδύναμης κυβέρνησης.
Επίσης και το οικονομικό κλίμα έχει βελτιωθεί κατά το β’ φετινό εξάμηνο, με αποτέλεσμα να υπάρχει σε πολλούς κλίμα αισιοδοξίας για ικανοποιητική άνοδο του ΑΕΠ στο μέλλον, με ό,τι αυτό σημαίνει για τα κέρδη των επιχειρήσεων. Η αισιοδοξία αυτή ενδυναμώνεται και από την πτωτική τάση που παρατηρείται στα επιτόκια χορηγήσεων των τραπεζών και στις αποδόσεις των εταιρικών ομολόγων.
Ακόμη, κατά το πρώτο εξάμηνο ήταν εμφανής η κάμψη στην ευρωπαϊκή οικονομία και η κατάσταση στη γειτονική Τουρκία, που δυσκόλεψε ως έναν βαθμό τις επιδόσεις των εξαγωγικών ομίλων. Στο πεδίο αυτό, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το πώς θα κινηθεί η διεθνής οικονομία και γενικότερα το πώς θα αντιδράσει η Ευρώπη στην πολιτική αρνητικών επιτοκίων της ΕΚΤ, ή η Κίνα στον εμπορικό πόλεμο των ΗΠΑ.
Υπενθυμίζεται ότι το δεύτερο εξάμηνο εμπεριέχει και τα οφέλη από την τουριστική περίοδο, αλλά και την άνοδο της αγοράς από την περίοδο των Χριστουγέννων.