Ο τουριστικός όμιλος Thomas Cook είχε μία μαύρη τρύπα στον οικονομικό ισολογισμό του ύψους πάνω από 3,1 δισεκατομμύρια λίρες, πριν ανακοινώσει την κατάρρευσή του τη Δευτέρα, αποκάλυψε ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Πίτερ Φανκχάουσερ, σε κατάθεσή του στο ανώτατο δικαστήριο ως μάρτυρας.
Ο τουριστικός όμιλος Thomas Cook είχε μία μαύρη τρύπα στον οικονομικό ισολογισμό του ύψους πάνω από 3,1 δισεκατομμύρια λίρες, πριν ανακοινώσει την κατάρρευσή του τη Δευτέρα, αποκάλυψε ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Πίτερ Φανκχάουσερ, σε κατάθεσή του στο ανώτατο δικαστήριο ως μάρτυρας.
Μετά την ανακοίνωση της κατάρρευσης, η Thomas Cook τέθηκε σε καθεστώς υποχρεωτικής ρευστοποίησης, με αίτημα που κατέθεσε η εταιρεία στο ανώτατο δικαστήριο και η κυβέρνηση δρομολόγησε με επείγουσες διαδικασίες προς την υπηρεσία Πτωχεύσεων του υπουργείου Επιχειρήσεων την έρευνα για τα αίτια που την οδήγησαν στην πτώχευση. Σύμφωνα με στοιχεία που διέρρευσαν την ημέρα της ανακοίνωσης της πτώχευσης, η εταιρεία φαινόταν να έχει οφειλές ύψους 1,6 δισεκατομμυρίων λιρών.
Ωστόσο, η εφημερίδα Guardian δημοσιεύει σήμερα ότι o CEO της Thomas Cook αποκάλυψε στο δικαστήριο ότι, εκτός από την «μαύρη τρύπα» στον ισολογισμό, η εταιρεία είχε λάβει επτά μη δεσμευτικές προσφορές για κάποια κομμάτια του συνολικού της έργου, τα οποία απορρίφθηκαν από το συμβούλιο και τους πιστωτές της Thomas Cook, επειδή δεν κρίθηκαν εμπορικά δικαιολογημένες.
Στην επισφαλή οικονομική κατάσταση της εταιρείας προστίθενται και έξοδα που αποκαλύφθηκαν, όπως πάνω από 380 εκατομμύρια προς συνεργαζόμενα ξενοδοχεία και πάνω από 270 εκατομμύρια σε άλλους εξωτερικούς προμηθευτές. Καθώς επιδεινωνόταν η κατάσταση της εταιρείας, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών άρχισαν να λαμβάνουν μέτρα, όπως ακυρώσεις πληρωμών, προκειμένου να προστατευτούν από απώλειες, επηρεάζοντας περαιτέρω τη ρευστότητα και την οικονομική κατάσταση του τουριστικού ομίλου.
Πριν και μετά την ανακοίνωση της κατάρρευσης της εταιρείας, η βρετανική κυβέρνηση υπερασπίστηκε τη στάση της να μη βοηθήσει στην οικονομική διάσωση της Thomas Cook, τονίζοντας ότι θα ήταν χαμένα χρήματα σε βάρος των φορολογουμένων κι αμφισβητώντας κατά πόσο μία κάλυψη ύψους 200 εκατομμυρίων λιρών θα επαρκούσε για να καλύψει τις ζημιές της.
Οι ρυθμιστικές αρχές και βουλευτές εξετάζουν τώρα το ενδεχόμενο να ξεκινήσουν έρευνες στους ελεγκτές και τους διευθυντές του τουριστικού ομίλου. O ανεξάρτητος φορέας για τη διαφάνεια οικονομικών δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων, FRC, που επιβλέπει τους οικονομικούς ελεγκτές, ανακοίνωσε ότι θεωρεί επείγουσα υπόθεση τη διερεύνηση της πτώχευσης της Thomas Cook και εξέφρασε ανησυχίες για κάποιου είδους «εξαιρέσεις» που φαίνεται να υπάρχουν στους ισολογισμούς της εταιρείας, αλλά και για μπόνους που λάμβαναν οι διευθυντές της.
Επιπλέον, η κοινοβουλευτική επιτροπή για τις επιχειρήσεις ανακοίνωσε ότι «υπάρχουν σοβαρά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν» για το πως διοικείτο η εταιρεία, για τις λογιστικές πρακτικές της, τις αποζημιώσεις και τη διαχείριση, και ότι δεν αποκλείεται οι διευθύνοντες σύμβουλοι της εταιρείας και οι ελεγκτές της να κληθούν να απολογηθούν στο κοινοβούλιο.
Οι επιπτώσεις από την κατάρρευση της εταιρείας συνεχίζονται, με χιλιάδες εργαζόμενους και προμηθευτές να βρίσκονται σε αβεβαιότητα και πάνω από 130.000 Βρετανούς τουρίστες να περιμένουν να επαναπατριστούν στο πλαίσιο της μεγάλης επιχείρησης επιστροφής που έχει δρομολογήσει η βρετανική κυβέρνηση με την Αρχή Πολιτικής Αεροπορίας.
Σχεδόν το σύνολο των βρετανικών ΜΜΕ, ασχολούνταν μέχρι χθες με τις υπέρογκες πληρωμές πολλών εκατομμυρίων που λάμβαναν διευθυντικά στελέχη της εταιρείας, τη στιγμή που η επιχείρηση όδευε στον γκρεμό. Σύμφωνα με πληροφορίες που διέρρευσαν στον Τύπο, οι τρεις τελευταίοι CEO της εταιρείας λάμβαναν μπόνους πληρωμών που ανέρχονταν στο ποσό των 35 εκατομμυρίων λιρών, σε διάστημα περίπου μίας δεκαετίας.
Πηγή: ΑΜΠΕ