Μια νέα, πιο «συντηρητική» πρόταση για τη διαμόρφωση της κλίμακας φορολογίας των εισοδημάτων από μισθούς, συντάξεις και αγροτικές δραστηριότητες αποφάσισε να υιοθετήσει και ήδη έχει παρουσιάσει στους θεσμούς η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Μια νέα, πιο «συντηρητική» πρόταση για τη διαμόρφωση της κλίμακας φορολογίας των εισοδημάτων από μισθούς, συντάξεις και αγροτικές δραστηριότητες αποφάσισε να υιοθετήσει και ήδη έχει παρουσιάσει στους θεσμούς η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών.
Τα κύρια χαρακτηριστικά της νέας αυτής πρότασης είναι η εκ νέου θεσμοθέτηση έκπτωσης φόρου μειούμενης αντιστρόφως ανάλογα του ύψους του εισοδήματος, καθώς και η μείωση των συντελεστών φορολογίας κατά μία ποσοστιαία μονάδα για ετήσια εισοδήματα άνω των 20.000 ευρώ. Το αποτέλεσμα από την εφαρμογή της πρότασης αυτής στην πράξη θα είναι να περιοριστούν οι φοροελαφρύνσεις που προκαλούνται από τη μείωση του ελάχιστου συντελεστή φορολογίας εισοδήματος από το 22% στο 9% και να μειωθεί αισθητά το δημοσιονομικό κόστος από το σύνολο των αλλαγών στη φορολογική κλίμακα. Ουσιαστικά, εξαιτίας των νέων παρεμβάσεων που αποφασίστηκαν οι φοροελαφρύνσεις θα περιοριστούν σημαντικά ή ακόμη και θα μηδενιστούν, κυρίως για όσους δηλώνουν ετήσια εισοδήματα άνω των 20.000 ευρώ και είτε δεν βαρύνονται με τέκνα είτε βαρύνονται με ένα τέκνο.
Υπό την πίεση των ευρωπαϊκών θεσμών για περιορισμό του δημοσιονομικού κόστους των φορολογικών εξαγγελιών του πρωθυπουργού, ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο η επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2020, και προκειμένου να διατηρηθεί το βασικό αφορολόγητο όριο αμετάβλητο στα 8.636 ευρώ, όπως είχε υποσχεθεί και διαβεβαιώσει το τελευταίο διάστημα η κυβέρνηση, η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών αναγκάστηκε να περικόψει σημαντικά το δημοσιονομικό κόστος της νέας φορολογικής κλίμακας των μισθωτών, των συνταξιούχων και των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών, η οποία θα εφαρμοστεί για τα εισοδήματα του 2020.
Οι μεταβολές
Συγκεκριμένα, η ηγεσία του υπουργείου αποφάσισε να θέσει προς τελική έγκριση στους θεσμούς τις ακόλουθες αλλαγές στην κλίμακα φορολογίας εισοδήματος των μισθωτών, των συνταξιούχων και των κατ’ επάγγελμα αγροτών:
1) Μείωση του ελάχιστου φορολογικού συντελεστή από το 22% στο 9% για το τμήμα του ετησίου εισοδήματος μέχρι τις 10.000 ευρώ.
2) Διατήρηση της «λογικής» της έκπτωσης φόρου, αντί του «άμεσου» αφορολογήτου, αλλά μειωμένης από τα 1.950 στα 777 ευρώ. Ειδικότερα, η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών αποφάσισε να εμμείνει στη λογική της έκπτωσης φόρου αντί να επαναφέρει το άμεσο αφορολόγητο και να το ορίσει ρητά στα 8.636 ευρώ. Προκειμένου, όμως, να διατηρηθεί το «έμμεσο» βασικό αφορολόγητο στα 8.636 ευρώ, όπως έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση, η ηγεσία του υπουργείου αποφάσισε να μειώσει την έκπτωση φόρου από το επίπεδο των 1.900 ευρώ, που βρίσκεται σήμερα, στο επίπεδο των 777 ευρώ, ώστε διαιρούμενη με τον νέο μειωμένο συντελεστή φόρου 9% να δίνει και πάλι «έμμεσο» βασικό αφορολόγητο περίπου 8.636 ευρώ, όσο και το ισχύον σήμερα. Στην πραγματικότητα, βεβαίως, το αφορολόγητο που προκύπτει από τη διαίρεση αυτή είναι 8.633 ευρώ, δηλαδή είναι μειωμένο κατά τρία ευρώ σε σύγκριση με το ισχύον σήμερα, αλλά αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως μια επουσιώδης τεχνική λεπτομέρεια.
3) Προσαύξηση της έκπτωσης φόρου των 777 ευρώ κατά 33 ευρώ εφόσον ο φορολογούμενος βαρύνεται με ένα εξαρτώμενο τέκνο. Δηλαδή, η συνολική έκπτωση φόρου για κάθε μισθωτό, συνταξιούχο και κατ’ επάγγελμα αγρότη με ένα εξαρτώμενο τέκνο θα ανέρχεται σε 810 ευρώ. Η έκπτωση αυτή διαιρούμενη με τον ελάχιστο συντελεστή 9% θα δίνει «έμμεσο» αφορολόγητο όριο εισοδήματος 9.000 ευρώ (ακριβώς) σε κάθε μισθωτό, συνταξιούχο και κατ’ επάγγελμα αγρότη με ένα εξαρτώμενο τέκνο. Στην ουσία, με την παρέμβαση αυτή το αφορολόγητο όριο εισοδήματος για κάθε μισθωτό, συνταξιούχο και κατ’ επάγγελμα αγρότη με ένα εξαρτώμενο τέκνο θα αυξηθεί από τα 8.863 ευρώ που ανέρχεται σήμερα (έκπτωση φόρου 1.950 ευρώ / ελάχιστο συντελεστή 22%) στα 9.000 ευρώ (έκπτωση φόρου 810 ευρώ / ελάχιστο συντελεστή φόρου 9%).
Είναι προφανές ότι για κάθε μισθωτό, συνταξιούχο και κατ’ επάγγελμα αγρότη με ένα εξαρτώμενο τέκνο η προσαύξηση του βασικού αφορολογήτου των 8.636 ευρώ δεν θα είναι 1.000 ευρώ, όπως είχε αρχικά υποσχεθεί η κυβέρνηση, αλλά μόλις 136 ευρώ. Έτσι, το συνολικό αφορολόγητο για κάθε φορολογούμενο αυτής της περίπτωσης δεν θα διαμορφωθεί τελικά στα 9.636 ευρώ (8.636 ευρώ + 1.000 ευρώ για το ένα τέκνο), όπως θα περίμενε κανείς να συμβεί σύμφωνα με τα όσα είχαν εξαγγελθεί, αλλά θα περιοριστεί στα 9.000 ευρώ, θα είναι δηλαδή μικρότερο κατά 636 ευρώ από το... υπεσχημένο.
4) Προσαύξηση της έκπτωσης φόρου των 777 ευρώ κατά 123 ευρώ εφόσον ο φορολογούμενος βαρύνεται με δύο εξαρτώμενα τέκνα (συν 33 ευρώ για το πρώτο και συν 90 ευρώ για το δεύτερο τέκνο). Δηλαδή, η συνολική έκπτωση φόρου για κάθε μισθωτό, συνταξιούχο και κατ’ επάγγελμα αγρότη με δύο εξαρτώμενα τέκνα θα ανέρχεται σε 900 ευρώ. Η έκπτωση αυτή διαιρούμενη με τον ελάχιστο συντελεστή 9% θα δίνει «έμμεσο» αφορολόγητο όριο εισοδήματος 10.000 ευρώ (ακριβώς) σε κάθε μισθωτό, συνταξιούχο και κατ’ επάγγελμα αγρότη με δύο εξαρτώμενα τέκνα. Ουσιαστικά, με την παρέμβαση αυτή το αφορολόγητο όριο εισοδήματος για κάθε μισθωτό, συνταξιούχο και κατ’ επάγγελμα αγρότη με δύο εξαρτώμενα τέκνα θα αυξηθεί από τα 9.091 ευρώ που ανέρχεται σήμερα (έκπτωση φόρου 2.000 ευρώ / ελάχιστο συντελεστή 22%) στα 10.000 ευρώ (έκπτωση φόρου 900 ευρώ / ελάχιστο συντελεστή φόρου 9%). Και στην περίπτωση αυτή, η προσαύξηση του βασικού αφορολογήτου των 8.636 ευρώ δεν είναι 2.000 ευρώ (1.000 ευρώ για κάθε τέκνο), όπως είχε αρχικά υποσχεθεί η κυβέρνηση, αλλά 1.136 ευρώ.
Έτσι, το συνολικό αφορολόγητο για κάθε φορολογούμενο αυτής της περίπτωσης δεν διαμορφώνεται τελικά στα 10.636 ευρώ (8.636 ευρώ + 1.000 ευρώ για το πρώτο + 1.000 ευρώ για το δεύτερο τέκνο), όπως θα περίμενε κανείς να συμβεί σύμφωνα με τα όσα είχαν εξαγγελθεί, αλλά περιορίζεται στα 10.000 ευρώ, είναι δηλαδή και πάλι μικρότερο κατά 636 ευρώ από το... υπεσχημένο.
5) Περαιτέρω προσαύξηση της έκπτωσης φόρου των 900 ευρώ κατά 220 ευρώ για κάθε επιπλέον εξαρτώμενο τέκνο μέχρι το τέταρτο. Συνεπώς:
6) Σταδιακή αποκλιμάκωση της ισχύουσας κατά περίπτωση έκπτωσης φόρου κατά 20 ευρώ για κάθε 1.000 ευρώ εισοδήματος πάνω από το επίπεδο των 12.000 ευρώ. Αυτό σημαίνει π.χ. ότι την έκπτωση φόρου των 777 ευρώ, που θα ισχύει για κάθε μισθωτό, συνταξιούχο και κατ’ επάγγελμα αγρότη χωρίς εξαρτώμενα τέκνα, θα την καρπώνονται ολόκληρη μόνο όσοι δηλώνουν ετήσιο εισόδημα μέχρι 12.000 ευρώ. Αντιθέτως, για όσους δηλώνουν πάνω από το επίπεδο αυτό η έκπτωση φόρου θα είναι μικρότερη από 777 ευρώ. Έτσι, για μισθωτό χωρίς τέκνα με ετήσιο εισόδημα 14.000 ευρώ θα ισχύει έκπτωση φόρου 737 ευρώ (μείον 40 ευρώ για τα 2.000 ευρώ πλέον των 12.000 ευρώ του ετησίου εισοδήματός του).
7) Μείωση των φορολογικών συντελεστών που εφαρμόζονται στη φορολογική κλίμακα, πάνω από το επίπεδο ετησίου εισοδήματος των 20.000 ευρώ, κατά μία ποσοστιαία μονάδα. Αυτό σημαίνει ότι:
Με τις παραπάνω αλλαγές, που εισηγείται στους θεσμούς η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, η νέα κλίμακα φορολογίας εισοδήματος, η οποία θα ισχύσει από το 2020 για μισθωτούς, συνταξιούχους και κατ’ επάγγελμα αγρότες, θα έχει ως εξής:
α) συντελεστής φόρου 9% (αντί 22%) για το τμήμα του ετησίου εισοδήματος μέχρι τα 10.000 ευρώ,
β) συντελεστής φόρου 22% (όπως και σήμερα) για το τμήμα του ετησίου εισοδήματος από τα 10.000,01 έως τα 20.000 ευρώ,
γ) συντελεστής φόρου 28% (αντί 29%) για το τμήμα του ετησίου εισοδήματος από τα 20.000,01 έως τα 30.000 ευρώ,
δ) συντελεστής φόρου 36% (αντί 37%) για το τμήμα του ετησίου εισοδήματος από τα 30.000,01 έως τα 40.000 ευρώ,
ε) συντελεστής φόρου 44% (αντί 45%) για το τμήμα του ετησίου εισοδήματος πάνω από τα 40.000 ευρώ.
Ο φόρος που θα προκύπτει από την παρακάτω κλίμακα θα μειώνεται:
Τα ακριβή ποσά των μεταβολών του φόρου ανά επίπεδο εισοδήματος παρουσιάζονται, για τη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων μισθωτών, συνταξιούχων και κατ’ επάγγελμα αγροτών, στους αναλυτικούς πίνακες παραδειγμάτων που παραθέτουμε.
Εξαιτίας των νέων παρεμβάσεων από το οικονομικό επιτελείο, ουσιαστικά οι φοροελαφρύνσεις θα περιοριστούν σημαντικά ή ακόμη και θα μηδενιστούν, κυρίως για φορολογούμενους χωρίς τέκνα ή με ένα τέκνο οι οποίοι δηλώνουν ετήσια εισοδήματα άνω των 20.000 ευρώ.