Οικονομία & Αγορές
Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου 2019 11:49

Η αγορά ομολόγων «χαρίζει» στην Ελλάδα επιτόκιο 1,3% και ένα ισχυρό χαρτί απέναντι στους πιστωτές

Η Ελλάδα είναι ίσως η χώρα που έχει ωφεληθεί περισσότερο από κάθε άλλη στη ζώνη του ευρώ από την μαζική στροφή των επενδυτών στο κρατικό χρέος. Το όφελος δεν περιορίζεται μόνο στη δραστική μείωση του κόστους δανεισμού αυτή καθεαυτή, αλλά και στα νέα δεδομένα που δημιουργεί για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και τη διαπραγμάτευση με τους πιστωτές μας. Η απόδοση του 10ετους είναι σήμερα μία ανάσα από το 1,3%, όταν στις αρχές του 2019 ήταν στο 4,3%- σε μία εξέλιξη που μάλλον δεν περίμεναν ούτε οι πιο αισιόδοξοι αναλυτές. 

Της Νατάσας Στασινού
[email protected] 

Η Ελλάδα είναι ίσως η χώρα που έχει ωφεληθεί περισσότερο από κάθε άλλη στη ζώνη του ευρώ από την μαζική στροφή των επενδυτών στο κρατικό χρέος. Το όφελος δεν περιορίζεται μόνο στη δραστική μείωση του κόστους δανεισμού αυτή καθεαυτή, αλλά και στα νέα δεδομένα που δημιουργεί για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και τη διαπραγμάτευση με τους πιστωτές μας. Η απόδοση του 10ετους είναι σήμερα μία ανάσα από το 1,3%, όταν στις αρχές του 2019 ήταν στο 4,3%- σε μία εξέλιξη που μάλλον δεν περίμεναν ούτε οι πιο αισιόδοξοι αναλυτές. 

Αυτή τη στιγμή με βάση το ομόλογο- αναφοράς (10ετές) η χώρα δανείζεται από τις αγορές με κόστος πολύ κοντά (ή και χαμηλότερα) σε εκείνο των δανείων, που έχει λάβει από τους Ευρωπαίους εταίρους της. Το μεσοσταθμικό επιτόκιο των δανείων του EFSF είναι στο 1,2% και εκείνων του διαδόχου σχήματος, ESM, είναι κοντά στο 1,5%, όπως φαίνεται και στο γράφημα που ακολουθεί.  

Όταν η Κομισιόν (τον Μάρτιο του 2018) και το ΔΝΤ (τον Μάιο του ίδιου έτους) δημοσίευαν τις αναλύσεις τους για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου ήταν κοντά στο 4%. Με βάση αυτό το δεδομένο και χωρίς κανείς να μπορεί τότε να προβλέψει τόσο ταχεία αποκλιμάκωση διατυπώθηκαν οι ανησυχίες για τις προοπτικές του χρέους και κρίθηκε (από τους Ευρωπαίους) ότι ο στόχος του 3,5% για τα πρωτογενή πλεονάσματα έως το 2022 είναι απολύτως αναγκαίος. 

Τα ελληνικά ομόλογα επιδίδονται σε ένα εντυπωσιακό ράλι διαρκείας, όχι μόνο γιατί οι εμπορικές και γεωπολιτικές εντάσεις στέλνουν τους επενδυτές στο ενεργητικού σταθερού εισοδήματος, αλλά και γιατί παρουσιάζουν δύο ατού. Αν και υπέρογκο το μεγάλο μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους βρίσκεται στα χέρια του λεγόμενουν επίσημου τομέα και για αυτό θεωρείται από τους επενδυτές ασφαλές. Το δεύτερο είναι η απόδοσή τους. Σε έναν κόσμο στον οποίο κρατικά ομόλογα αξίας 15 τρισ. δολαρίων προσφέρουν απόδοση υπό το μηδέν, ακόμη και το 1,3% που σε εμάς φαίνεται απροσδόκητα χαμηλό, φαντάζει άκρως ελκυστικό.

Να σημειωθεί εδώ ότι σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση τoυ S&P χάρη στη ραγδαία πτώση των αποδόσεων στις αγορές, οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης θα εξοικονομήσουν κατά μέσο όρο στην καταβολή τόκων ποσό που αντιστοιχεί στο 0,10% του ΑΕΠ ή 12 δισ. ευρώ. Τα επόμενα χρόνια η εξοικονόμηση θα είναι πολύ μεγαλύτερη, φτάνοντας το 0,25% του ΑΕΠ το 2020 και στο 0,80% το 2021. Αθροιστικά και τα τρία έτη το ποσό είναι 140 δισ. ευρώ για τις 19 οικονομίες της νομισματικής ένωσης. 

Αυτά τα κεφάλαια τονίζουν οι ειδικοί πρέπει να πάνε επειγόντως στην τόνωση της ανάπτυξης. Και αυτό έχει απολύτως ανάγκη και η Ελλάδα. Μπορεί οι προβλεπόμενοι για φέτος ρυθμοί ανάπτυξης (1,9% σύμφωνα με την ΤτΕ- 2,3% ο επίσημος στόχος του προϋπολογισμού) να είναι αρκετά υψηλότεροι από το μέσο όρο της Ευρωζώνης, που κινηθεί κοντά στο 1% σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, αλλά είναι τουλάχιστον απογοητευτικοί για μία οικονομία που βίωσε πολυετή ύφεση χάνοντας το 25% του ΑΕΠ της. 

Οι χαμηλές πτήσεις της ελληνικής οικονομίας είναι κάτι που έχουν επανειλημμένα επισημάνει το ΔΝΤ και η Κομισιόν, όπως και οι διεθνείς οίκοι στις εκθέσεις τους για τη χώρα. Ένας συνδυασμός υψηλής φορολόγησης και επίμονης υποεκτέλεσης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, χάριζαν στη χώρα υπερπλεόνασματα και ταυτόχρονα την καταδίκαζαν σε ασθενή ανάπτυξη. Το Ταμείο διεμήνυε από την πρώτη στιγμή πως ο στόχος του 3,5% είναι μη ρεαλιστικός και επιζήμιος. Από τη θέση ακόμη της γενικής διευθύντριας του ΔΝΤ, αλλά στην πρώτη ακρόασή της στο Ευρωκοινοβούλιο για το διορισμό της στην ΕΚΤ,  η Κριστίν Λαγκάρντ ήταν ξεκάθαρη: Τα τόσο πρωτογενή πλεονάσματα επιβαρύνουν σε υπερβολικό βαθμό την ανάπτυξη. Οι Ευρωπαίοι προς το παρόν επιμένουν επισήμως στη γραμμή του «οι στόχοι είναι για να τηρούνται». Δεν μπορούν όμως και οι ίδιοι παρά να αναγνωρίσουν πως οι στόχοι αυτοί συμφωνήθηκαν σε ένα πολύ διαφορετικό πλαίσιο.

Η συζήτηση, που έχει ανοίξει με τους πιστωτές, δεν θα είναι εύκολη, αλλά η Αθήνα μπορεί να ελπίζει σε μία συμβιβαστική λύση με οφέλη και για τις δύο πλευρές, όπως επεσήμανε σε ομιλία του και ο Γιάννης Στουρνάρας. Ο κεντρικός τραπεζίτης παρουσιάζοντας στο Yale τα διδάγματα από την ελληνική κρίση, αλλά και τους λόγους αισιοδοξίας για την ελληνική οικονομία, έσπευσε να υπογραμμίσει πως από έναν χαμηλότερο στόχο για τα πρωτογενή πλεονάσματα (που θα συνοδεύεται από δέσμευση για επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων) έχουν να κερδίσουν όχι μόνο οι Έλληνες, αλλά και οι Ευρωπαίοι εταίροι. 

Oυσιαστικά περιέγραψε έναν ενάρετο κύκλο, που έχει ως εξής: Τα χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα θα δώσουν ανάσες αναγκαίες για την τόνωση της ανάπτυξης και την ταχύτερη  υλοποίηση της μεταρρυθμιστικής ατζέντας της κυβέρνησης. Αυτό με τη σειρά του θα ανοίξει το δρόμο για την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας στην πιστοληπτική αξιολόγηση και την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Μία τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε ακόμη μεγαλύτερη μείωση του κόστους δανεισμού της χώρας στις αγορές, δίνοντας περαιτέρω ώθηση στην ανάπτυξη και βελτιώνοντας τις προοπτικές αποπληρωμής του χρέους.