Την ώρα που οι ευρωπαϊκές τράπεζες παλεύουν με αρνητικά επιτόκια, κόκκινα δάνεια και τη μονίμως ασθενική ανάπτυξη της οικονομίας, οι αμερικανικές ανταγωνίστριές τους βλέπουν τα κέρδη τους να φουσκώνουν και το προβάδισμά τους να μεγαλώνει. Η κυριαρχία τους είναι εμφανής ακόμη και στα μεγάλα ευρωπαϊκά deals. Από τη δεκαετία του 1990 και έως και την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ήταν οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί της Γηραιάς Ηπείρου που έκαναν διαρκή και μεγάλα ανοίγματα, επεκτεινόμενες στη Wall Street και σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Τώρα αυτές βρίσκονται σε οπισθοχώρηση και οι αμερικανικές κατακτούν τον κόσμο.
Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Την ώρα που οι ευρωπαϊκές τράπεζες παλεύουν με αρνητικά επιτόκια, κόκκινα δάνεια και τη μονίμως ασθενική ανάπτυξη της οικονομίας, οι αμερικανικές ανταγωνίστριές τους βλέπουν τα κέρδη τους να φουσκώνουν και το προβάδισμά τους να μεγαλώνει. Η κυριαρχία τους είναι εμφανής ακόμη και στα μεγάλα ευρωπαϊκά deals.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η προσπάθεια της γαλλικής Renault και της ιταλοαμερικανικής Fiat Chrysler να ενώσουν δυνάμεις. Όταν κάθισαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων προσέλαβαν τη Goldman Sachs να τους συμβουλεύσει.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάζει η Wall Street Journal σε εκτενές ρεπορτάζ της, μία δεκαετία μετά την κρίση που λύγισε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι αμερικανικές τράπεζες, βρίσκονται ξεκάθαρα στο τιμόνι του. Πέρυσι κέρδισαν το 62% των προμηθειών επενδυτικής τραπεζικής όταν το ποσοστό τους το 2011 ήταν 53%, σύμφωνα με την Coalition. Εξασφάλισαν 7 δολ. για κάθε 10 που δόθηκαν σε προμήθειες για συγχωνεύσεις, 6 για κάθε 10 σε προμήθειες εκδόσεων μετοχών και 6 για κάθε 10, που δόθηκαν για διακράτηση και μεταφορά εταιρικού ρευστού.
Οι τράπεζες της Ευρώπης δεν χάνουν μόνο στην επενδυτική τραπεζική. Για κάποιες από αυτές άλλωστε ήταν στρατηγική επιλογή η αποχώρηση ή ο περιορισμός της παρουσίας σε αυτόν τον τομέα. Είναι μικρότερες, σε επίπεδο ισολογισμού και χρηματιστηριακής αξίας, λιγότερο κερδοφόρες. Τα στοιχεία της Coalition αποκαλύπτουν πως πέρυσι η Citigroup και η JPMorgan ήταν οι δύο από τους τρεις μεγαλύτερους παρόχους καθημερινών τραπεζικών συναλλαγών παγκοσμίως, με την HSBC να αποτελεί την ευρωπαϊκή εξαίρεση. Οι αμερικανικές τράπεζες συνολικά κάλυπταν το 57% των εσόδων από τραπεζικές συναλλαγές, ενώ οι ευρωπαϊκές ανταγωνίστριές τους μόλις το 22%.
Η εικόνα του σήμερα, με τις αμερικανικές να επεκτείνονται συνεχώς και τις ευρωπαϊκές σε οπισθοχώρηση, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη δεκαετία του 90 και τις αρχές του 2000, όταν ήταν οι ευρωπαϊκοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, που επεκτείνονταν διαρκώς και δυναμικά, κατακτώντας και τη Wall Street. Ωστόσο ενώ στις ΗΠΑ τα πιστωτικά ιδρύματα που χορηγούσαν δάνεια σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις ήταν ξεχωριστά από τους κολοσσούς της επενδυτικής τραπεζικής, στην Ευρώπη μέσα από σειρά εξαγορών και συγχωνεύσεων οι δύο πολύ διαφορετικές αυτές λειτουργίες μπήκαν κάτω από την ίδια στέγη. Και αυτό φαίνεται να είναι που στοίχισε περισσότερο, όταν ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Κανείς βέβαια δεν διέφυγε της κρίσης ούτε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Καθώς όμως τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα διαχωρισμένα, το έργο τόσο της κυβέρνησης όσο και των ρυθμιστικών αρχών στις ΗΠΑ ήταν λιγότερο σύνθετο και η απάντηση στην κρίση πολύ ταχύτερη. Ήξεραν τι πρέπει να γίνει για πιστωτές από τη μία και επενδυτικούς οίκους από την άλλη. Επιπλέον δεν είχαν να αντιμετωπίσουν τον κατακερματισμό του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Η τραπεζική ένωση όταν ξέσπασε η κρίση ήταν μόνο μία μακρινή σκέψη στην Ευρώπη.
Αν στην περίπτωση των ΗΠΑ για την αντιμετώπιση της κρίσης έπρεπε να συνεννοηθούν άμεσα το υπουργείο Οικονομικών, η Federal Reserve και το Κογκρέσο, στην περίπτωση των Ευρωπαίων έπρεπε να βρεθεί άκρη μέσα από τις τεταμένες συχνά διαπραγματεύσεις πολλών κυβερνήσεων με τα ευρωπαϊκά όργανα. Τα πολλαπλά εθνικά ρυθμιστικά πλαίσια της ηπείρου, η απουσία ενιαίας εποπτικής αρχής και ενός κοινού μηχανισμού διαχείρισης έκτακτων καταστάσεων έθεταν σοβαρά εμπόδια σε κάθε πρωτοβουλία.
Εάν σε όλα τα παραπάνω προσθέσουμε και την τότε μεγάλη έκθεση ευρωπαϊκών τραπεζών σε κρατικά ομόλογα συμπληρώνεται το παζλ των παραγόντων . Όταν με τον αποκλεισμό της Ελλάδας από τις αγορές, άνοιξε ο κύκλος της κρίσης χρέους, έγινε φανερός ο βαθμός διασύνδεσης τραπεζών-κρατών, που δημιουργούσε έναν φαύλο κύκλο (doom loop). Αυτός έσπασε πολύ δύσκολα και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη καλά κρατεί. Μόλις πέρυσι εκφράζονταν φόβοι για ιταλικό doom loop και νέα τραπεζική κρίση.
Οι φόβοι έχουν πια απομακρυνθεί. Αλλά τα προβλήματα κάθε άλλο παρά έχουν τελειώσει. Χθες ο επικεφαλής του εποπτικού μηχανισμού της ΕΚΤ, SSM, Αντρέα Ενρία, υπογράμμισε ότι η αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων, παρά την αισθητή μείωσή τους την τελευταία διετία, εξακολουθεί να παραμένει προτεραιότητα όχι μόνο για χώρες όπως η Ελλαδα, η Κύπρος και η Ιταλία, αλλά συνολικά για τη ζώνη του ευρώ. Κάλεσε δε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα να επιταχύνουν την προετοιμασία τους για ένα no deal Βrexit. Αυτό είναι κάτι που βεβαίως πρέπει να κάνουν και οι αμερικανικές τράπεζες με παρουσία στην ήπειρο και ειδικά όσες (και δεν ήταν λίγες) είχαν την ευρωπαϊκή έδρα τους στο Λονδίνο. Όμως για εκείνες ο «πονοκέφαλος» σταματά εν πολλοίς στο πού και πόσες δραστηριότητες να μεταφέρουν εκτός Βρετανίας.
Για τις ευρωπαϊκές η ανησυχία έχει να κάνει με το πόσο ισχυρός θα είναι ο αντίκτυπος μίας άτακτης εξόδου στις κύριες αγορές, στις οποίες δραστηριοποιούνται. Καλούνται δε να δώσουν τη μάχη σε ένα καθεστώς αρνητικών επιτοκίων. Η χθεσινή προειδοποίηση του επικεφαλής της Deutsche Bank είναι ενδεικτική των πιέσεων, που αισθάνονται. «Μακροπρόθεσμα τα αρνητικά επιτόκια θα καταστρέψουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα» είπε ο Κρίστιαν Σέβινγκ. Μπορεί η μείωση των επιτοκίων «να καθιστούσε την αναχρηματοδότηση χρέους πιο φθηνή για τα κράτη, αλλά θα είχε ζοφερές παρενέργειες για τις τράπεζες» εξήγησε.
Αυτές τις παρενέργειες η ΕΚΤ έχει υποσχεθεί να τις εξετάσει και να φροντίσει να τις απαλύνει έως έναν βαθμό. Ωστόσο οι αξιωματούχοι της το έχουν ξεκαθαρίσει. Η δική τους εντολή έχει να κάνει με την οικονομία, όχι με τα κέρδη των τραπεζών.