«Κατεβάζουν ταχύτητα» οι κορυφαίες οικονομίες του πλανήτη, όπως δείχνουν τα τελευταία οικονομικά στατιστικά στοιχεία, την ώρα που οι ικανότητες των κεντρικών τραπεζών να σταματήσουν αυτήν τη διολίσθηση περιορίζονται, αφού ακόμη και η μεγαλύτερη χαλάρωση των νομισματικών πολιτικών τους δεν φαίνεται να αποδίδει τους αναμενόμενους καρπούς. Η εξέλιξη αυτή δείχνει πλέον ξεκάθαρα ότι η νομισματική πολιτική από μόνη της δεν αρκεί για την επανεκκίνηση των οικονομιών, κάτι που επανειλημμένως είχε θίξει ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Μάριο Ντράγκι, χωρίς ωστόσο να εισακουστεί, ζητώντας και τη συνδρομή των κυβερνήσεων με μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής. Στην παραδοχή αυτή προέβη χθες και η Κριστίν Λαγκάρντ, που θα διαδεχθεί τον Ντράγκι στο τιμόνι της ΕΚΤ την 1η Νοεμβρίου, μιλώντας για τα πεπερασμένα όρια της νομισματικής πολιτικής.
Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
«Κατεβάζουν ταχύτητα» οι κορυφαίες οικονομίες του πλανήτη, όπως δείχνουν τα τελευταία οικονομικά στατιστικά στοιχεία, την ώρα που οι ικανότητες των κεντρικών τραπεζών να σταματήσουν αυτήν τη διολίσθηση περιορίζονται, αφού ακόμη και η μεγαλύτερη χαλάρωση των νομισματικών πολιτικών τους δεν φαίνεται να αποδίδει τους αναμενόμενους καρπούς. Η εξέλιξη αυτή δείχνει πλέον ξεκάθαρα ότι η νομισματική πολιτική από μόνη της δεν αρκεί για την επανεκκίνηση των οικονομιών, κάτι που επανειλημμένως είχε θίξει ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Μάριο Ντράγκι, χωρίς ωστόσο να εισακουστεί, ζητώντας και τη συνδρομή των κυβερνήσεων με μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής. Στην παραδοχή αυτή προέβη χθες και η Κριστίν Λαγκάρντ, που θα διαδεχθεί τον Ντράγκι στο τιμόνι της ΕΚΤ την 1η Νοεμβρίου, μιλώντας για τα πεπερασμένα όρια της νομισματικής πολιτικής.
Η Κριστίν Λαγκάρντ υπογράμμισε τα όρια της νομισματικής πολιτικής ειδικά όταν η ΕΚΤ έχει ήδη χρησιμοποιήσει πολλά από τα μη συμβατικά εργαλεία που έχει στη διάθεσή της. «Η ΕΚΤ βρίσκεται αντιμέτωπη με μία σειρά διαρθρωτικών προκλήσεων και γι’ αυτό θα πρέπει να διαχειριστεί σωστά τις προσδοκίες για το τι μπορεί να κάνει και τι δεν μπορεί προκειμένου να διατηρήσει την εμπιστοσύνη στις πολιτικές της. Παρότι η νομισματική πολιτική είναι αποτελεσματικό εργαλείο για τη σταθεροποίηση του οικονομικού κύκλου, δεν μπορεί να αυξήσει τη δυναμική της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης των χωρών», είπε χαρακτηριστικά. Δήλωσε ωστόσο ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να είναι έτοιμη να δράσει, υπογραμμίζοντας ότι εξακολουθεί να έχει τα περιθώρια να μειώσει τα επιτόκια, ακόμη και εάν αυτό συνιστά πρόκληση στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Παραδέχθηκε και η ίδια ότι τα υπερβολικά χαμηλά επιτόκια έχουν επιπτώσεις στον τραπεζικό κλάδο και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Μπούμερανγκ τα αρνητικά επιτόκια
Την ίδια στιγμή, έρευνα του πανεπιστημίου του Μπαθ έδειξε ότι ενώ τα αρνητικά επιτόκια των τραπεζών υποτίθεται ότι θα στήριζαν τις καταναλωτικές δαπάνες, θα σταματούσαν τον αποπληθωρισμό και θα τόνωναν τις οικονομίες, έκαναν το ακριβώς αντίθετο: μείωσαν τα περιθώρια κέρδους των τραπεζών, με αποτέλεσμα να περιοριστεί η πιστωτική επέκταση. Για πρώτη φορά τα αρνητικά επιτόκια εφαρμόστηκαν από την κεντρική τράπεζα της Σουηδίας το 2009 ως μέτρο τόνωσης για αντιστάθμιση της οικονομικής επιβράδυνσης. Ακολούθησαν την κίνηση αυτή η Ιαπωνία, η Ελβετία, η Δανία και η ΕΚΤ προκειμένου να δώσουν κίνητρα στις δαπάνες και στις επενδύσεις. Πολλοί άλλωστε αναλυτές βλέπουν τώρα την ικανότητα των κεντρικών τραπεζών να αντιστρέψουν μία οικονομική επιβράδυνση να εξαντλείται, καθώς η παγκόσμια οικονομία εισέρχεται στο τελευταίο στάδιο ενός μακρόχρονου κύκλου χρέους.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η αμερικανική οικονομία έτρεξε με χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στο δεύτερο τρίμηνο, στη Γερμανία η ύφεση προκαλεί έντονο προβληματισμό για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στον χρηματοπιστωτικό κλάδο, ενώ και η βρετανική οικονομία εμφανίζεται ιδιαίτερα εξασθενημένη.
«Φρενάρουν» οι ΗΠΑ
Η αμερικανική οικονομία επιβραδύνθηκε περισσότερο απ’ ό,τι είχε εκτιμηθεί αρχικά στο δεύτερο τρίμηνο, καθώς η μεγαλύτερη αύξηση, σε διάρκεια τεσσεράμισι ετών, των καταναλωτικών δαπανών αντισταθμίστηκε από τη μείωση των εξαγωγών και την κάμψη της μεταποιητικής δραστηριότητας. Το αμερικανικό ΑΕΠ αυξήθηκε 2% σε ετήσια βάση, έναντι 2,1% που είχε αρκτικά πριν από έναν μήνα και αρκετά λιγότερο από το 3,1% του πρώτου τριμήνου. Συνολικά, στη διάρκεια το πρώτου εξαμήνου, έτρεξε με ρυθμό 2,6%. Η οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ, που διανύει τώρα τον 11ο χρόνο της, βρίσκεται υπό απειλή λόγω του μακρόχρονου εμπορικού πολέμου με την Κίνα, που πλήττει τις επιχειρηματικές επενδύσεις και τη μεταποίηση. Οι ΗΠΑ και η Κίνα φέρεται να έχουν αρχίσει να συζητούν τον επόμενο γύρο εμπορικών επαφών που προγραμματίστηκαν για τον Σεπτέμβριο, όμως η όποια πρόοδος θα εξαρτηθεί από το εάν η Ουάσιγκτον μπορεί να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες, όπως ανακοινώθηκε χθες από το κινεζικό υπουργείο Εμπορίου.
Βρετανία και Γαλλία
Στη Βρετανία ο δείκτης που παρακολουθεί το οικονομικό κλίμα υποχώρησε τον Αύγουστο στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Σεπτέμβριο του 2012. Εξαίρεση η Γαλλία, η οποία είδε την οικονομία της να αναπτύσσεται ταχύτερα απ’ ό,τι αναμενόταν στο δεύτερο τρίμηνο, δείχνοντας προς το παρόν αντοχές. Η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης αναπτύχθηκε με ρυθμό 0,3%, όπως ακριβώς και στο πρώτο τρίμηνο. Η σχετικά ανθεκτική γαλλική οικονομία έρχεται σε έντονη αντίθεση με την εξαρτημένη από τις εξαγωγές γερμανική οικονομία, η οποία συρρικνώθηκε 0,1% στο δεύτερο τρίμηνο. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν εισήγαγε φοροελαφρύνσεις και έδωσε κίνητρα σε επιχειρήσεις για να προσφέρουν στους εργαζόμενους μπόνους.
Ανησυχία στη Γερμανία
Η συρρίκνωση της γερμανικής οικονομίας έχει αναζωπυρώσει στο Βερολίνο τις ανησυχίες για το μέλλον των δύο κορυφαίων γερμανικών τραπεζών, Deutsche Bank και Commerzbank. Η κυβέρνηση βλέπει τις επιλογές της να λιγοστεύουν, καθώς μια ύφεση ίσως να μη βρει τις γερμανικές τράπεζες επαρκώς προετοιμασμένες σε μια νέα κρίση. «Εάν η οικονομία εισέλθει σε ύφεση, οι τράπεζες θα είναι οι πρώτες που θα πληγούν», εκτιμούν αναλυτές. Τα τελευταία στοιχεία που ανακοινώθηκαν χθες έδειξαν ότι ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε κατά 4.000 άτομα τον Αύγουστο, υπονομεύοντας έναν εσωτερικό πυλώνα ισχύος που είχε στηρίξει τη γερμανική οικονομία ακόμη και όταν οι εξαγωγές της μειώνονταν.
Σε μια επίσης προσπάθεια να στηρίξει τις μικρότερες επιχειρήσεις της, η γερμανική κυβέρνηση πρότεινε τη μείωση του εταιρικού φόρου στο 25%, δεδομένου ότι οι μικρές και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν το 60% της αγοράς εργασίας της Γερμανίας. Σύμφωνα με την Deloitte, ο συνολικός φορολογικός συντελεστής στη Γερμανία για τις επιχειρήσεις κυμαίνεται στο 30% με 33%.