Μέτρα για τον ουσιαστικό περιορισμό της φοροδιαφυγής, μέσω κυρίως της αύξησης των πληρωμών που «περνούν» υποχρεωτικά από το τραπεζικό σύστημα και του περιορισμού των συναλλαγών με μετρητά, μελετά το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Κούρου
[email protected]
Μέτρα για τον ουσιαστικό περιορισμό της φοροδιαφυγής, μέσω κυρίως της αύξησης των πληρωμών που «περνούν» υποχρεωτικά από το τραπεζικό σύστημα και του περιορισμού των συναλλαγών με μετρητά, μελετά το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.
Βασική επιδίωξη των αλλαγών που μελετώνται είναι όπως οι ελεύθεροι επαγγελματίες, αλλά και οι επιχειρήσεις, υποχρεωθούν να εμφανίζουν στις φορολογικές τους δηλώσεις καθώς και στις δηλώσεις ΦΠΑ υψηλότερα εισοδήματα.
Στο πλαίσιο αυτό άλλωστε εξετάζεται η μείωση του ορίου μέχρι το οποίο επιτρέπεται η χρήση μετρητών για την πραγματοποίηση μιας οικονομικής συναλλαγής που αφορά αγορά προϊόντων ή παροχή υπηρεσιών.
Το όριο αυτό αναμένεται να μειωθεί από τα 500 ευρώ που είναι σήμερα στα 300, ενδεχομένως και στα 200 ευρώ ανά συναλλαγή, ενώ ταυτόχρονα θα καταστεί υποχρεωτική η χρήση επαγγελματικών τραπεζικών λογαριασμών δηλωμένων στην ΑΑΔΕ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αύξηση των συναλλαγών με «πλαστικό» χρήμα εξετάζεται από το οικονομικό επιτελείο όπως συνδυαστεί και με παρεμβάσεις στο ύψος του αφορολόγητου ορίου, οι οποίες θα «κλειδώσουν» το αμέσως προσεχές διάστημα εν όψει και της κατάρτισης του δεύτερου φορολογικού νομοσχεδίου της κυβέρνησης, στο οποίο θα περιληφθούν οι νέες ελαφρύνσεις, που θα αφορούν τη μείωση των συντελεστών φορολόγησης των επιχειρήσεων (κερδών και μερισμάτων), καθώς και τις αλλαγές στην κλίμακα φορολογίας εισοδήματος με ταυτόχρονη μείωση του πρώτου συντελεστή στο 9% για εισοδήματα έως και 10.000 ευρώ.
Οι εν λόγω αλλαγές θα περιληφθούν και στον νέο κρατικό προϋπολογισμό του 2020, ο οποίος όμως θα τεθεί υπ' όψιν των θεσμών, που θα βρεθούν στην Αθήνα και πάλι στις 23 Σεπτεμβρίου και στους οποίους θα παρουσιαστεί το συνολικό «πακέτο» που θα αποτυπώνει ότι δεν θα κινδυνεύσει ο στόχος των πλεονασμάτων, ώστε και αυτοί με τη σειρά τους να δώσουν το πράσινο φως.
Για τον λόγο αυτό εξάλλου το χρονοδιάγραμμα που έχει θέσει η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών στις ομάδες εργασίας προβλέπει ότι όλα θα πρέπει να είναι έτοιμα έως το τέλος Αυγούστου, το αργότερο αρχές Σεπτεμβρίου, με στόχο το νέο φορολογικό νομοσχέδιο να τεθεί και σε δημόσια διαβούλευση.
Η σύνδεση του αφορολόγητου ορίου με τις e-συναλλαγές
Ένα από τα βασικά σημεία του εν λόγω σχεδίου νόμου θα είναι και η περαιτέρω σύνδεση του αφορολόγητου ορίου με τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, με κεντρικό στόχο ναι μεν να διατηρηθούν τα όρια των 8.636 - 9.550 (ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση), αλλά ουσιαστικά στο εξής και από το επόμενο έτος το αφορολόγητο να μπορούν να το «χτίσουν» οι φορολογούμενοι σε δύο «επίπεδα».
Συγκεκριμένα, σχεδιάζεται να θεσπιστεί σταθερό αφορολόγητο όριο στις 6.500 ευρώ που θα μπορούν οι φορολογούμενοι να «κατακτήσουν» με τη συγκέντρωση ηλεκτρονικών αποδείξεων και με βάση την ισχύουσα κλίμακα, αλλά και να δίνεται η δυνατότητα σε όλους με πρόσθετες ηλεκτρονικές συναλλαγές να φτάσουν στα ανωτέρω όρια των 8.636 ευρώ ή 9.550 ευρώ.
Υπενθυμίζεται ότι η κλίμακα που ισχύει για το «χτίσιμο» με ηλεκτρονικές συναλλαγές του αφορολόγητου ορίου, ακόμη κι εάν το «σταθερό» αφορολόγητο πέσει στις 6.500 ευρώ, είναι η εξής:
Από εκεί κι ύστερα, για να αυξηθεί το αφορολόγητο όριο στα ανώτατα επίπεδα, οι φορολογούμενοι θα πρέπει να έχουν πραγματοποιήσει πρόσθετες δαπάνες με «πλαστικό» χρήμα.
Η διπλή στόχευση του οικονομικού επιτελείου
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι με την κίνηση αυτή το οικονομικό επιτελείο πιστεύει ότι και τους θεσμούς θα πείσει ότι δεν θα υπάρξει πρόβλημα με τη ροή των εσόδων του Δημοσίου, το αντίθετο μάλιστα, ενώ ταυτόχρονα δεν θα δημιουργήσει πρόσθετο βάρος στα νοικοκυριά, αφού η επεξεργασία ακόμη και των φετινών φορολογικών δηλώσεων αποδεικνύει ότι όλοι ανεξαιρέτως δηλώνουν περισσότερες «ηλεκτρονικές δαπάνες» από όσες απαιτούνται.
Επισημαίνεται ότι στο πακέτο αλλαγών που σχεδιάζει η κυβέρνηση για το αφορολόγητο όριο θα περιληφθεί και η αύξησή του κατά 1.000 ευρώ για όσους έχουν παιδιά. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι ένας μισθωτός με ένα παιδί θα έχει αφορολόγητο όριο εισοδήματος 9.636 ευρώ από 8.864 ευρώ σήμερα και ένας μισθωτός με δύο παιδιά θα είναι αφορολόγητος για εισόδημα 10.636 ευρώ από 9.090 ευρώ που ισχύει σήμερα.
Οι ελαφρύνσεις του νέου φορονομοσχεδίου
Σε κάθε περίπτωση οι παρεμβάσεις στο αφορολόγητο όριο θα περιληφθούν και αυτές στο επικείμενο δεύτερο φορολογικό νομοσχέδιο που θα καταθέσει στη Βουλή η κυβέρνηση και στο οποίο θα ενσωματωθούν όλες οι ελαφρύνσεις που έχουν εξαγγελθεί και αφορούν, μεταξύ άλλων, τη μείωση των φορολογικών συντελεστών τόσο για τα φυσικά όσο και για τα νομικά πρόσωπα, καθώς θα προβλέπουν τα εξής:
1 Για τα φυσικά πρόσωπα το σχέδιο της κυβέρνησης προβλέπει εισαγωγικό συντελεστή 9%, από 22% σήμερα, αλλά και ανώτατο συντελεστή στο 40% από 45% σήμερα, ενώ το αφορολόγητο θα διατηρηθεί στα σημερινά επίπεδα, με τις ανωτέρω φυσικά αλλαγές. Ο εισαγωγικός συντελεστής 9% θα αφορά εισοδήματα έως 10.000 ευρώ, ενώ πάνω από αυτόν θα υπάρχουν τουλάχιστον πέντε φορολογικά κλιμάκια. Αυτό σημαίνει ότι ο φόρος εισοδήματος για έναν μισθωτό χωρίς παιδιά με ετήσιο εισόδημα 10.000 ευρώ, από 300 ευρώ που ανέρχεται σήμερα, θα μειωθεί στα 122,76 ευρώ. Ουσιαστικά θα έχει φορολογικό όφελος 177,24 ευρώ.
2 Κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος σε διάστημα δύο χρόνων.
3 Σταδιακή κατάργηση της «έκτακτης» εισφοράς αλληλεγγύης, η οποία καθιερώθηκε με το άρθρο 29 του ν. 3986/2011 στα εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ των φυσικών προσώπων και η οποία θα έπρεπε να έχει καταργηθεί στα τέλη του 2014.
4 Μείωση του φορολογικού συντελεστή στα επιχειρηματικά κέρδη στο 20%, από 28% που είναι σήμερα. Το σχέδιο μάλιστα προβλέπει τη μείωση του συντελεστή στο 24% το 2020 και στο 20% το 2021.
5 Μείωση της φορολογίας στα μερίσματα, από 10%, στο 5% από το 2020. Για παράδειγμα, μια μικρή επιχείρηση σήμερα, με φορολογητέο εισόδημα ύψους 30.000 ευρώ, πληρώνει στην εφορία 8.400 ευρώ χωρίς στο ποσό αυτό να συνυπολογίζεται η προκαταβολή φόρου και το τέλος επιτηδεύματος. Μετά τη φορολόγηση, το ποσό που μπορεί να διανεμηθεί στους μετόχους ανέρχεται στις 21.600 ευρώ, ποσό από το οποίο το κράτος θα πάρει 2.160 ευρώ. Το 2020, με τη μείωση του συντελεστή στο 24% και του φόρου στα μερίσματα στο 5%, οι μέτοχοι θα μοιραστούν 21.660 ευρώ και το 2021 το ποσό των 22.800 ευρώ.