Οικονομία & Αγορές
Πέμπτη, 26 Ιανουαρίου 2006 13:26

Στα όρια της φτώχιας σχεδόν 800.000 νοικοκυριά

Τα ελληνικά νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμούνται σε 799.530 και τα μέλη τους ανέρχονται σε 2.126.750 άτομα, σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, η οποία προσδιορίζει το χρηματικό όριο της φτώχειας στο ετήσιο ποσό των 5.300,18 ευρώ ανά άτομο και σε 11.130,37 ευρώ για τα νοικοκυριά με δυο ενήλικους και δυο εξαρτώμενα παιδιά.

Όπως προκύπτει από έρευνα της Στατιστικής Υπηρεσίας το 20% του πληθυσμού της χώρας διέμενε το 2003 σε νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του πληθυσμού το έτος 2002 ανερχόταν σε 21%. Η έρευνα έδειξε ότι:

-Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 799.530 άτομα και τα μέλη τους σε 2.126.750.

-Το ποσοστό κινδύνου οικονομικής επισφάλειας, αφού αφαιρεθεί το κόστος στέγασης, ανέρχεται σε 27%.

-Το ποσοστό κινδύνου οικονομικής επισφάλειας ανέρχεται σε 39,8% πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, ενώ όταν συμπεριληφθούν οι συντάξεις το ποσοστό μειώνεται στο 22,7%.

-Το ποσοστό κινδύνου οικονομικής επισφάλειας είναι ψηλότερο στις γυναίκες (21,1%) σε σχέση με τους άντρες (18,9%).

-Ο κίνδυνος οικονομικής επισφάλειας για παιδιά ηλικίας μέχρι 15 ετών ανέρχεται σε ποσοστό 19,7%, ενώ για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών το ποσοστό φτάνει το 28,2% και για άτομα 16-24 ετών το ποσοστό είναι 23,5%.

-Οι αμοιβές των μισθωτών ανδρών υπερτερούν των γυναικών κατά 10%.

-Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ιδιόκτητη κατοικία απειλούνται από οικονομική επισφάλεια κατά 20,1%, ενώ τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία κατά 19,7%. Το παράδοξο αυτό γεγονός ερμηνεύεται από τη Στατιστική ότι τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές απειλούνται από φτώχεια σε μεγαλύτερο βαθμό (υπερδιπλάσιο) του ποσοστού του συνόλου της χώρας αν και το ποσοστό ιδιοκατοίκησης φτάνει το 97%.

Σύμφωνα πάντα με τη Στατιστική Υπηρεσία τα μέλη των νοικοκυριών διαμένουν σε αραιοκατοικημένες περιοχές απειλούνται από τη φτώχεια περισσότερο από αυτά που διαμένουν σε πυκνοκατοικημένες και ενδιάμεσης πυκνότητας περιοχές.

Τα ποσοστά κινδύνου οικονομικής επισφάλειας, ανα βαθμό πυκνότητας πληθυσμού είναι 13%, 25,4% και 41,3% για τις πυκνοκατοικημένες, ενδιάμεσης πυκνότητας και αραιοκατοικημένες περιοχές αντίστοιχα.

Σε ό,τι αφορά τις συνθήκες στέγασης στο σύνολο του πληθυσμού της χώρας, το 20,7% έχει προβλήματα με υγρασία στους τοίχους, την οροφή και τα κουφώματα του σπιτιού. Ενα ποσοστό 19,4% του συνόλου του πληθυσμού δηλώνει οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση.

Ενα ποσοστό 18,6% του πληθυσμού έχει προβλήματα θορύβων από τους γείτονες και άλλο ένα 15,1% έχει προβλήματα περιβαλλοντικά (από βιομηχανία ή κυκλοφορία αυτοκινήτων).

Στην κατηγορία "φτωχός πληθυσμός" η οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση φτάνει το 36%, ενώ το 12,2% του φτωχού πληθυσμού δεν διαθέτει εσωτερική τουαλέτα.

Τέλος, οι υγρασίες στην οροφή στους τοίχους και τα κουφώματα αντιμετωπίζονται από το 31,9% του φτωχού πληθυσμού.

Σε ό,τι αφορά την εκπλήρωση βασικών αναγκών στην έρευνα της Στατιστικής Υπηρεσίας φαίνεται ότι το 60,2% του φτωχού πληθυσμού δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει έκτακτες αλλά αναγκαίες δαπάνες, το 24,7% δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες διατροφής που προσδιορίζονται σε αγορά κρέατος ή ψαριού ή κοτόπουλου κάθε δεύτερη μέρα.

Τέλος, όπως είναι φυσικό, το 82,2% του φτωχού πληθυσμού δεν μπορεί να πληρώσει τις δαπάνες μιας εβδομάδας διακοπών.

Τα νοικοκυριά που δηλώνουν δυσκολίες για να ανταπεξέλθουν στην πληρωμή παγίων λογαριασμών στην κατηγορία του φτωχού πληθυσμού καταγράφονται σε κάθε περίπτωση ως εξής:

-Το 41,1% του φτωχού πληθυσμού έχει δυσκολίες για να ανταποκριθεί στην πληρωμή παγίων λογαριασμών (ηλεκτρικού ρεύματος, νερού, αερίου).

-Το 11,7% έχει δυσκολίες για να καταβάλλει το ενοίκιο της κατοικίας ή τη δόση δανείου κύριας κατοικίας.

-Το 9,5% δηλώνει δυσκολία στην καταβολή των δόσεων πιστωτικών καρτών ή δόσεων για οικοσκευή.

Σημειώνεται ότι όπως προκύπτει από την έρευνα της Στατιστικής Υπηρεσίας το 31,1% των ελληνικών νοικοκυριών στο σύνολο της χώρας αντιμετωπίζει με δυσκολία την κάλυψη των συνήθων αναγκών τους και το 15,1% δηλώνει ότι τις αντιμετωπίζει "με μεγάλη δυσκολία".

Αντίθετα, μόνο το 1,9% δηλώνει ότι αντιμετωπίζει τις συνήθεις ανάγκες του "πολύ εύκολα" και το 11% "εύκολα".

Τέλος, "με μικρή δυσκολία" αντιμετωπίζει τις συνήθεις ανάγκες του το 25,1% του συνόλου του πληθυσμού. Οπως είναι φυσικό, τα ποσοστά αυτά είναι υψηλότερα όταν αφορούν το φτωχό πληθυσμό.

Επίπεδο εκπαίδευσης

Η έρευνα έδειξε ότι το επίπεδο εκπαίδευσης των μελών των νοικοκυριών ηλικίας 16 ετών και άνω, κατά κατηγορία πληθυσμού είναι:

-Στο σύνολο του πληθυσμού ένα ποσοστό 2,9% δεν έχει τελειώσει το δημοτικό. (Το αντίστοιχο ποσοστό στο φτωχό πληθυσμό είναι 6,5%). Ενα ποσοστό 36% έχει τελειώσει το δημοτικό (στο φτωχό πληθυσμό το 52,1%). Το γυμνάσιο στο σύνολο του πληθυσμού το έχει τελειώσει το 12,5% (στο φτωχό πληθυσμό το 14%). Το Λύκειο το έχει τελειώσει το 28,6% στο σύνολο του πληθυσμού, ενώ στο φτωχό πληθυσμό το αντίστοιχο ποσοστό καταγράφεται στο 20,6%. Τα ΙΕΚ και τις ανώτερες σχολές το έχει τελειώσει το 4,3% του συνόλου του πληθυσμού, ενώ στην κατηγορία του φτωχού πληθυσμού το ποσοστό είναι 2,8%.

Οι πτυχιούχοι (ΑΕΙ και ΤΕΙ) όπως και οι κάτοχοι μεταπτυχιακών καλύπτουν το 15,3% του συνόλου του πληθυσμού και 4% του φτωχού πληθυσμού.

Τέλος, το 0,4% του πληθυσμού έχει διδακτορικό, ενώ στην κατηγορία του φτωχού πληθυσμού το ποσοστό αυτό είναι 0%.

Υγεία

Η έρευνα κάλυψε και την κατάσταση της υγείας των ατόμων ηλικίας 16 ετών και άνω. Από την έρευνα προκύπτει ότι:

Στο σύνολο του πληθυσμού το 2,5% η υγεία τους είναι πολύ κακή, ενώ το ίδιο ποσοστό ανέρχεται στο 3,5% όταν αφορά το φτωχό πληθυσμό. Οτι είναι κακή η υγεία τους απαντά στο σύνολο του πληθυσμού το 6,3%, ενώ του φτωχού πληθυσμού το 10,5%. Μέτρια είναι η υγεία του 13,4% του συνόλου του πληθυσμού, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στο φτωχό πληθυσμό ανέρχεται στο 18,2%.

Καλή είναι η υγεία του 20,9% του συνολικού πληθυσμού και το 21,2% του φτωχού πληθυσμού. Τέλος, πολύ καλή χαρακτηρίζεται η υγεία του 56,9% του συνολικού πληθυσμού, ποσοστό που μειώνεται στο 46,6% όταν αφορά το φτωχό πληθυσμό.