H θετική πορεία του εξωτερικού εμπορίου στην αρχή της κρίσης αποδίδεται κυρίως στο διεθνές περιβάλλον και η Ελλάδα θα μπορούσε να τα είχε πάει ακόμη καλύτερα αν είχε εκμεταλλευτεί τη συγκυρία, πολλαπλασιάζοντας τις εξαγωγές της με τις κατάλληλες πολιτικές. Στη διαπίστωση αυτή προβαίνει έρευνα του Τμήματος Οικονομικής Ανάλυσης και Επενδυτικής Στρατηγικής της Τράπεζας Πειραιώς, σχετικά με την εξαγωγική δυναμική της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 2010-2017.
Από την έντυπη έκδοση
H θετική πορεία του εξωτερικού εμπορίου στην αρχή της κρίσης αποδίδεται κυρίως στο διεθνές περιβάλλον και η Ελλάδα θα μπορούσε να τα είχε πάει ακόμη καλύτερα αν είχε εκμεταλλευτεί τη συγκυρία, πολλαπλασιάζοντας τις εξαγωγές της με τις κατάλληλες πολιτικές. Στη διαπίστωση αυτή προβαίνει έρευνα του Τμήματος Οικονομικής Ανάλυσης και Επενδυτικής Στρατηγικής της Τράπεζας Πειραιώς, σχετικά με την εξαγωγική δυναμική της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 2010-2017.
Ειδικότερα, η έρευνα εξετάζει δύο περιόδους της ελληνικής οικονομίας και όπως αναφέρει χαρακτηριστικά οι ισχυρές εξαγωγικές επιδόσεις της πρώτης περιόδου της κρίσης 2010-2014 ήταν αποτέλεσμα ενός εξαιρετικά ευνοϊκού παγκόσμιου οικονομικού περιβάλλοντος. Στη συνέχεια σημειώθηκε σταθεροποίηση των εξαγωγών. Ως εκ τούτου, οι αναλυτές της Πειραιώς εφιστούν την προσοχή ενάντια σε οποιαδήποτε στερεοτυπική ανάλυση και βιαστική αξιολόγηση της εξαγωγικής ικανότητας της Ελλάδας.
Συγκεκριμένα, η περίοδος 2010-2014 ήταν περίοδος ταχείας ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας από την Οικονομική Κρίση της περιόδου 2008-2009, υποστηριζόμενη από επεκτατικές νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές στην Κίνα και τις ΗΠΑ. Ως αποτέλεσμα, η «παγκόσμια επίδραση» αποδείχτηκε «ούριος άνεμος» για τις ελληνικές εξαγωγές. Στην πραγματικότητα, εάν η Ελλάδα εξήγε το «τυπικό» μίγμα αγαθών, η «παγκόσμια επίδραση» από μόνη της θα ωθούσε τις ελληνικές εξαγωγές να αυξηθούν κατά 3,2 φορές περισσότερο από ό,τι πραγματικά αυξήθηκαν.
Οι λόγοι για τους οποίους οι επιδόσεις της Ελλάδας υστέρησαν έναντι της αύξησης του παγκόσμιου εμπορίου μπορούν να αποδοθούν:
- στη «δομική επίδραση», ήτοι στο γεγονός ότι πραγματοποιούσαμε συναλλαγές με την Ευρώπη & την Κεντρική Ασία, οι οποίες παρουσίασαν χαμηλότερες επιδόσεις, καθώς και στο γεγονός ότι τα εξαγόμενα βιομηχανοποιημένα προϊόντα από πρωτογενείς πόρους και προϊόντα υψηλής τεχνολογίας υστερούσαν σε σχέση με τις άλλες κατηγορίες προϊόντων, και
- στην αρνητική συμβολή της «επίδρασης της ανταγωνιστικότητας».
Θετική... η στασιμότητα
Στη συνέχεια επήλθε στασιμότητα της πορείας των εξαγωγών για το διάστημα μετά το 2014 και μέχρι το 2017. Για την Πειραιώς, πάντως, η στασιμότητα της δεύτερης εξεταζόμενης περιόδου θα μπορούσε να εκληφθεί και ως ένα καλό αποτέλεσμα. Δηλαδή αν και δεν ευνοήθηκαν από τη συγκυρία οι εξαγωγές, παρ' όλ' αυτά διατήρησαν μια σχετική δυναμική.
Τη δεύτερη αυτή περίοδο ως αρνητικοί παράγοντες κρίνονται η αρνητική «παγκόσμια επίδραση» λόγω των αυξημένων ανησυχιών για προστατευτισμό και από-παγκοσμιοποίηση. Επιπλέον, η οικονομική επίδοση των κύριων εμπορικών εταίρων μας συνέχισε να παρουσιάζει υστέρηση σε σχέση με την παγκόσμια ανάπτυξη και φυσικά το μίγμα των εξαγωγικών αγαθών μας είναι δύσκολο να αλλάξει βραχυπρόθεσμα.
Συμπερασματικά, με βάση την Πειραιώς, λοιπόν, εάν η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας δεν αποδειχθεί ένα πρόσκαιρο και συγκυριακό φαινόμενο, αλλά αποτελέσει την απαρχή μιας νέας περιόδου δομικών αλλαγών για την ελληνική οικονομία, τότε μια ενδεχόμενη διευθέτηση των μεγάλων εμπορικών διαφωνιών ΗΠΑ, Κίνας και Ε.Ε. θα δημιουργήσει μια θετική σύμπραξη μεταξύ παγκόσμιας και ανταγωνιστικής επίδρασης που μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την εικόνα των ελληνικών εξαγωγών. Σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα, είναι επιτακτική η στόχευση της αναπτυξιακής πολιτικής αλλά και της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας σε πιο δυναμικές αγορές και προϊόντα για την περαιτέρω ενδυνάμωση των εξαγωγικών επιδόσεων.