Άμεση προτεραιότητα αποτελεί για το οικονομικό επιτελείο η αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, οι οποίες και τον Ιούνιο παρέμειναν πάνω από τα 2,1 δισ. ευρώ μαζί με τις επιστροφές φόρου που παραμένουν σε εκκρεμότητα.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Άμεση προτεραιότητα αποτελεί για το οικονομικό επιτελείο η αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, οι οποίες και τον Ιούνιο παρέμειναν πάνω από τα 2,1 δισ. ευρώ μαζί με τις επιστροφές φόρου που παραμένουν σε εκκρεμότητα.
Η μείωση των συσσωρευμένων χρεών του Δημοσίου «πάγωσε» στο πρώτο εξάμηνο της φετινής χρονιάς, όπως προκύπτει και από τα στοιχεία της γενικής κυβέρνησης. Το «πάγωμα» αυτό είχε αποτέλεσμα και στο τέλος Ιουνίου οι συσσωρευμένες οφειλές και να ξεπερνούν τα δύο δισ. ευρώ και να αντιστοιχούν σε πάνω από 1% του ΑΕΠ. Για το υπουργείο Οικονομικών δεν τίθεται θέμα ρευστότητας καθώς τα ταμεία είναι γεμάτα.
Οι οφειλές παραμένουν στο ύψος τους εξαιτίας των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων. Η πληρωμή προϋποθέτει τη συνεργασία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους με τα λογιστήρια των επιμέρους φορέων του Δημοσίου αλλά και το «ξεμπλοκάρισμα» υποθέσεων πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ οι οποίες κολλάνε στα δικαστήρια. O υπουργός Οικονομικών προανήγγειλε τη συγκρότηση ενός νέου πλάνου αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, ενώ το θέμα παρακολουθούν από κοντά και οι θεσμοί, καθώς θεωρούν απογοητευτικές τις επιδόσεις της ελληνικής κυβέρνησης στον συγκεκριμένο τομέα. Έτσι, για την κυβέρνηση, η αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών θα επιφέρει διπλό κέρδος: ενίσχυση της ρευστότητας στην αγορά -η οποία με τη σειρά της μπορεί να συμβάλει στον κεντρικό στόχο για τόνωση της ανάπτυξης-, αλλά και ολοκλήρωση ενός «προαπαιτούμενου» για το οποίο η Ελλάδα δέχεται αυστηρή κριτική από τους δανειστές.
Στη συνέντευξη που παραχώρησε την Κυριακή στην «Καθημερινή», ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας κλήθηκε να τοποθετηθεί επί του θέματος και απάντησε ως εξής: «Προγραμματική μας δέσμευση είναι ο εντοπισμός και η εξάλειψη εκείνων των συστημικών δυσλειτουργιών που αποτελούν την πηγή δημιουργίας νέων ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων. Αυτό θα το επιτύχουμε, θεσπίζοντας αυστηρές και τυποποιημένες διαδικασίες και θέτοντας ηλεκτρονικές δικλίδες σε όλη τη διαδικασία αποπληρωμής υποχρεώσεων προς τρίτους. Σημειώνεται ότι έχει ξεκινήσει ήδη η κατάρτιση νέου πλάνου αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε συνεργασία με τις οικονομικές υπηρεσίες των συναρμόδιων υπουργείων».
Απογοητευτικές επιδόσεις
Στην τελευταία τους έκθεση για την ελληνική οικονομία (δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο) οι θεσμοί είχαν χαρακτηρίσει απογοητευτικές τις επιδόσεις της Ελλάδας στο συγκεκριμένο πεδίο. Είχαν καταστρώσει, μάλιστα, νέο χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών, το οποίο προέβλεπε ότι μέχρι το τέλος Αυγούστου και με τη συμπλήρωση ενός έτους από την έξοδο της Ελλάδας από το μνημόνιο, οι «καθαρές» ληξιπρόθεσμες οφειλές θα περιορίζονταν κάτω από τα 500 εκατ. ευρώ (σ.σ.: για την ακρίβεια στα 469 εκατ. ευρώ). Η υλοποίηση του σχεδίου προέβλεπε ότι από τον Απρίλιο μέχρι και τον Αύγουστο το «απόθεμα» θα μειωνόταν κατά περισσότερα από 200-230 εκατ. ευρώ σε μηνιαία βάση. Τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου έδειξαν μείωση κατά περίπου 110 εκατ. ευρώ τον Απρίλιο συγκριτικά με τον Μάρτιο και εκ νέου αύξηση κατά 30 εκατ. ευρώ τον Μάιο, συγκριτικά με τον Απρίλιο και οριακή μεταβολή τον Ιούνιο (μείωση κατά 9 εκατ. ευρώ). Έτσι, ο Μάιος ολοκληρώθηκε με ληξιπρόθεσμες οφειλές 1,683 δισ. ευρώ και 487 εκατ. ευρώ επιπλέον από επιστροφές φόρου σε εκκρεμότητα, ενώ ο Ιούνιος με ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις 1,686 δισ. ευρώ και επιστροφές φόρου 493 εκατ. ευρώ (από 487 εκατ. ευρώ τον Μάιο).
Τα περισσότερα χρέη αφορούν τα ασφαλιστικά ταμεία (αλλά και τον ΕΟΠΥΥ που εξακολουθεί να οφείλει στους προμηθευτές του), τις διεκδικήσεις των συνταξιούχων για την έκδοση νέων συντάξεων αλλά και τις οφειλές των δήμων. Αναλυτικά, τα στοιχεία με τις συσσωρευμένες οφειλές του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα για τον μήνα Ιούνιο, έχουν ως εξής:
Το πρωτογενές πλεόνασμα
Το πρωτογενές πλεόνασμα των φορέων της γενικής κυβέρνησης εμφανίζεται βελτιωμένο στο πρώτο εξάμηνο της φετινής χρονιάς σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα. Έτσι, στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουνίου, παρήχθη πρωτογενές πλεόνασμα 1,783 δισ. ευρώ από 1,52 δισ. ευρώ πέρυσι. Σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης προέκυψε πρωτογενές πλεόνασμα 394 εκατ. ευρώ έναντι ελλείμματος 348 εκατ. ευρώ πέρυσι. Σε επίπεδο κεντρικής κυβέρνησης (εκτός του κρατικού προϋπολογισμού) παρήχθη πρωτογενές πλεόνασμα 1,048 δισ. ευρώ από 945 εκατ. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο του 2018. Τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα σε σχέση με πέρυσι (639 εκατ. ευρώ από 1,107 δισ. ευρώ πέρυσι), ενώ αντίστοιχη είναι η εικόνα και στους δήμους με το πρωτογενές πλεόνασμα να διαμορφώνεται στα 179 εκατ. ευρώ από 288 εκατ. ευρώ πέρυσι.