Οικονομική ανάσα πήραν στο δεύτερο τρίμηνο του έτους οι ναυτιλιακές εταιρείες που διαχειρίζονται πλοία μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου. Έπειτα από ένα καταστρεπτικό πρώτο τρίμηνο, οπότε οι εταιρείες αντιμετώπισαν τη «φουρτούνα» του εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, αλλά και τα αποτελέσματα της καταστροφής του φράγματος στη Βραζιλία, που ουσιαστικά έριξε στο ναδίρ τις εξαγωγές σιδηρομεταλλεύματος, τον τελευταίο μήνα του πρώτου εξαμήνου η λειτουργία της αγοράς έδωσε λύσεις και ανέβασε τους ναύλους. Τάση που συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια του Ιουλίου.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αντώνη Τσιμπλάκη
[email protected]
Οικονομική ανάσα πήραν στο δεύτερο τρίμηνο του έτους οι ναυτιλιακές εταιρείες που διαχειρίζονται πλοία μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου. Έπειτα από ένα καταστρεπτικό πρώτο τρίμηνο, οπότε οι εταιρείες αντιμετώπισαν τη «φουρτούνα» του εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, αλλά και τα αποτελέσματα της καταστροφής του φράγματος στη Βραζιλία, που ουσιαστικά έριξε στο ναδίρ τις εξαγωγές σιδηρομεταλλεύματος, τον τελευταίο μήνα του πρώτου εξαμήνου η λειτουργία της αγοράς έδωσε λύσεις και ανέβασε τους ναύλους. Τάση που συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια του Ιουλίου.
Συγκεκριμένα, οι παραγωγοί σιδηρομεταλλεύματος βρήκαν τις λύσεις προκειμένου να ικανοποιήσουν την αυξημένη ζήτηση που δημιουργήθηκε εξαιτίας των προβλημάτων του πρώτου τριμήνου, με αποτέλεσμα να ανέβουν μέχρι και το τέλος Ιουλίου οι ναύλοι στα μεγάλα πλοία, τα λεγόμενα capesize των 170.000 τόνων μεταφορικής δυνατότητας.
Παραδοσιακά, όταν ανεβαίνουν τα capes, δίνουν ώθηση, τις περισσότερες φορές τουλάχιστον, σε όλες τις κατηγορίες bulk carriers.
Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το ότι πολλά πλοία αυτή την περίοδο ανεβαίνουν σε δεξαμενές, και ειδικά τα capes, προκειμένου να βάλουν συστήματα καθαρισμού αερίων ρύπων (scrubbers), έτσι ώστε να είναι έτοιμα για το 2020, οπότε και θα ισχύσει ο νέος κανονισμός του IMO για αποθεωμένα ναυτιλιακά καύσιμα, δημιουργεί συνθήκες μειωμένης προσφοράς tonnage στην αγορά, με αποτέλεσμα τα πλοία που είναι «ανοικτά» να κερδίζουν υψηλότερους ναύλους, πριν από τη θερινή «ραστώνη» του Αυγούστου.
Εταιρικά αποτελέσματα
Η αλλαγή τάσης από τον Μάιο και μετά αντικατοπτρίζεται σε έναν βαθμό και από τα οικονομικά αποτελέσματα που εξέδωσαν οι ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες χύδην ξηρού φορτίου, για το πρώτο εξάμηνο του έτους.
Ειδικότερα, η Diana Shipping, συμφερόντων Συμεών Παληού, για το β’ τρίμηνο του έτους παρουσίασε ζημιές ύψους 1,3 εκατ. δολαρίων. Τα έσοδα της εταιρείας από τις χρονοναυλώσεις έφτασαν τα 55,4 εκατ. δολάρια στο β’ τρίμηνο 2019, αυξημένα κατά 1 εκατ. δολάρια σε σχέση με το β’ τρίμηνο 2018. Η αύξηση αυτή, όπως σημειώνει η εταιρεία στην ανάλυσή της, οφείλεται στην άνοδο των ναύλων, ενώ ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι τα έσοδα αυξήθηκαν παρά την πώληση συνολικά πέντε πλοίων στο διάστημα αυτό. Σημειώνεται ότι τα έσοδα της εταιρείας από τις ναυλώσεις στο εξάμηνο του έτους αυξήθηκαν κατά 14 εκατ. δολάρια.
Αντίθετα, για τη Navios Partners, η οποία όμως εκτός από bulk carriers διαχειρίζεται και containerships, το β’ τρίμηνο του έτους έκλεισε με απώλειες στα έσοδα, οι οποίες οφείλονται τόσο στη μείωση του στόλου από πωλήσεις πλοίων όσο και στα χαμηλότερα έσοδα, κατά μέσο όρο, από τα χρονοναυλωσύμφωνα. Ειδικότερα τα έσοδα της εταιρείας στο β’ τρίμηνο του έτους ανήλθαν σε 47,7 εκατ. δολάρια από 58,2 εκατ. δολάρια πέρσι. Στο μεσοδιάστημα, η εταιρεία απέκτησε δύο νέα πλοία και πούλησε πέντε. Παράλληλα τα ημερήσια έσοδα ανά πλοίο ανήλθαν σε 14.130 δολάρια από 16.472 δολάρια πέρσι. Το σημαντικό όμως γεγονός για την εταιρεία, όπως ανέφερε στις δηλώσεις της η επικεφαλής του ομίλου Navios (μέρος του οποίου είναι και η Navios Partners), Αγγελική Φράγκου, είναι η αναχρηματοδότηση του δανεισμού της εταιρείας. «Έχουμε επίσης εξασφαλίσει το τελευταίο μέρος της τραπεζικής χρηματοδότησης που απαιτείται για την αναχρηματοδότηση πιστώσεων. Αναμένουμε να ολοκληρώσουμε την αναχρηματοδότηση μέχρι το τέλος του έτους, ώστε να μην υπάρχουν δάνεια που λήγουν στο τέλος του 2021».
Πιο χαρακτηριστική είναι η εικόνα της Seanergy Maritime, η οποία διαχειρίζεται αποκλειστικά πλοία capesize. H εταιρεία ανακοίνωσε ότι ο καθαρός κύκλος εργασιών για το β’ τρίμηνο του έτους έφτασε τα 18,8 εκατ. δολάρια έναντι 16,8 εκατ. δολαρίων το δεύτερο τρίμηνο του 2018. Ο μέσος ημερήσιος ναύλος (TCE) του στόλου για το δεύτερο τρίμηνο του 2019 ανήλθε στα 9.104 δολάρια, αυξημένος κατά 3% έναντι των 8.859 δολαρίων του δευτέρου τριμήνου του 2018. Ο μέσος όρος ημερήσιων λειτουργικών εξόδων ανήλθε σε 5.015 δολάρια, βελτιωμένος κατά 4% συγκριτικά με το δεύτερο τρίμηνο του 2018. Επίσης έδωσε στοιχεία και για το γ’ τρίμηνο της χρονιάς.
Όπως επισημαίνει, ο μέσος ημερήσιος ναύλος του στόλου κατά το τρίτο τρίμηνο, μέχρι και σήμερα, ανέρχεται στα 23.800 δολάρια, αυξημένος 184% έναντι των 8.368 του πρώτου εξαμήνου του 2019. Σύμφωνα με τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας, Σταμάτη Τσαντάνη: «Κατά το πρώτο μισό του 2019 τα οικονομικά αποτελέσματα της εταιρείας επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από μια σειρά αρνητικών γεγονότων με σημαντικές επιπτώσεις στην αγορά των capesize. Καταλυτικός παράγοντας για τις τιμές των ναύλων αποτέλεσε η κατάρρευση του φράγματος στο Brumadinho της Βραζιλίας τον Ιανουάριο του 2019, προκαλώντας κατακόρυφη μείωση των εξαγωγών σιδηρομεταλλεύματος από περίπου 7,5 εκατ. τόνους την εβδομάδα σε 2,5 εκατ. τόνους για περίοδο περίπου 4 μηνών», ενώ προσέθεσε: «Ωστόσο, από το τέλος Μαΐου 2019 η αγορά άρχισε να παρουσιάζει σημαντική βελτίωση. Αρχικά, οι εξαγωγές σιδηρομεταλλεύματος από τη Βραζιλία επέστρεψαν στα προ ατυχήματος επίπεδα, περίπου 7,5 εκατ. τόνους ανά εβδομάδα. Εν συνεχεία, μεγάλο ποσοστό του παγκόσμιου στόλου capesize πλοίων βρίσκεται σε δεξαμενισμούς κυρίως για την εγκατάσταση συστημάτων καθαρισμού καυσαερίων (scrubbers), το οποίο προβλέπεται να αυξηθεί καθώς πλησιάζουμε την 1η Ιανουαρίου 2020, ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του IMO 2020. Ως αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω, ο BCI από το χαμηλό του Απριλίου ανήλθε στο πολυετές υψηλό των 4.438 μονάδων τον Ιούλιο, υπερκαλύπτοντας, κατά το διπλάσιο, τις απώλειες από την αρχή της χρονιάς».