Την ώρα που στο Ηνωμένο Βασίλειο ο Μπόρις Τζόνσον στέλνει μήνυμα στη Βουλή ότι δεν μπορεί να τον σταματήσει από μία έξοδο- ακόμη και χωρίς συμφωνία- η Ευρωπαϊκή Ένωση δηλώνει έτοιμη να αντιμετωπίσει κάθε εξέλιξη. Σε κοινοτικό επίπεδο έχουν γίνει πράγματι όλες οι προετοιμασίες ώστε κεντρικές τράπεζες, αγορές, τελωνειακές αρχές και κάθε είδους επίσημος φορέας να μπορεί να αντεπεξέλθει στο εφιαλτικό σενάριο του no deal Brexit με το ελάχιστο δυνατό κόστος. Οι μεγάλες πολυεθνικές έχουν και αυτές καταρτίσει τα δικά τους σχέδια και καιρό. Πόσο έτοιμοι όμως είναι οι πολίτες και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και στις δύο πλευρές;
Tης Νατάσας Στασινού
[email protected]
Την ώρα που στο Ηνωμένο Βασίλειο ο Μπόρις Τζόνσον στέλνει μήνυμα στη Βουλή ότι δεν μπορεί να τον σταματήσει από μία έξοδο- ακόμη και χωρίς συμφωνία- η Ευρωπαϊκή Ένωση δηλώνει έτοιμη να αντιμετωπίσει κάθε εξέλιξη. Σε κοινοτικό επίπεδο έχουν γίνει πράγματι όλες οι προετοιμασίες ώστε κεντρικές τράπεζες, αγορές, τελωνειακές αρχές και κάθε είδους επίσημος φορέας να μπορεί να αντεπεξέλθει στο εφιαλτικό σενάριο του no deal Brexit με το ελάχιστο δυνατό κόστος. Οι μεγάλες πολυεθνικές έχουν και αυτές καταρτίσει τα δικά τους σχέδια και καιρό. Πόσο έτοιμοι όμως είναι οι πολίτες και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και στις δύο πλευρές;
Πριν απαντήσουμε στο ερώτημα, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την παραδοχή ότι έως πρόσφατα κυβερνήσεις, επενδυτικοί οίκοι και επιχειρήσεις δεν έδιναν στο σενάριο της άτακτης εξόδου περισσότερο από 10% ή 15% πιθανότητες. Για πολλούς ήταν αδιανόητη μία τέτοια εξέλιξη, αφού παρά το χάος στην βρετανική πολιτική σκηνή, τόσο η κυβέρνηση Μέι όσο και η Βουλή επιλέγοντας τις αλλεπάλληλες παρατάσεις έδειχναν ότι δεν θα κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Κάποια στιγμή μάλιστα πολλοί ήταν εκείνοι που πόνταραν σε ένα δεύτερο δημοψήφισμα και ένα αποτέλεσμα, που θα ανέτρεπε την εντολή του Ιουνίου 2016, αποτρέποντας μία «σμίκρυνση» της Ε.Ε.
Η ανάδειξη του Μπόρις Τζόνσον στην ηγεσία των Τόρις και την πρωθυπουργία αλλάζει άρδην τα δεδομένα. To δυσμενές σενάριο συγκεντρώνει πια πιθανότητες της τάξης του 40%. Κύκλοι του Βρετανού πρωθυπουργού εξηγούσαν πως ακόμη και εάν η Βουλή ρίξει την κυβέρνησή του (κάτι που δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει πριν από το Σεπτέμβριο) ο ίδιος θα προκηρύξει εκλογές για μετά τον Οκτώβριο, ώστε στις 31 εκείνου το μήνα να «γιορτάσει» την ηρωική έξοδο.
Σε αυτές τις συνθήκες αρκετές μεγάλες επιχειρήσεις επιταχύνουν τη διαδικασία μεταφοράς δραστηριοτήτων ή ακόμη και έδρας σε άλλο κράτος- μέλος της κοινότητας, σπεύδουν να εξασφαλίσουν τις σχετικές άδειες για συναλλαγές και στις δύο πλευρές, συγκεντρώνουν αποθέματα και αναζητούν εναλλακτικές οδούς μεταφοράς. Οι μεγάλες εταιρείες της ηπειρωτικής Ευρώπης έχουν επίσης ήδη υπολογίσει τις αλλαγές στην τιμολόγηση τόσο των εξαγωγών τους όσο και πιθανών εισαγωγών από τη Βρετανία, καθώς θα τεθούν άμεσα σε ισχύ οι δασμοί στη βάση των κανόνων του ΠΟΕ.
Οι μικρότερες επιχειρήσεις Ε.Ε. και Βρετανίας παραμένουν εν πολλοίς ανέτοιμες, όπως προειδοποίησε πρόσφατα και η Συνομοσπονδία Βρετανικών Επιχειρήσεων. «Για εκατοντάδες χιλιάδες μικρομεσαίους, η μεταφορά πόρων- ανθρώπινων και οικονομικών- προκειμένου να είναι έτοιμες για ένα Brexit χωρίς συμφωνία- είναι απλά ‘εκτός εμβέλειας’» ανέφερε χαρακτηριστικά η έκθεση.
Η Ε.Ε. ετοίμαζε σχέδια έκτακτης ανάγκης από τον Δεκέμβριο του 2017, θέλοντας να διευκολύνει όχι μόνο τις δικές της, αλλά και τις βρετανικές επιχειρήσεις. Παρέτεινε υφιστάμενα δικαιώματα, όπως η πρόσβαση στον εναέριο χώρο ή δυνατότητα των Βρετανών πολιτών να συνεχίσουν να μένουν χωρίς βίζα στην Ε.Ε. για ένα διάστημα μετά την έξοδο. Αλλά ένα no deal σημαίνει επίσης συνοριακούς ελέγχους και δασμούς, αιφνίδια διακοπή συναλλαγών μεταξύ ευρωπαϊκών και βρετανικών εταιρειών και αποκλεισμό των φορέων της κάθε πλευράς- για ένα διάστημα τουλάχιστον- από τις βάσεις δεδομένων της άλλης.
Στη Γαλλία και την Ολλανδία οι τελωνειακές αρχές έχουν εγκαταστήσει προηγμένης τεχνολογίας λογισμικό για τους εμπόρους και έχουν με fast track διαδικασίες προσλάβει εκατοντάδες νέους υπαλλήλους, μεταξύ άλλων και για την αντιμετώπιση της κυκλοφοριακής συμφόρησης, που προβλέπεται αν επικρατήσει τις ημέρες μετά την έξοδο.
Εάν δεν έχουν ήδη φροντίσει να εγγραφούν στα νέα συστήματα, τα φορτηγά μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων δεν θα μπορούν να περνούν από τους τερματικούς σταθμούς, διαμηνύει η Getlink, που διαχειρίζεται το Eurotunnel. Περισσότερο από το 25% του συνολικού εμπορίου ανάμεσα στη Βρετανία και την ηπειρωτική Ευρώπη περνάει μέσω της σήραγγας με φορτηγά και τρένα. Η εγγραφή παραμένει ο αδύναμος κρίκος. Πολλές εταιρείες πολύ απλά δεν έχουν ακόμη ενημερωθεί για τη διαδικασία.
Στους οδηγούς χορηγούνται φυλλάδια ακόμη και σε άλλες γλώσσες, όπως πολωνικά και ρουμανικά, για τις νέες υποχρεώσεις, αλλά αυτό δεν φαίνεται να είναι αρκετό, όπως ομολογούν οι γαλλικές αρχές.
Στην Ολλανδία η εικόνα είναι ελαφρώς καλύτερη. Στο σύστημα PortBase έχουν ήδη εγγραφεί εταιρείες, που καλύπτουν το 70% του όγκου εμπορευμάτων, που κινούνται μεταξύ της χώρας και της Βρετανίας μέσω των λιμανιών του Άμστερνταμ και του Ρότερνταμ. Και πάλι όμως πρέπει οι διαδικασίες να επιταχυνθούν αισθητά ώστε σε δύο μήνες να μην υπάρχουν προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Εξαιρετικά ευάλωτες σε πιθανά προβλήματα, αλλά και στους δασμούς είναι οι ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες. Η Porsche έχει ήδη προειδοποιήσει τους πελάτες της ότι το κόστος των οχημάτων θα ανέβει 10%. Η BMW, για την οποία η βρετανική αγορά είναι η πιο σημαντική του εξωτερικού, έχει νοικιάσει χώρο σε ένα τεράστιο αεροσκάφος Antonov με την ελπίδα ότι θα εξασφαλίσει απρόσκοπτες μεταφορές. Οι εξαγωγές των γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών στη Βρετανία υπερβαίνουν τα 12 δισ. ευρώ ετησίως. Αλλά το πλήγμα δεν περιορίζεται σε αυτές. Το Bertelsmann έχει υπολογίσει ότι ένα no deal Brexit (εξαιτίας και των ισχυρών πιέσεων στον κρίσιμο τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας) θα ανέκοπτε την ήδη εξασθενημένη δυναμική της γερμανικής ανάπτυξης και θα αφαιρούσε από το προσωπικό εισόδημα των Γερμανών 10 δισ. ευρώ. Παράλληλα η χώρα θα χρειαστεί πιθανότατα να αυξήσει την εισφορά της στον κοινοτικό προϋπολογισμό κατά 4,4 δισ. ευρώ.
Για την Ιρλανδία το πλήγμα θα ήταν εξίσου ισχυρό, ενώ και σε χώρες, όπως η Δανία, που εξάγουν μεγάλες ποσότητες χοιρινού, γαλοκτομικών και άλλων αγροτικών προϊόντων οι πιέσεις σε μικρούς παραγωγούς θα ήταν αισθητές. Όσο για τους Βρετανούς θα είχαν να παλέψουν με την κατάρρευση της στερλίνας σε επίπεδα, που είχαμε να δούμε ακόμη και από το 1992.
Με πληροφορίες από Wall Street Journal, Reuters