Στο παγκόσμιο ράλι των ομολόγων μία χώρα έμεινε πολύ πίσω. Και αυτή δεν είναι άλλη από την υπερδύναμη του πλανήτη, τις ΗΠΑ. Το υψηλότερο κόστος δανεισμού στις αγορές δεν μαρτυρά σε αυτή την περίπτωση δημοσιονομικές ανησυχίες. Είναι αποτέλεσμα της... ταχύτερης ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας και της πιο αυστηρής νομισματικής πολιτικής που αυτή υπαγόρευσε.
Tης Νατάσας Στασινού
[email protected]
Στο παγκόσμιο ράλι των ομολόγων μία χώρα έμεινε πολύ πίσω. Και αυτή δεν είναι άλλη από την υπερδύναμη του πλανήτη, τις ΗΠΑ. Το υψηλότερο κόστος δανεισμού στις αγορές δεν μαρτυρά σε αυτή την περίπτωση δημοσιονομικές ανησυχίες. Είναι αποτέλεσμα της... ταχύτερης ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας και της πιο αυστηρής νομισματικής πολιτικής που αυτή υπαγόρευσε.
Η Fed ετοιμάζεται να πατήσει τη σκανδάλη και να προχωρήσει στην πρώτη εδώ και μία δεκαετία μείωση του βασικού επιτοκίου την Τετάρτη. Προς το παρόν όμως περισσότερο από το 90% των κρατικών ομολόγων των ανεπτυγμένων αγορών φέρουν επιτόκιο χαμηλότερο εκείνου του βασικού αμερικανικού, σύμφωνα με στοιχεία της Bianco Research, που δημοσιεύει η Wall Street Journal. To αντίστοιχο ποσοστό το 2015 ήταν μόλις 40%.
Η αμερικανική οικονομική εφημερίδα σχολιάζει μάλιστα πως «ακόμη και το επιτόκιο του δεκαετούς κρατικού ομολόγου της Ελλάδας, που βίωσε τα τελευταία χρόνια οικονομική και πολιτική αναταραχή, είναι χαμηλότερο από το βασικό επιτόκιο της Fed».
Πράγματι το βασικό επιτόκιο της κεντρικής τράπεζας έχει οριστεί στο 2,25%- 2,5%, ενώ και η απόδοση του αμερικανικού δεκαετούς ομολόγου είναι στο 2,10%, ελαφρώς υψηλότερη από εκείνη του αντίστοιχου ελληνικού. Και αυτό βεβαίως δεν έχει καθόλου να κάνει με το πώς αντιμετωπίζουν την μία και την άλλη οικονομία οι επενδυτές, αλλά με τη νομισματική πολιτική.
Η Fed βλέποντας την αμερικανική οικονομία να ανακάμπτει δυναμικά μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την ανεργία να είναι στα χαμηλότερα επίπεδα εδώ και μισό αιώνα, αύξησε τα επιτόκια εννέα φορές τα τελευταία χρόνια. Στο ίδιο διάστημα η ΕΚΤ κράτησε το βασικό επιτόκιο δανεισμού στο μηδέν και βύθισε το καταθετικό σε αρνητικό έδαφος στο -0,4%. Σε πολιτική αρνητικών επιτοκίων επέμεινε και η Τράπεζα της Ιαπωνίας, ενώ αρκετές ακόμη μικρότερες κεντρικές τράπεζες ανά τον πλανήτη ακολούθησαν σταθερά χαλαρή πολιτική, την ώρα που η Fed επιχειρούσε να ομαλοποιήσει την δική της.
Η απόκλιση αυτή στην νομισματική πολιτική είχε ως αποτέλεσμα να διευρυνθεί το χάσμα στις αποδόσεις των αμερικανικών και των υπόλοιπων κρατικών επιτοκίων.
Για τους επενδυτές η αύξηση των επιτοκίων (που φέρνει και υψηλότερες αποδόσεις ομολόγων) είναι πρωτίστως ένδειξη οικονομικής ισχύος. Τώρα τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν. Η αμερικανική οικονομία εξακολουθεί να αναπτύσσεται με ρυθμούς πιο δυναμικούς από την ευρωπαϊκή, αλλά πληγωμένη από τους εμπορικούς πολέμους κατέβασε ταχύτητα στο 2,1% το δεύτερο τρίμηνο από 3,1% το πρώτο. Υπάρχουν φόβοι ότι το διεθνές περιβάλλον των εμπορικών διενέξεων, γεωπολιτικών εντάσεων και της επίμονης αβεβαιότητας θα εντείνει τις πιέσεις στην μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, αναγκάζοντας την αμερικανική κεντρική τράπεζα να προβεί και σε δεύτερη μείωση επιτοκίων το Σεπτέμβριο.
Η απόδοση του αμερικανικού δεκαετούς ομολόγου έχει έτσι μειωθεί αισθητά σε σχέση με τα επίπεδα, στα οποία βρισκόταν πριν από ένα χρόνο, αλλά εξακολουθεί να απέχει πολύ από εκείνη των γερμανικών, γαλλικών και άλλων ομολόγων του ευρώ και της Ιαπωνίας.
Αξίζει να θυμίσουμε ότι η απόδοση των δεκαετών γερμανικών, γαλλικών, ολλανδικών, αυστριακών, σουηδικών και ιαπωνικών ομολόγων είναι αυτό το διάστημα υπό το μηδέν. Αυτό σημαίνει ότι οι επενδυτές «πληρώνουν» τις χώρες αυτές για να ασφαλίσουν τα χρήματά τους στο χρέος τους.
Για τις κυβερνήσεις που επιθυμούν να δανειστούν η εξέλιξη αυτή είναι μία μεγάλη ανάσα. Για τους ειδικούς όμως δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία ηχηρή προειδοποίηση πως η Γερμανία, συνολικά η Ευρώπη, αλλά και άλλες μεγάλες ανεπτυγμένες οικονομίες κινδυνεύουν να ζήσουν και πάλι τον εφιάλτη της ύφεσης. Η ΕΚΤ δεν έχει άλλη λύση όπως φαίνεται από το να μειώσει κι άλλο τα ήδη ιστορικά χαμηλά επιτόκια, αλλά και να επαναφέρει το όπλο της ποσοτικής χαλάρωσης. Ωστόσο έχει επανειλημμένα ξεκαθαρίσει πως τα αποτελέσματα της νομισματικής πολιτικής έχουν όρια. Έχει φτάσει προ πολλού η ώρα να σηκώσουν και οι κυβερνήσεις- τουλάχιστον των χωρών με περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών- να αναλάβουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης για την ανάπτυξη.
Με πληροφορίες από WSJ