Την ύπαρξη σημαντικού ενδιαφέροντος για επενδύσεις στην Ελλάδα, αλλά και την ανάγκη δραστικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων για να μετατραπεί το ενδιαφέρον αυτό σε πράξη, αναδεικνύει μεγάλη έρευνα της ΕΥ Ελλάδος, με θέμα την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού.
Την ύπαρξη σημαντικού ενδιαφέροντος για επενδύσεις στην Ελλάδα, αλλά και την ανάγκη δραστικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων για να μετατραπεί το ενδιαφέρον αυτό σε πράξη, αναδεικνύει μεγάλη έρευνα της ΕΥ Ελλάδος, η οποία διενεργήθηκε μέσω τηλεφωνικών συνεντεύξεων από το CSA Institute, με θέμα την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού.
Η έρευνα, η οποία αποτελεί αυτόνομο μέρος του ευρύτερου προγράμματος EY Attractiveness Survey Europe για την ελκυστικότητα της Ευρώπης ως επενδυτικού προορισμού, αναλύει τις επιδόσεις της χώρας στον τομέα των επενδύσεων τα τελευταία χρόνια. Καταγράφει, επίσης, τις απόψεις της επενδυτικής κοινότητας για τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, με βάση ένα δείγμα 202 στελεχών μεγάλων, ξένων επιχειρήσεων, οι μισές εκ των οποίων (110) έχουν ήδη επενδυτική παρουσία στην Ελλάδα.
Σταθερά χαμηλός ο αριθμός των ΑΞΕ στην Ελλάδα
Σύμφωνα με το ΕΥ European Investment Monitor, μια εκτεταμένη βάση δεδομένων που επεξεργάζεται η ΕΥ, η Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας (2009-2018), κατατάσσεται στην 32η θέση ως προς τον αριθμό των ΑΞΕ που προσέλκυσε, έχοντας υποδεχθεί συνολικά 129 επενδύσεις, ή 0,27% του συνόλου των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν στην Ευρώπη. Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, η κατάταξη της Ελλάδας μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών δε βελτιώθηκε, την ώρα που η Σερβία αναρριχήθηκε από την 23η στη 12η θέση, η Λιθουανία από την 31η στη 16η, και η Βοσνία-Eρζεγοβίνη από την 36H στη 18η.
Τρεις στις πέντε επενδύσεις στην Ελλάδα (60%, έναντι 45% στην υπόλοιπη Ευρώπη) αφορούσαν σε γραφεία πωλήσεων και μάρκετινγκ, χαρακτηριστικό μιας επαναναδυόμενης οικονομίας που βρίσκεται σε πρώιμα στάδια ανάπτυξης σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις, ενώ η Ελλάδα υστερεί σε επενδύσεις στη βιομηχανία (20%, έναντι 27% στην Ευρώπη).
Το 2018, πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα μόλις 13 ΑΞΕ, πολύ λιγότερες από χώρες με παρόμοιο μέγεθος ή πληθυσμό, όπως η Πορτογαλία (74), η Σερβία (119), η Φινλανδία (194) και η Ιρλανδία (205).
Η εικόνα της ελκυστικότητας της χώρας βελτιώνεται
Παρά την απογοητευτική εικόνα των πραγματικών επιδόσεων της χώρας, οι επενδυτές εμφανίζονται θετικοί για την εικόνα της Ελλάδας και αισιόδοξοι για τις προοπτικές της: σύμφωνα με την έρευνα της ΕΥ, 47% θεωρούν ότι η εικόνα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού έχει βελτιωθεί τον τελευταίο χρόνο. Την ίδια ώρα, 76% εκτιμούν ότι η ελκυστικότητα της χώρας θα βελτιωθεί περαιτέρω την επόμενη τριετία, έναντι 37% κατά μέσο όρο στην Ευρώπη, 40% στη Γερμανία, 30% στη Γαλλία και 52% στην Πορτογαλία. Συγχρόνως, 30% δηλώνουν ότι εξετάζουν σχέδια να δημιουργήσουν ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στην Ελλάδα κατά τον επόμενο χρόνο, έναντι 27% στην υπόλοιπη Ευρώπη, 25% στην Πορτογαλία, 23% στη Γερμανία και μόλις 10% στο Βέλγιο.
Ωστόσο, τα επενδυτικά σχέδια προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από τις επιχειρήσεις που είναι ήδη εγκατεστημένες στην Ελλάδα. Μεταξύ όσων δεν έχουν παρουσία στη χώρα, το ποσοστό περιορίζεται στο 4%, μια διαφοροποίηση αναμενόμενη, μέχρις ενός σημείου, η οποία αποτυπώνει μια τάση που καταγράφεται και σε άλλες χώρες της έρευνας της ΕΥ, αλλά στην περίπτωση της Ελλάδας είναι ιδιαίτερα έντονη, γεγονός που πρέπει να προβληματίσει.
Περισσότεροι από δύο στους τρεις επενδυτές (69%) εκτιμούν ότι την κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια θα αποτελέσει ο τουρισμός, εύρημα, σε μεγάλο βαθμό, αναμενόμενο, αλλά και ανησυχητικό, καθώς αντανακλά τη μεγάλη εξάρτηση της χώρας από έναν τομέα ευαίσθητο σε διεθνείς γεωπολιτικές αναταράξεις. Την ίδια ώρα, μόλις το 18% των ερωτώμενων αναφέρουν την τεχνολογία πληροφορικής και επικοινωνιών (ΙΤ) ως βασικό κλάδο που θα ενισχύσει την ανάπτυξη στην Ελλάδα. Αυτό συμβαίνει ενώ ο αριθμός των ΑΞΕ στον τομέα της ψηφιακής τεχνολογίας έφτασε στο 19% του συνόλου των ΑΞΕ στην Ευρώπη το 2018, έχοντας υπερδιπλασιαστεί την τελευταία πενταετία.
Πάντως, μόνο το 50% των ερωτηθέντων κρίνουν ότι η Ελλάδα ακολουθεί μια πολιτική ελκυστικότητας που προσελκύει τους διεθνείς επενδυτές.
Οι επενδυτές που μετείχαν στην έρευνα αναγνωρίζουν ως βασικά θετικά στοιχεία της ελκυστικότητας της χώρας την ποιότητα ζωής (83%), το επίπεδο των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού (70%) και τις υποδομές τηλεπικοινωνιών (67%). Αντίθετα, οι επενδυτές αξιολογούν ιδιαίτερα αρνητικά παράγοντες όπως η πρόσβαση στη χρηματοδότηση (29% τη θεωρούν ελκυστική, έναντι 61% που τη θεωρούν λίγο έως καθόλου ελκυστική), το γραφειοκρατικό και διοικητικό περιβάλλον (27% έναντι 67%) και η φορολογία των επιχειρήσεων (20% έναντι 64%). Το γραφειοκρατικό και διοικητικό περιβάλλον συγκέντρωσε τις περισσότερες αρνητικές απαντήσεις του συνόλου του δείγματος (67%), σε σύγκριση με όλα τα υπόλοιπα που αναφέρθηκαν στην ερώτηση.
Οι επενδυτές υποδεικνύουν μια σειρά από προτεραιότητες στις οποίες πρέπει να εστιάσει η Ελλάδα για να βελτιώσει την ελκυστικότητά της. Κορυφαίες μεταξύ αυτών είναι η μείωση της φορολογίας (49%), η ενίσχυση της εκπαίδευσης και των δεξιοτήτων (32%), η στήριξη των κλάδων υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας (25%) και η στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (24%).
Ερωτώμενοι αν θα ήταν διατεθειμένοι να επενδύσουν στη χώρα, εφόσον αντιμετωπιστούν τα αρνητικά σημεία που λειτουργούν αποτρεπτικά για την προσέλκυση επενδύσεων, το 70% των στελεχών απαντά θετικά. Το ποσοστό αυτό αγγίζει το 91% μεταξύ όσων έχουν ήδη παρουσία στην Ελλάδα και το 44% μεταξύ όσων δεν έχουν σήμερα δραστηριότητα στη χώρα, έναντι 51% που απαντούν αρνητικά και 4% που δεν τοποθετούνται.
Με βάση τις απόψεις της επενδυτικής κοινότητας, όπως καταγράφονται στην έρευνα, η ΕΥ Ελλάδος διατυπώνει μια σειρά από συγκεκριμένες προτάσεις αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύσουν την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού. Οι προτάσεις αυτές επικεντρώνονται στη βελτίωση του φορολογικού περιβάλλοντος, την ενίσχυση του ανθρώπινου κεφαλαίου, την εξάλειψη των γραφειοκρατικών εμποδίων, τη στήριξη της τεχνολογίας και της καινοτομίας, τη βελτίωση των υποδομών και δικτύων, τη μετάβαση στην εργασία του μέλλοντος, τη μεγέθυνση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, και την εξασφάλιση πρόσβασης σε χρηματοδότηση.
Παράλληλα, στην έρευνα εκφράζουν τις απόψεις τους αναφορικά με το πόσο σημαντικές είναι οι επενδύσεις για την Ελλάδα, καθώς και για το πώς μπορεί να βελτιώσει την ελκυστικότητά της ως επενδυτικού προορισμού οι Γιάννης Στουρνάρας, διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Σωκράτης Λαζαρίδης, διευθύνων σύμβουλος Ομίλου Χρηματιστηρίου Αθηνών, Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής ΙΟΒΕ και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθανάσιος Σαββάκης, πρόεδρος Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ), και Πάνος Τσακλόγλου, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Παρουσιάζοντας την έρευνα, ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος, Παναγιώτης Παπάζογλου, ανέφερε πως «όλοι σήμερα αναγνωρίζουμε ότι η Ελλάδα χρειάζεται ένα επενδυτικό σοκ για να μπορέσει να επανέλθει σε υψηλούς και βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης. Η ΕΥ Ελλάδος, με την έρευνα αυτή, φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την ευαισθητοποίηση της Πολιτείας, των πολιτικών δυνάμεων και της δημόσιας διοίκησης ως προς την ανάγκη αυτή. Χρειαζόμαστε ριζικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, την παιδεία, την έρευνα, τη δικαιοσύνη, τις υποδομές και τη φορολογία, για να μπορέσει η Ελλάδα να βρει στον παγκόσμιο επενδυτικό χάρτη τη θέση που της αναλογεί. Χρειάζεται, επίσης, να παρουσιάσουμε ένα νέο, θετικό αφήγημα, και να πείσουμε τη διεθνή επιχειρηματική κοινότητα ότι, σαν χώρα, είμαστε έτοιμοι να κάνουμε ό,τι απαιτείται για να στηρίξουμε τις επενδύσεις. Δεν αρκεί να μη θέτουμε εμπόδια, πρέπει και να αναζητήσουμε ενεργητικά τους επενδυτές, να τους προσελκύσουμε και να τους βοηθήσουμε να υλοποιήσουν τα επενδυτικά τους σχέδια».