Οικονομία & Αγορές
Δευτέρα, 22 Ιουλίου 2019 07:03

Ελαφρύνσεις έως 1,6 δισ. με ζητούμενο τον κατάλληλο δημοσιονομικό χώρο

Στην εξειδίκευση των εξαγγελιών του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη από τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα, αλλά κυρίως στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, προκειμένου να προκύψει εάν υπάρχει ο δημοσιονομικός χώρος για τη χρηματοδότηση των μέτρων που εξαγγέλθηκαν, επικεντρώνεται πλέον το ενδιαφέρον μετά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων από τον πρωθυπουργό. Η κυβέρνηση, με τα μέτρα που ανακοίνωσε προχθές στη Βουλή ο κ. Μητσοτάκης, χρειάζεται δημοσιονομικό χώρο περίπου 270 εκατ. ευρώ για φέτος, ενώ το ποσό μπορεί να ανέβει ακόμη και στo 1,3 με 1,6 δισ. ευρώ, ή στο 1% του ΑΕΠ, για το 2020.

Από την έντυπη έκδοση 

Του Θάνου Τσίρου 
[email protected]

Στην εξειδίκευση των εξαγγελιών του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη από τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα, αλλά κυρίως στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, προκειμένου να προκύψει εάν υπάρχει ο δημοσιονομικός χώρος για τη χρηματοδότηση των μέτρων που εξαγγέλθηκαν, επικεντρώνεται πλέον το ενδιαφέρον μετά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων από τον πρωθυπουργό. Η κυβέρνηση, με τα μέτρα που ανακοίνωσε προχθές στη Βουλή ο κ. Μητσοτάκης, χρειάζεται δημοσιονομικό χώρο περίπου 270 εκατ. ευρώ για φέτος, ενώ το ποσό μπορεί να ανέβει ακόμη και στo 1,3 με 1,6 δισ. ευρώ, ή στο 1% του ΑΕΠ, για το 2020.

Το μέτρο με δημοσιονομικό κόστος που επιβαρύνει τον φετινό προϋπολογισμό είναι ο διπλασιασμός της έκπτωσης του ΕΝΦΙΑ. Ήδη έχει προβλεφθεί μείωση 10% με δημοσιονομικό κόστος 265 εκατ. ευρώ. Αυτό το ποσό αντιστοιχεί στη μεσοσταθμική μείωση 10% που είχε ψηφίσει η προηγούμενη κυβέρνηση. Τώρα το ποσοστό μείωσης ανεβαίνει στο 22%, οπότε και το δημοσιονομικό κόστος διαμορφώνεται στα 580 εκατ. ευρώ. Η διαφορά δεν είναι μεγάλη, αλλά τόσο οι θεσμοί όσο και η Τράπεζα της Ελλάδoς επιμένουν ότι φέτος όχι μόνο δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος, αλλά -αντίθετα- προβλέπεται και δημοσιονομικό κενό. Ο αστάθμητος παράγοντας είναι η ρύθμιση των 120 δόσεων. Με την ένταξη του συνόλου των επιχειρήσεων στις 120 δόσεις (πρακτικά θα εξαιρεθούν μόνο όσες χρωστούν πάνω από 1 εκατ. ευρώ), αλλά και τη βελτίωση των κριτηρίων για τα φυσικά πρόσωπα (από 30 ευρώ σε 20 ευρώ η ελάχιστη δόση και από 5% στο 3% το επιτόκιο) μένει να φανεί αν ο αναμενόμενος πλέον αυξημένος ρυθμός αιτήσεων θα φέρει και περισσότερα χρήματα στα κρατικά ταμεία.

Ο προϋπολογισμός του 2020
Για το 2020 η κατάσταση είναι πιο πολύπλοκη σε δημοσιονομικό επίπεδο:

1. Ο πρωθυπουργός ανέφερε ότι η μείωση στον συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων από το 28% θα μειωθεί στο 24% για τα κέρδη του 2019, κάτι που σημαίνει ότι αυτό το δημοσιονομικό βάρος θα το σηκώσει ο προϋπολογισμός της επόμενης χρονιάς. Στον προϋπολογισμό του 2020 έχει εγγραφεί αυτή τη στιγμή ποσό της τάξεως των 145 εκατ. ευρώ, καθώς έχει ήδη ψηφιστεί η μείωση του συντελεστή από το 29% στο 28%. Ωστόσο, η μείωση στο 24% ανεβάζει το δημοσιονομικό κόστος στα 700 με 750 εκατ. ευρώ. Στην πραγματικότητα ο «λογαριασμός» θα είναι μεγαλύτερος, καθώς θα υπάρξει επίπτωση και στα έσοδα από την προκαταβολή φόρου (σ.σ.: λόγω της μείωσης του συντελεστή, το 2020 θα παρακρατηθούν λιγότερα απ’ ό,τι είχαν παρακρατηθεί το 2019), αλλά και στις εισπράξεις από τη φορολόγηση των μερισμάτων με συντελεστή 5% αντί για 10%.

2. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξήγγειλε τη μείωση του πρώτου συντελεστή της φορολογικής κλίμακας από το 22% στο 9% για το τμήμα του εισοδήματος έως τα 10.000 ευρώ. Δεν διευκρίνισε εάν αυτή η μείωση αφορά τα εισοδήματα του 2020 ή άλλης χρονιάς. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και τα εισοδήματα του 2020 να αφορά η μείωση, θα προκύψει δημοσιονομικό κόστος στον προϋπολογισμό του 2020 λόγω του ότι θα μειωθεί η παρακράτηση φόρου σε όλους τους μισθωτούς και συνταξιούχους από την 1η Ιανουαρίου 2020. Συνολικά, το δημοσιονομικό κόστος της θέσπισης χαμηλού συντελεστή 9% θα ανέλθει στα 700 με 800 εκατ. ευρώ, αλλά θα «μοιραστεί» σε δύο προϋπολογισμούς (πιθανότατα στον προϋπολογισμό του 2020 και του 2021). Για την ελάφρυνση των μισθωτών και των συνταξιούχων θα χρειαστούν το 2020 τουλάχιστον 500 εκατ. ευρώ, ενώ για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους επιτηδευματίες θα απαιτηθούν περίπου 300 εκατ. ευρώ το 2021, δεδομένου ότι το όφελος θα φανεί στο εκκαθαριστικό της συγκεκριμένης χρονιάς.

3. Το δημοσιονομικό κόστος από τη φετινή μείωση του ΕΝΦΙΑ θα μεταφερθεί και στον προϋπολογισμό του 2020. Αν η κυβέρνηση αποφασίσει να εφαρμόσει το 2020 το πρόσθετο 10% μείωσης που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός, τότε θα χρειαστούν επιπλέον 270 εκατ. ευρώ.

Μόνο από αυτά τα τρία μέτρα, προκύπτει δημοσιονομικό κόστος που προσεγγίζει τo 1,3 με 1,5 δισ. ευρώ για τον προϋπολογισμό του 2020. Ο προϋπολογισμός του 2020 «κουβαλάει» επίσης το κόστος διατήρησης του αφορολόγητου στα 8.600 ευρώ για μισθωτούς, συνταξιούχους και αγρότες (μέτρο που κοστίζει περίπου 1,92 δισ. ευρώ), τις μειώσεις που έγιναν φέτος στον ΦΠΑ και οι οποίες θα επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό του 2020 με 667 εκατ. ευρώ (σ.σ.: ο πρωθυπουργός δεν αναφέρθηκε χθες τελικώς στην εφαρμογή χαμηλού συντελεστή 13% και στον σερβιριζόμενο καφέ που απαιτεί επιπλέον 100 έως 130 εκατ. ευρώ), αλλά και τις αυξήσεις στις συντάξεις χηρείας που κοστίζουν επιπλέον 150 εκατ. ευρώ. 

Επίσης, η 13η σύνταξη έχει ψηφιστεί ως μόνιμο μέτρο, οπότε αν διατηρηθεί και το 2020 -δεν υπήρξε καμία αναφορά στο συγκεκριμένο θέμα και διατυπώθηκε ως ερώτημα από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης- θα απαιτήσει δημοσιονομικό χώρο 830 εκατ. ευρώ.

Σειρά άλλων μέτρων
Ο πρωθυπουργός συμπεριέλαβε στις προγραμματικές δηλώσεις του και μια σειρά άλλων μέτρων, με τα οποία το συνολικό δημοσιονομικό κόστος ανεβαίνει στα 6 δισ. ευρώ. Ωστόσο, δεν υπήρξε μεγαλύτερη εξειδίκευση όσον αφορά τον χρόνο εφαρμογής. Τα μέτρα αυτά είναι:

1. Η δεύτερη φάση μείωσης του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων από το 24% στο 20%. Το δημοσιονομικό κόστος και της δεύτερης φάσης υπολογίζεται τουλάχιστον στα 600 εκατ. ευρώ.
2. Η θέσπιση έκπτωσης φόρου 40% στις δαπάνες για την ενεργειακή, λειτουργική και αισθητική αναβάθμιση των κτηρίων. Το δημοσιονομικό κόστος εξαρτάται από την ανταπόκριση που θα έχει το μέτρο, αλλά σε πολύ μεγάλο βαθμό θεωρείται δημοσιονομικά ουδέτερο, καθώς μπορεί να «αποκαλύψει» συναλλαγές στον χώρο της οικοδομής που σήμερα πραγματοποιούνται χωρίς τιμολόγια. Εκτιμάται ότι το μέτρο θα εφαρμοστεί άμεσα.
3. Η μείωση του ανώτατου συντελεστή της φορολογικής κλίμακας από το 45% που είναι σήμερα για τους έχοντες εισόδημα άνω των 40.000 ευρώ. Ο πρωθυπουργός δεν ανακοίνωσε τον νέο συντελεστή ούτε και το χρονοδιάγραμμα μείωσης.
4. Η σταδιακή κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, αλλά και του τέλους επιτηδεύματος. Η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης μειώνει τα φορολογικά έσοδα κατά περίπου 650 εκατ. ευρώ και η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος χρειάζεται 380 εκατ. ευρώ.
5. Η μείωση του ΦΠΑ από το 24% που είναι σήμερα στο 22% και από το 13% στο 11% με ταυτόχρονη διατήρηση του υπερχαμηλού συντελεστή με τον οποίο φορολογούνται ηλεκτρική ενέργεια, βιβλία κ.λπ.
6. Η μείωση του συντελεστή υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για την κύρια σύνταξη από το 20% που είναι σήμερα στο 15%, με την ελάφρυνση να αφορά και στον εργοδότη και στον εργαζόμενο. Και αυτό το μέτρο αναφέρθηκε ότι θα υλοποιηθεί σταδιακά, καθώς το δημοσιονομικό του κόστος υπολογίζεται στα 2 δισ. ευρώ.   

Τι θα ισχύσει για ιδιοκτήτες ακινήτων

Τη θέσπιση κλίμακας με μειωτικούς συντελεστές τόσο για τον κύριο όσο και για τον συμπληρωματικό φόρο επί των ακινήτων θα προβλέπει η διάταξη για τη μείωση του ΕΝΦΙΑ μεσοσταθμικά κατά 22% από φέτος. Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε χθες ο υφυπουργός Οικονομικών, αρμόδιος για τη φορολογική πολιτική, Απόστολος Βεσυρόπουλος, ως «μικρή ιδιοκτησία» -η οποία και θα έχει έκπτωση 30%- νοείται αυτή έως τα 60.000 ευρώ.

 Για ατομική περιουσία από τα 60.000 ευρώ έως και το 1 εκατ. ευρώ η έκπτωση θα διαμορφωθεί μεσοσταθμικά στο 20%, ενώ από το 1 εκατ. ευρώ και πάνω θα υπάρξει μείωση 10%. Η διάταξη υπολογισμού της έκπτωσης που είναι αυτή τη στιγμή σε ισχύ (μείωση 30% για περιουσία έως 60.000 ευρώ και μηδενισμό της ελάφρυνσης για περιουσίες άνω των 200.000 ευρώ) θα καταργηθεί. Επίσης, ο υφυπουργός Οικονομικών κατέστησε σαφές ότι φέτος δεν θα υπάρξει καμία αλλαγή στις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων, καθώς η εξίσωση των εμπορικών με τις αντικειμενικές μετατίθεται για το 2020.

Η εξαγγελία του πρωθυπουργού αφορούσε τη μείωση του ΕΝΦΙΑ μεσοσταθμικά κατά 30% σε δύο χρόνια. Η «έκπληξη» που επιφύλαξε για την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων αφορούσε το γεγονός ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της έκπτωσης (22%) θα αφορά τη φετινή χρήση, ενώ το υπόλοιπο 8% με 10% θα δοθεί με τα εκκαθαριστικά του 2020.

Μετά την ψήφιση της νομοθετικής διάταξης μέσα στην εβδομάδα, θα αρχίσει ο αγώνας ταχύτητας για την έκδοση των φετινών ειδοποιητηρίων. Ο στόχος είναι, παρά τη νομοθετική αλλαγή, η έκδοση των εκκαθαριστικών να γίνει μέσα στον Αύγουστο ώστε οι φορολογούμενοι να μπορούν να αποπληρώσουν τον φετινό φόρο σε τουλάχιστον τέσσερις ή και πέντε μηνιαίες δόσεις. Το πιθανότερο είναι ότι και φέτος θα δοθεί η δυνατότητα η τελευταία δόση να καταβληθεί τον Ιανουάριο του 2020, κάτι για το οποίο θα πρέπει να υπάρξει σχετική νομοθετική ρύθμιση.

Με την κλίμακα υπολογισμού των εκπτώσεων και τους αντίστροφα προοδευτικούς συντελεστές -όσο μεγαλύτερη η ατομική περιουσία τόσο μικρότερο το ποσοστό της ελάφρυνσης- οι έχοντες μικρή ατομική περιουσία θα έχουν μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση, αλλά μικρότερο όφελος σε απόλυτους αριθμούς σε σχέση με τη μεσαία και την υψηλή ιδιοκτησία. 

Για παράδειγμα, ιδιοκτήτης διαμερίσματος 15ετίας, 2ου ορόφου και επιφάνειας 60 τ.μ. σε περιοχή με τιμή ζώνης 1.200 ευρώ/τ.μ., πλήρωσε το 2018 το ποσό των 249 ευρώ. Με την έκπτωση του 30% (η οποία θα ισχύσει επειδή η αξία του ακινήτου διαμορφώνεται στα 54.000 ευρώ) θα κερδίσει 74,7 ευρώ και θα καταβάλει 174,4 ευρώ σε τέσσερις ή πέντε μηνιαίες δόσεις.

Ιδιοκτήτης διαμερίσματος 5ετίας, 5ου ορόφου, σε περιοχή με τιμή ζώνης 1.800 ευρώ, πλήρωσε το 2018 ΕΝΦΙΑ 851 ευρώ, καθώς το ακίνητο έχει επιφάνεια 150 τ.μ. και 30 τετραγωνικά βοηθητικούς χώρους. 

Ο συγκεκριμένος ιδιοκτήτης θα γλιτώσει περίπου 170 ευρώ, καθώς το ποσοστό της έκπτωσης θα διαμορφωθεί περίπου στο 20%. 

Όσον αφορά τον συμπληρωματικό φόρο, σήμερα πληρώνει 22,5 ευρώ (επειδή η αξία του ακινήτου είναι 265.000 ευρώ και ξεπερνά το αφορολόγητο των 250.000 ευρώ), οπότε θα εξοικονομήσει επιπλέον πέντε ευρώ.   

Οι αλλαγές στις 120 δόσεις για οφειλέτες του Δημοσίου

Για την «τελευταία ευκαιρία» που θα έχουν οι οφειλέτες του Δημοσίου να τακτοποιήσουν τα χρέη τους έκανε λόγο ο πρωθυπουργός κατά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων, ανακοινώνοντας τις βασικές αλλαγές που θα γίνουν στη ρύθμιση των 120 δόσεων. Η ελάχιστη δόση για φυσικά και νομικά πρόσωπα περιορίζεται στα 20 από 30 ευρώ που είναι σήμερα, ενώ το επιτόκιο μειώνεται στο 3% από 5%. 

Η μεγαλύτερη αλλαγή, όμως, αφορά τα νομικά πρόσωπα, τα οποία αποκτούν τη δυνατότητα τακτοποίησης των οφειλών στην εφορία σε έως και 120 δόσεις με χαμηλότερο επιτόκιο, αλλά και χωρίς όριο κύκλου εργασιών. Έτσι, όλες ανεξαιρέτως οι επιχειρήσεις θα μπορούν να υπαχθούν στη ρύθμιση, υπό την προϋπόθεση ότι η οφειλή τους δεν θα ξεπερνά (χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προσαυξήσεις) το όριο του ενός εκατομμυρίου ευρώ.

Η διάταξη θα ψηφιστεί μέσα στην εβδομάδα με τη διαδικασία του κατεπείγοντος και αμέσως μετά θα γίνουν οι απαραίτητες τροποποιήσεις στην ηλεκτρονική πλατφόρμα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων. Ακόμη δεν είναι βέβαιο αν θα δοθεί παράταση πέραν της 30ής Σεπτεμβρίου, που αυτή τη στιγμή είναι η καταληκτική ημερομηνία. Σε κάθε περίπτωση, αυτό είναι πιθανό καθώς με βάση το κυρίαρχο σενάριο όλοι όσοι έχουν ενταχθεί στη ρύθμιση αυτή τη στιγμή ενδέχεται να χρειαστεί να την «εγκαταλείψουν» προκειμένου να υποβάλουν εκ νέου αίτηση για να εκμεταλλευτούν και τις νέες θετικές αλλαγές, οι οποίες επιφέρουν τα ακόλουθα αποτελέσματα:

Φυσικά πρόσωπα
Αν δεν υπάρξει άλλη αλλαγή στη «συνταγή» υπολογισμού της δόσης πέραν αυτών στις οποίες αναφέρθηκε ο πρωθυπουργός, τότε όφελος θα προκύψει για όλους τους οφειλέτες ανεξαρτήτως ύψους οφειλής. 

Οι μικροοφειλέτες με χρέη κάτω των 3.600 ευρώ θα κερδίσουν από τη μείωση της ελάχιστης δόσης στα 20 ευρώ, καθώς θα αποκτήσουν το δικαίωμα να πληρώσουν σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα χωρίς πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση. 

Από την άλλη, όσοι χρωστούν πάνω από 3.000 ευρώ (και έχουν εισόδημα μεγαλύτερο των 10.000 ευρώ) θα ευνοηθούν και από τη μείωση του επιτοκίου από το 5% που ήταν μέχρι σήμερα, στο 3%.

Για παράδειγμα, ένας οφειλέτης με εισόδημα 15.000 ευρώ και χρέος 2.000 ευρώ (1.600 ευρώ κεφάλαιο και 400 ευρώ προσαυξήσεις) μπορεί να εξοφλήσει την οφειλή του σε 100 δόσεις των 22,18 ευρώ και να πληρώσει μέχρι τη λήξη της διαδικασίας 2.217,63 ευρώ. Με το υφιστάμενο καθεστώς θα μπορούσε να πληρώσει το χρέος του σε 67 δόσεις των 33,59 ευρώ, με το συνολικό κόστος να διαμορφώνεται στα 2.250 ευρώ. 

Άρα, ο συγκεκριμένος οφειλέτης αποκτά τη δυνατότητα να μειώσει τη μηνιαία του δόση κατά 10 ευρώ τον μήνα, παρατείνοντας τη διάρκεια αποπληρωμής του χρέους χωρίς πρόσθετο κόστος για τον ίδιο.

Νομικά πρόσωπα
Ουσιαστικά η διαδικασία ένταξης στη ρύθμιση για τα νομικά πρόσωπα ξεκινάει από την αρχή. 

Ούτως ή άλλως μέχρι στιγμής έχουν ενταχθεί περίπου 12.000 επιχειρήσεις σε μια διαδικασία που τους επέτρεπε να τακτοποιήσουν τις οφειλές τους σε 24 ή 36 δόσεις (σ.σ.: η πράξη νομοθετικού περιεχομένου που προέβλεπε αύξηση των δόσεων σε 120 δεν έχει ενεργοποιηθεί και στην πράξη δεν αναμένεται να επικυρωθεί από τη Βουλή καθώς θα προηγηθεί η ψήφιση του νομοσχεδίου).

Οι εταιρείες θα κερδίσουν και από τη μείωση του επιτοκίου, και από τη μείωση της ελάχιστης δόσης, και από την αύξηση του αριθμού των δόσεων. 

Ο «κόφτης» με βάση το χρέος (χωρίς τις προσαυξήσεις) κόβει μικρό αριθμό επιχειρήσεων με μεγάλες οφειλές άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ, ενώ από την τελική διατύπωση της διάταξης θα φανεί ο ακριβής τρόπος υπολογισμού των δόσεων, αλλά και του «κουρέματος» των προσαυξήσεων.

Εκτιμάται, πάντως, ότι η «λογική» μείωσης των προσαυξήσεων ανάλογα με τον αριθμό των δόσεων θα διατηρηθεί. Δηλαδή, όσο λιγότερες είναι οι δόσεις που θα επιλέξει η επιχείρηση τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το ποσοστό διαγραφής προσαυξήσεων.   

Τα τρία «κλειδιά» για τη διεκδίκηση μειωμένων πρωτογενών πλεονασμάτων

Της Κατερίνας Κοκκαλιάρη

Στο νέο στίγμα της «γαλάζιας» διακυβέρνησης και στο μίγμα της οικονομικής πολιτικής που θέλει να υλοποιήσει αναφέρθηκε από το βήμα της Βουλής ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης. Μιλώντας στην Ολομέλεια, επέλεξε να εστιάσει στο μέλλον, δεν προχώρησε σε πολιτικές αντιπαραθέσεις και περιέγραψε το βασικό πλαίσιο πάνω στο οποίο θα κινηθεί η κυβέρνηση την επόμενη τετραετία.

«Πυξίδα μας παραμένει η Συμφωνία Αλήθειας με τον λαό» επεσήμανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, τονίζοντας ότι σκοπεύει να υλοποιήσει όλα όσα είχε πει κατά την προεκλογική περίοδο. Μάλιστα, αναφέρθηκε στην «επιτάχυνση» της εφαρμογής σημαντικών παρεμβάσεων, όπως είναι η μείωση του ΕΝΦΙΑ από το 2019, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Πείτε το και μία κωλοτούμπα από την ανάποδη».

Ο πρωθυπουργός επανέλαβε πως δεν θα διαταραχθεί η δημοσιονομική ισορροπία, ούτε θα αμφισβητηθούν οι στόχοι. Η επίτευξη, ωστόσο, αυτών των στόχων, η προσέλκυση νέων επενδύσεων και η αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης θα δώσει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να διεκδικήσει τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων. «Οι λέξεις-κλειδιά είναι αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα» ανέφερε χαρακτηριστικά. 

Κατά την ομιλία του στη Βουλή ο κ. Μητσοτάκης θέλησε να δώσει μία σαφή εικόνα ενός νέου «κοινοβουλευτικού ήθους», επισημαίνοντας ότι «δεν θα μετρηθούμε με τους αντιπάλους. Θα μετρηθούμε με τα προβλήματα και τις ανάγκες της κοινωνίας». Συνέχισε λέγοντας πως «δεν θα κάνω εκπτώσεις στο ύφος και το ήθος του πολιτικού διαλόγου», για να προσθέσει ότι «είμαστε αντίπαλοι πολιτικοί, δεν είμαστε εχθροί και δεν επιζητούμε ο ένας τον αφανισμό του άλλου». Σχολίασε, μάλιστα, το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα, αναφέροντας: «Ας σηματοδοτήσουμε ότι πέρασε η εποχή του θυμού και της βίας και ας χειροκροτήσουμε ότι το ναζιστικό μόρφωμα εξοβελίστηκε οριστικά από τον ναό της Δημοκρατίας». 

Όπως ήταν αναμενόμενο, κεντρικό θέμα στην ομιλία του πρωθυπουργού ήταν η οικονομία, με δεδομένο άλλωστε πως έρχεται άμεσα στη Βουλή το φορολογικό νομοσχέδιο (με μείωση του ΕΝΦΙΑ, αλλαγές στις 120 δόσεις κ.ά.) και θα ψηφιστεί ως κατεπείγον. Παράλληλα, ο κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε σε μία σειρά «καυτών» θεμάτων της επικαιρότητας, από τη ΔΕΗ και το Ελληνικό μέχρι τις νέες προσλήψεις και τις παρεμβάσεις σε υγεία, παιδεία και ασφάλιση.

Η κυβέρνηση μέχρι το τέλος του 2019 θέλει να έχει ψηφίσει δέκα νομοσχέδια, ενώ ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο πρωθυπουργός σε πέντε εμβληματικά έργα που θα υλοποιηθούν σε Αττική και Θεσσαλονίκη. Στόχος είναι να έχει δημιουργηθεί ένα νέο τοπίο στη χώρα το 2021, οπότε και θα συμπληρωθούν 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση.

Μιλώντας χθες στο CNN, o κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε στην ελληνική πολιτική σκηνή, λέγοντας πως «μετά το πείραμα του λαϊκισμού, το πολιτικό εκκρεμές πήγε προς την αντίθετη κατεύθυνση». Όπως είπε, «η στρατηγική ήταν ξεκάθαρη. Δεν μπορείς να νικήσεις ποτέ τους λαϊκιστές παίζοντας το παιχνίδι τους. Έτσι, η εκτίμησή ήταν ότι σε κάποιο χρονικό σημείο οι Έλληνες πολίτες θα αναζητήσουν σοβαρές πολιτικές που θα οδηγούν σε αποτελέσματα». Επισημαίνοντας πως οι πολίτες «ψήφισαν περισσότερο με τη λογική, παρά με το συναίσθημα».

Οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης ολοκληρώνονται σήμερα το βράδυ με έναν νέο κύκλο ομιλιών των πολιτικών αρχηγών και ακολούθως με την ψήφο εμπιστοσύνης. Κατά την τριήμερη συζήτηση τον λόγο πήραν οι υπουργοί της κυβέρνησης, αλλά και υφυπουργοί, παρουσιάζοντας τους βασικούς άξονες της πολιτικής που σκοπεύουν να υλοποιήσουν.