Η οικονομική ανάκαμψη της ΔΕΗ, η χάραξη νέων δομικών παρεμβάσεων για το άνοιγμα της εγχώριας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας -ειδικά στην περίπτωση που λήξει άγονος και ο δεύτερος διαγωνισμός για τις λιγνιτικές μονάδες- και το μέλλον των αποκρατικοποιήσεων της ΔΕΠΑ και των ΕΛΠΕ αποτελούν τις βασικές εκκρεμότητες που θα πρέπει να διευθετήσει άμεσα η επόμενη κυβέρνηση στον ενεργειακό τομέα.
Από την έντυπη έκδοση
Του Κώστα Δεληγιάννη
[email protected]
Η οικονομική ανάκαμψη της ΔΕΗ, η χάραξη νέων δομικών παρεμβάσεων για το άνοιγμα της εγχώριας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας -ειδικά στην περίπτωση που λήξει άγονος και ο δεύτερος διαγωνισμός για τις λιγνιτικές μονάδες- και το μέλλον των αποκρατικοποιήσεων της ΔΕΠΑ και των ΕΛΠΕ αποτελούν τις βασικές εκκρεμότητες που θα πρέπει να διευθετήσει άμεσα η επόμενη κυβέρνηση στον ενεργειακό τομέα.
Με βάση τα αποτελέσματα που ανακοίνωσε η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού για το πρώτο τρίμηνο, όπου παρουσίασε ζημίες μετά φόρων 205,1 εκατ. ευρώ, έπειτα από την επίσης ζημιογόνο χρήση του 2018, αναμφισβήτητα το πλέον επείγον θέμα είναι η οικονομική πορεία του κυρίαρχου «παίκτη» της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Ωστόσο, οι αποφάσεις που θα ληφθούν για την επιχείρηση είναι πολύ πιθανό να επιφέρουν ευρύτερες αλλαγές στο τοπίο της εγχώριας ηλεκτροπαραγωγής και προμήθειας ρεύματος.
Όσον αφορά τη ΔΕΗ, το μόνο βέβαιο είναι ότι πρέπει να βρεθούν άμεσες απαντήσεις για τους παράγοντες που έχουν επιδεινώσει κατά πολύ εδώ και περίπου ενάμισι έτος τα λειτουργικά της κόστη - με κυρίαρχη αιτία τις υψηλές τιμές των δικαιωμάτων CO2, οι οποίες μάλιστα δεν εκτιμάται πως θα αποκλιμακωθούν. Απομένει να φανεί ποιες λύσεις θα προκρίνει η νέα κυβέρνηση για τη μείωση των λειτουργικών δαπανών και σε ποιον βαθμό θα επιδιώξει να αντισταθμίσει αυτές τις δαπάνες με την τόνωση των εσόδων της επιχείρησης, ξεκινώντας με την περαιτέρω ενίσχυση των ταμειακών ροών από τις συσσωρευμένες ληξιπρόθεσμες οφειλές. Επίσης, ανοικτό ερώτημα παραμένει το αν θα αποφασίσει ένα μέρος από αυτά τα βάρη να μετακυλισθούν στους πελάτες της επιχείρησης, με την αύξηση των τιμολογίων.
Οι λιγνιτικές μονάδες
Στο παραπάνω πλαίσιο, πέρα από τη συμμόρφωση στην καταδικαστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η πώληση των λιγνιτικών μονάδων στη Μεγαλόπολη και τη Μελίτη της Φλώρινας θα σήμαινε επίσης μία οικονομική ανάσα για την επιχείρηση, μειώνοντας την έκθεσή της στο κόστος των δικαιωμάτων ρύπων. Αντίστροφα, αν εκπνεύσει χωρίς αποτέλεσμα στις 15 Ιουλίου η προθεσμία υποβολής προσφορών στον διαγωνισμό, τότε κυβέρνηση και Κομισιόν θα πρέπει να καταλήξουν σε μια νέα στρατηγική για την απελευθέρωση της εγχώριας αγοράς.
Μάλιστα, η στρατηγική αυτή είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν θα περιορισθεί στη συνέχιση των δημοπρασιών ΝΟΜΕ, ή σε κάποιο ισοδύναμο μέτρο στο πλαίσιο του Target Model. Κι αυτό γιατί οι δημοπρασίες όχι μόνο δεν επέφεραν τη μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ στη λιανική στα επίπεδα του 50%, αλλά και σύμφωνα με την επιχείρηση μόνο το 2018 την επιβάρυναν με 151 εκατ. ευρώ.
Εκκρεμότητα που αφορά τη ΔΕΗ αποτελεί και η «τύχη» του Μόνιμου Μηχανισμού Επάρκειας Ισχύος, καθώς μόνον αν δεχθεί η Κομισιόν ως έγκυρη την προνομοθέτηση του μέτρου θα μπορεί να λάβει αποζημιώσεις η υπό κατασκευή μονάδα «Πτολεμαΐδα V» και, έτσι, να εξασφαλισθεί η οικονομική της βιωσιμότητα. Παράλληλα, η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να διασφαλίσει ότι το Χρηματιστήριο Ενέργειας θα είναι έτοιμο να λειτουργήσει τον Ιούνιο του 2020, έπειτα από τις αλλεπάλληλες αναβολές στην έναρξή του, ώστε αμέσως μετά να ξεκινήσει η σύζευξη της εγχώριας αγοράς με τις ευρωπαϊκές.
Η αγορά φυσικού αερίου
Στην αγορά του φυσικού αερίου, η μεγαλύτερη εκκρεμότητα αφορά την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ, με δεδομένο ότι «πάγωσε» η εφαρμογή της διάσπασης της επιχείρησης στη ΔΕΠΑ Εμπορίας και στη ΔΕΠΑ Υποδομών και η πώληση του 50,1% και του 14% που θα κατείχε το Δημόσιο στις δύο εταιρείες, αντίστοιχα. Έτσι, με δεδομένο ότι η αποκρατικοποίηση της ΔΕΠΑ έμεινε σε φάση προεργασίας, αν υπάρξει αλλαγή σκυτάλης στη διακυβέρνηση της χώρας, η νέα κυβέρνηση θα έχει τη δυνατότητα να επαναδιαμορφώσει τη στρατηγική ιδιωτικοποίησης της εταιρείας και να διεκδικήσει τη συναίνεση των θεσμών, με το επιχείρημα πως θα επέλθουν τα ίδια (ή και μεγαλύτερα) έσοδα.
Στην περίπτωση των Ελληνικών Πετρελαίων, η νέα κυβέρνηση θα χαράξει εξαρχής τη δική της στρατηγική για την «επόμενη μέρα» του ομίλου, καθώς έπειτα από το ναυάγιο πώλησης του 50,1%, δεν έχει δρομολογηθεί οποιαδήποτε διαδικασία. Έτσι κι αλλιώς οι διαπραγματεύσεις της απερχόμενης κυβέρνησης με τον άλλο βασικό μέτοχο (την Paneuropean, συμφερόντων Λάτση) και τους θεσμούς θα γίνονταν με χρονικό ορίζοντα τον Οκτώβριο, όταν στην ατζέντα της μεταμνημονιακής εποπτείας θα περιλαμβάνεται και το κεφάλαιο των ενεργειακών αποκρατικοποιήσεων.