Οριακή ανάπτυξη καταγράφει μετά την περίοδο της οικονομικής ύφεσης η βιομηχανία απορρυπαντικών οικιακής χρήσης, μια αγορά ολιγοπωλιακού χαρακτήρα, καθώς απαρτίζεται από μικρό αριθμό επιχειρήσεων, που προσφέρουν ευρεία γκάμα προϊόντων. Ειδικότερα, ο εγχώριος κλάδος παραγωγής απορρυπαντικών αναλύεται σε πρόσφατη μελέτη της Infobank Hellastat A.E., που καταγράφει τη μείωση της ζήτησης στα προϊόντα αυτού του είδους κατά την περίοδο της οικονομικής ύφεσης, δεδομένου ότι το καταναλωτικό κοινό περιόρισε τις δαπάνες του ακόμη και για βασικά αγαθά.
Από την έντυπη έκδοση
Άνοδο της ζήτησης διαπιστώνει μελέτη της Infobank Hellastat Οριακή ανάπτυξη καταγράφει μετά την περίοδο της οικονομικής ύφεσης η βιομηχανία απορρυπαντικών οικιακής χρήσης, μια αγορά ολιγοπωλιακού χαρακτήρα, καθώς απαρτίζεται από μικρό αριθμό επιχειρήσεων, που προσφέρουν ευρεία γκάμα προϊόντων. Ειδικότερα, ο εγχώριος κλάδος παραγωγής απορρυπαντικών αναλύεται σε πρόσφατη μελέτη της Infobank Hellastat A.E., που καταγράφει τη μείωση της ζήτησης στα προϊόντα αυτού του είδους κατά την περίοδο της οικονομικής ύφεσης, δεδομένου ότι το καταναλωτικό κοινό περιόρισε τις δαπάνες του ακόμη και για βασικά αγαθά.
Ωστόσο, η εικόνα της αγοράς άρχισε να μεταβάλλεται τα τελευταία χρόνια, καθώς η ζήτηση των προϊόντων καθαρισμού δείχνει να παρουσιάζει ήπια άνοδο. Έτσι, παρά τις πιέσεις στην κερδοφορία, η βιομηχανία δείχνει να ανακάμπτει έχοντας καλύψει πάνω από το 30% των απωλειών που κατέγραψε κατά τη διάρκεια της κρίσης. Στην ανάκαμψη συνέβαλαν τόσο η διαχρονική μείωση των τιμών όσο και οι προωθητικές ενέργειες που πραγματοποιούνται στις περισσότερες κατηγορίες προϊόντων, όπως σχολιάζει η κ. Μαρία Θεοδοσοπούλου, Sectorial Studies Consultant Infobank Hellastat.
Πλέον, τα περισσότερα απορρυπαντικά και καθαριστικά πωλούνται μόνο όταν βρίσκονται υπό προσφορά, είτε από τους παραγωγούς-προμηθευτές είτε από τις λιανεμπορικές αλυσίδες. Έτσι, οι καταναλωτικές προτιμήσεις καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τον παράγοντα «τιμή» και «προσφορά», ενώ το loyalty σε κάποιο συγκεκριμένο brand name έχει περιοριστεί σημαντικά. Αυτό, όπως επισημαίνεται στη μελέτη, αποδεικνύει ότι η αγοραστική συμπεριφορά του καταναλωτικού κοινού έχει αλλάξει, δείχνοντας προτίμηση σε προϊόντα «value for money».
Μάλιστα, σε κάποιες κατηγορίες καθαριστικών φαίνεται να επιλέγονται περισσότερο τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, τα οποία ανταγωνίζονται επάξια τα αντίστοιχα επώνυμα. Ωστόσο, πολλοί είναι αυτοί που ισχυρίζονται ότι η πραγματοποίηση προσφορών και εκπτώσεων από τις βιομηχανίες του κλάδου πιθανότατα να προκαλέσει μείωση των πωλήσεων σε αξία, καθώς και περιπτώσεις αθέμιτου ανταγωνισμού.
Τέλος, πολλές εταιρείες, στην προσπάθειά τους να ανταγωνιστούν τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, μειώνουν τις τιμές των προϊόντων τους, επηρεάζοντας αρνητικά τα περιθώρια κέρδους. Η κ. Θεοδοσοπούλου σημειώνει ότι η τιμολογιακή πολιτική που ακολουθούν οι εταιρείες του κλάδου εντείνει σημαντικά τον ανταγωνισμό. Δεδομένου αυτού, προοπτική ανέλιξης για κάθε εταιρεία θα πρέπει να αποτελέσει η δημιουργία καινοτόμων προϊόντων, που σέβονται το περιβάλλον και ενισχύουν την αειφόρο ανάπτυξη.
Οι οικονομικές καταστάσεις
Στη μελέτη της IBHS αναλύονται οι οικονομικές καταστάσεις 13 παραγωγικών επιχειρήσεων, απ' όπου προκύπτει ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών το 2017 αυξήθηκε οριακά κατά 0,8%, στα 148,89 εκατ. ευρώ από 147,71 εκατ. ευρώ το 2016. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι έναν χρόνο πριν ο κύκλος εργασιών των εταιρειών ανερχόταν συνολικά σε 117,45 εκατ. ευρώ. Αυτό είναι ένα επίπεδο που διατηρήθηκε πάνω από μία πενταετία. Επίσης, τα κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων μειώθηκαν σημαντικά κατά 57,6%, στα 4,32 εκατ. ευρώ, ενώ τα αποτελέσματα προ φόρων διαμορφώθηκαν σε ζημιές 4,54 εκατ. ευρώ, από κέρδη 2,74 εκατ. ευρώ το 2016. Η κεφαλαιακή μόχλευση βελτιώθηκε στο 1,13 προς 1, οι απαιτήσεις εισπράχθηκαν σε περίοδο 4,3 μηνών, από 5,1 μήνες το 2016 και σε ό,τι αφορά τη διάρθρωση του παθητικού διαπιστώνεται ότι ποσοστό 39,6% αποτελεί βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις.