Το πακέτο παροχών, που προώθησε πρόσφατα η κυβέρνηση, στοιχίζει ακριβά και καθιστά ανέφικτη την επίτευξη του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος. Αυτό προκύπτει από την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας, η οποία επιμένει παράλληλα στις εκτιμήσεις της για βραδείς ρυθμούς ανάτπυξης.
Το πακέτο παροχών, που προώθησε πρόσφατα η κυβέρνηση, στοιχίζει ακριβά και καθιστά ανέφικτη την επίτευξη του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος. Αυτό προκύπτει από την ετήσια έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας για τη νομισματική πολιτική, η οποία επιμένει παράλληλα στις εκτιμήσεις της για βραδείς ρυθμούς ανάτπυξης.
Η ΤτΕ που έχει επανειλημμένα κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για τους δημοσιονομικούς στόχους, σημειώνει πως λαμβάνοντας υπόψη τα επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα που ψηφίστηκαν πρόσφατα από τη Βουλή το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί σε 2,9% του ΑΕΠ, έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ. Ουσιαστικά τα μέτρα δημιουργούν ένα δημοσιονομικό «κενό» ίσο με 0,6% του ΑΕΠ.
Η ελληνική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί με ρυθμούς μόλις 1,9% φέτος για να ανεβάσει ελαφρώς ταχύτητα στο 2,1% το 2020 και 2,2% το 2021.
«Το οικονομικό κλίμα είναι θετικό, η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος και της οικονομίας βελτιώνεται και οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων αποκλιμακώνονται» αναφέρει η ΤτΕ, αλλά σημειώνει «Παρ’ όλα αυτά, οι ρυθμοί ανάπτυξης παραμένουν σχετικά χαμηλοί και η πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου είναι χαμηλότερη της επενδυτικής κατηγορίας».
Παράλληλα, όπως προειδοποιεί, η οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις, ενώ υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι και αβεβαιότητες που προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, όπως η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας λόγω του εντεινόμενου εμπορικού προστατευτισμού και των γεωπολιτικών εντάσεων.
Σημαντικοί είναι οι κίνδυνοι και από το εγχώριο περιβάλλον, όπως εξηγεί. Ποιοι είναι αυτοί; Η οπισθοδρόμηση των μεταρρυθμίσεων ή η ακύρωσή τους, οι δικαστικές αποφάσεις με δημοσιονομικές επιπτώσεις, καθώς και η πρόσφατη επεκτατική δέσμη δημοσιονομικών μέτρων – οι οποίοι δημιουργούν αβεβαιότητα για την επίτευξη των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων, αλλά και για τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του χρέους και του ασφαλιστικού συστήματος.
Η ΤτΕ υπογραμμίζει ότι προκειμένου να επιταχυνθεί η ανάκαμψη της οικονομίας, να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι και οι προκλήσεις, αλλά και για να εμπεδωθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, απαιτείται η προώθηση των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα, η διασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας και η υιοθέτηση ενός πιο φιλικού για την ανάπτυξη μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής.
Σημειώνει δε ότι η πολυετής ύφεση έχει αφήσει ένα εξαιρετικά μεγάλο επενδυτικό κενό, το οποίο ενδέχεται να υποβαθμίσει σε μόνιμη βάση την παραγωγική δυναμικότητα της ελληνικής οικονομίας. Το καθαρό κεφαλαιακό απόθεμα της οικονομίας (σε σταθερές τιμές 2010), συμπεριλαμβανομένων των κατοικιών, υποχώρησε κατά 67,4 δισ. ευρώ μεταξύ 2010 και 2016.
Αισιοδοξία για κόκκινα δάνεια
Οι τράπεζες σημείωσαν πρόοδο ως προς τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Ειδικότερα, στο τέλος Μαρτίου 2019 τα ΜΕΔ ανήλθαν σε 80 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 1,8 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2018 και κατά περίπου 27,2 δισ. ευρώ έναντι του Μαρτίου 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΔ το α’ τρίμηνο του 2019 οφείλεται κυρίως σε διαγραφές ύψους 0,9 δισεκ. ευρώ και πωλήσεις ύψους 0,8 δισεκ. ευρώ, ενώ σημαντικού ύψους πωλήσεις ΜΕΔ έχουν ήδη δρομολογηθεί για να υλοποιηθούν εντός του έτους.
Όσον αφορά τους επιχειρησιακούς στόχους για τη μείωση των ΜΕΔ, στόχος είναι ο δείκτης ΜΕΔ να έχει διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε επίπεδα κάτω του 20% στο τέλος του 2021. Συνολικά, έχει συντελεστεί πρόοδος ως προς τη μείωση του ποσοστού των ΜΕΔ, ωστόσο οι ρυθμοί μείωσης δεν αρκούν ώστε να επιτευχθεί σύντομα σύγκλιση του δείκτη ΜΕΔ προς τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο, που στο τέλος του 2018 διαμορφώθηκε σε 3,2%. Η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί ότι απαιτείται μια αποφασιστική και συστημική λύση στο πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων που θα λειτουργεί συμπληρωματικά προς τις προσπάθειες των ίδιων των τραπεζών. Προς την κατεύθυνση αυτή, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει καταθέσει σχετική συστημική πρόταση. Το Υπουργείο Οικονομικών έχει επίσης καταθέσει πρόταση για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Τα υπερπλεονάσματα
Για ακόμη μία φορά η κεντρική τράπεζα επικρίνει την πολιτική των υπερπλεονασμάτων που ακολουθήθηκε τα τελευταία χρόνια. Υπενθυμίζει ότι το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης το 2018, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία της ενισχυμένης εποπτείας, διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα 4,3% του ΑΕΠ, έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας για τέταρτο συνεχόμενο έτος τους στόχους του προγράμματος.
Αν και αναγνωρίζει ότι η υπέρβαση του δημοσιονομικού στόχου που παρατηρείται τα τελευταία έτη συμβάλλει στη συγκράτηση του δημόσιου χρέους και ενισχύει την εμπιστοσύνη των αγορών όσον αφορά την αποφασιστικότητα των ελληνικών αρχών να επιτύχουν τους καθορισμένους δημοσιονομικούς στόχους, σπεύδει να επισημάνει τις παρενέργειες:
«Όπως έχει ήδη τονίσει η Τράπεζα της Ελλάδος σε προηγούμενες εκθέσεις της, οι υψηλοί στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα και η παρατηρούμενη συστηματική υπέρβασή τους, με έμφαση στην αύξηση των φόρων και την περικοπή των δημόσιων επενδύσεων, επιβραδύνει την ανάκαμψη και ασκεί αρνητική επίδραση στο μακροχρόνιο δυνητικό προϊόν της οικονομίας» γράφει χαρακτηριστικά.
Άλλες μεγάλες προκλήσεις
Οι υψηλοί στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα δεν είναι οι μόνες προκλήσεις για την ελληνική οικονομία. Το μεγάλο βάρος των κόκκινων δανείων, το εξαιρετικά υψηλό δημόσιο χρέος (αν και η βιωσιμότητά του βελτιώθηκε αισθητά μετά τη συμφωνία του Eurogroup τον Ιούνιο του 2018) και το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, είναι ορισμένες από τις κυριότερες σύμφωνα με την ΤτΕ.
Παράλληλα η κεντρική τράπεζα επισημαίνει ότι πρέπει να αντιμετωπιστούν η υψηλή μακροχρόνια ανεργία, οι εισοδηματικές ανισότητες, αλλά και η δημογραφική κρίση, που οφείλεται στη γήρανση του πληθυσμού και στη μετανάστευση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της κρίσης, οδηγεί σε μείωση του πληθυσμού και χαμηλότερη δυνητική ανάπτυξη, αυξάνοντας τους κινδύνους για τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και των δημόσιων οικονομικών.
Τέλος στους αρνητικούς παράγοντες προσδιορίζει και τον αργό ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, η οποία χαρακτηρίζεται από χαμηλή διείσδυση σε ευρυζωνικές επικοινωνίες υψηλής ταχύτητας και περιορισμένες βασικές ψηφιακές δεξιότητες. Με βάση το Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα για το 2019 κατατάσσεται 26η μεταξύ των 28 χωρών της ΕΕ, γεγονός που υποδηλώνει υψηλό κίνδυνο τεχνολογικής υστέρησης και ψηφιακού αναλφαβητισμού και εγκλωβισμό σε μόνιμα χαμηλή παραγωγικότητα.
naftemporiki.gr